Πιστεύω ότι γεννήθηκα ένας ευλογημένος πρίγκιπας από τον Θεό και από τη μοίρα. Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Δυτικής Ροδόπης, σε ένα χωριό με υψόμετρο πάνω από επτακόσια μέτρα που, όταν ξυπνούσες το πρωί κάτω στο βάθος της κοιλάδας έβλεπες τον Νέστο πότε να κυλάει αγριεμένος και πότε να γυαλίζει ήρεμος θαρρείς και ήθελε να προβάλει τις ομορφιές του. Σχεδόν, παράλληλα, με το ποτάμι πορεύονταν η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης- Δράμας- Ξάνθης- Αλεξανδρούπολης και σχεδόν πάντα προλάβαινες να χαζέψεις τα τρένα που πηγαινοέρχονταν επάνω- κάτω με τα σφυρίγματά τους να ξεσκίζουν τον αέρα.
Απέναντι από τα βουνά της Κάπροβας (Κεχρόκαμπου) του Πλαταμώνα, της Πασχαλιάς και το αρχαίο κάστρο του Μητρικού δεν θα μπορούσαν καλύτερα να στολίσουν αυτό το κομμάτι της γης. Ο μαχαλάς μας, επιμένω να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη αντί της γειτονιάς, γιατί έχει μια ζεστασιά. Η γειτονιά εμπεριέχει μια αυστηρότητα, μια απαγόρευση, ένα αυστηρό φράξιμο. Ο μαχαλάς είναι σχεδόν μια ελεύθερη και ανεκτική περιοχή, όπου οι φράχτες δεν αποτελούν απόλυτο όριο απαγόρευσης εισόδου και εξόδου και που δεν αναπτύσσονται παντού και πρακτικά και κοινωνικά δεν αποτελούν το απόλυτο στοπ.
Ο μαχαλάς μας είχε καμιά εκατοσταριά πελώρια Μακεδονικού τύπου σπίτια και δύο-τρία μικρόσπιτα. Τα μεγάλα σπίτια ήταν όλα κτισμένα με ανοίγματα και παράθυρα προς τον Νοτιά, διώροφα. Στο ισόγειο εσωτερικά υπήρχαν οι αποθήκες, μπροστά ο ανοιχτός σκεπασμένος χώρος για τις ανάγκες των σπιτιών. Επάνω στον πρώτο όροφο από την πλευρά του Βορρά υπήρχαν συνέχεια έξι- επτά μεγάλα δωμάτια που μοιράζονταν τις ανάγκες της οικογένειας. Στο κέντρο σχεδόν της σειράς, ενώ όλα τα δωμάτια είχαν παράθυρα και πόρτες προς τη σάλα που βρίσκονταν μπροστά τους, ένα δωμάτιο για να είναι πιο σκοτεινό και κρύο δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Ήταν η ευρύχωρη αποθήκη κάθε σπιτιού και εκεί φυλάσσονταν και συντηρούνταν όλα τα τρόφιμα. Είχε ράφια στους τοίχους για να τοποθετηθούν πολλά πράγματα, τενεκέδες, πήλινα, σακούλια, μερικά φανάρια με σήτα για να αποτρέψουν τα έντομα και κρεμαστά από το ταβάνι ράφια όπου, συνήθως, ήταν παρκαρισμένα τα τουλούμια με το τυρί, αποξηραμένα τρόφιμα ή φρούτα. Μπροστά από τα δωμάτια τον χώρο κατείχε μια πελώρια σάλα με καλυμμένη όλη την πρόσοψή της με τζάμια, όπου τσερτσεβέδες οι οποίοι ανεβοκατέβαιναν από κάτω προς τα πάνω, ρύθμιζαν τον εξαερισμό του χώρου. Τα τζάμια φώτιζαν και κρατούσαν θερμή τη σάλα τον Χειμώνα και δροσερή τα Καλοκαίρια, όταν ανέβαιναν οι τσερτσεβέδες. Τα ντουβάρια
μέχρι τον πρώτο όροφο και όλος ο βορεινός τοίχος μέχρι τα κεραμίδια ήταν λιθόκτιστα. Τα πλαϊνά εξωτερικά ντουβάρια του πρώτου ορόφου και τα εσωτερικά χωρίσματα ήταν συνήθως από μπαγδαντί, πλεγμένα από μέτρια κλαδιά που εν συνεχεία είχαν επιχρισθεί (σοβαντιστεί).
Το σπίτι μας ήταν το πιο κεντρικό σπίτι του χωριού και ίσως και το μεγαλύτερο με μια τεράστια αυλή, όπου χωρούσε τα πάντα. Η σκάλα για τον πρώτο όροφο ήταν κάτω από τη μεγάλη σάλα, άρχιζε από το ισόγειο, είχε δύο- τρία σκαλιά και ένα κεφαλόσκαλο κτισμένα. Η σκάλα ήταν εσωτερική για να μην βρέχεται και κατέληγε στο πάτωμα του πρώτου ορόφου, όπου μια ξύλινη κατασκευή, η καπάντζα , κρατούσε σε πλάγια θέση, όταν ήταν κλειστή η ανοιγμένη προς τον τοίχο, μια βαριά ξύλινη πόρτα που αμπάρωνε με δύο ξύλινα καδρόνια, αμπάρες και αν δεν σου άνοιγε κανένας από πάνω, δεν μπορούσες να μπεις στο σπίτι. Οι αυλές ήταν γεμάτες με μικρά και μεγάλα ζώα, κότες, κοκόρια και ό,τι οι νοικοκυραίοι μπορούσαν να εκθρέψουν γιατί όλα αυτά αποτελούσαν, εκτός από την ομορφιά τους, τροφή για την οικογένεια. Εκτός από τον σκύλο και τη γάτα που είχαν αναλάβει την υπηρεσία ασφάλειας του σπιτιού. Κυνηγούσαν ποντίκια, φίδια, τα γεράκια που προσπαθούσαν να κλέψουν κανένα κοτόπουλο, τις αλεπούδες, τα κουνάβια, τις νυφίτσες και τις βερβερίτσες που είχαν και αυτές το μερίδιό τους σ’ αυτό τον παράδεισο. Κάτι πελώριοι αετοί με παρέα τρεις- τέσσερις πελώριους φίλους τους, όργωναν τον ουρανό και τα παιδάκια από τις αυλές αλλά και οι πιο μεγάλοι τους χάζευαν και όταν το τρομερό κρώξιμο τους έσχιζε τον αέρα, οι γιαγιάδες έτρεχαν να μαζέψουν τα πιο μικρά παιδάκια γιατί ο κόσμος έλεγε ότι οι αετοί όπως κλέβουν τα αρνάκια, τα κατσικάκια, πολλές φορές είχαν κλέψει και μωρά.
Σπάνια μπορούσες να χαζέψεις κάποιο μεγάλο αετό που δεν πετούσε. Έπρεπε να πας βαθιά στο βουνό για να το ζήσεις αυτό το τυχερό, ενώ έβλεπες συχνά κάτι πελώρια πουλιά, που τα ονόμαζαν μπούφους, πάντα να είναι καθισμένα και να φωνάζουν με το χαρακτηριστικό τρόπο τους «μπούφο- μπούφο» δυνατά που ακουγόταν παντού. Ίσως από αυτό τους ονόμασαν μπούφους. Μοιάζουν περισσότερο με κουκουβάγια, αλλά ίσως να είναι και πιο μεγάλα από τους αετούς. Κάποτε, κάποια μεγάλα παιδιά έπιασαν έναν και όσοι τον είδαμε από κοντά αυτή τη γνώμη σχηματίσαμε. Εκτός από τις αυλές ανάμεσα από τις αυλές, τα μαντριά και τις αλάνες, την εικόνα του παραδείσου συμπλήρωναν οι λαχανόκηποι του μαχαλά.
Στα βόρεια του μαχαλά ορθώνονταν τρεις- τέσσερις λόφοι – βουνά, του κάστρου, της χοντρής, των ληστών και του αμπάρ καγιά. Από τις χαράδρες της χοντρής και των ληστών κάποιες πηγές τροφοδοτούσαν χειμώνα- καλοκαίρι και γέμιζαν κάθε μέρα μια πελώρια στέρνα διαστάσεων μεγάλης πισίνας με νερό που διοχετευόταν με ένα τσιμενταύλακα στο μαχαλά και που είχε σαν αποτέλεσμα οι κήποι του χωριού να έχουν τα πάντα. Όταν ήμουν μικρός είχα την εντύπωση, ότι έτσι κάπως ήταν οι κήποι της Βαβυλώνας. Από το βουνό του κάστρου και από ένα μεγάλο ρέμα που κυλάει ανατολικά του , σε κάποιο σημείο οι παλαιότεροι χωρικοί είχαν εκτρέψει το νερό που ήταν το μισό ποτάμι και ερχόταν στο χωριό από ψηλά και πότιζε με το παραπάνω όλα τα χωράφια του χωριού και στους τρεις μαχαλάδες του, που με το δώρο του μπόλικου νερού έκαναν πολύ παραγωγικά τα χωράφια τους. Σιτηρά, όσπρια, κηπευτικά και κυρίως τα καπνά ήταν οι καλλιέργειες που πρόκοβαν σ’ αυτό τον τόπο.
Πολλά κοπάδια με πρόβατα, κατσίκια, αγελάδια και άλλα μεγάλα ζώα βοσκούσαν στους λόφους και στα μπαΐρια της περιοχής.
Συνηθισμένη και καθημερινή ήταν η παρουσία των άγριων ζώων του βουνού και του λόγγου που η παρουσία τους συμπλήρωνε τον παράδεισο της περιοχής. Ζαρκάδια, αγριοκάτσικα, αγριόκοτες και αγριόγαλοι είναι ενδημικά άγρια ζώα της Ροδόπης. Ασβοί- κουνάβια, αλεπούδες, αγριόχοιροι και λύκοι μπαινοβγαίνουν στο χωριό θαρρείς και έχουν ελεύθερη πράσινη κάρτα να πηγαίνουν παντού.
Θυμάμαι τις νοικοκυρές να κυνηγάνε από τους μπαξέδες κάτι πανέμορφα ζαρκάδια και αγριοκάτσικα που τα καλοκαίρια ορμούσαν στους δροσερούς κήπους να χορτάσουν την πείνα τους. Οι αγριόχοιροι επέλεγαν για το φαγοπότι τους κάποια χωράφια με καλαμπόκια που στην κυριολεξία τα κατέστρεφαν. Πάντα υπήρχε μια απορία, ποιος ήταν ο πονηρός, οι αγριόχοιροι ή οι καλλιεργητές των καλαμποκοφυτιών που αποκλειστικά συνέβαινε να τα καλλιεργούν και να είναι συγχρόνως και κυνηγοί, που έστηναν αυτή τη μεγάλη παγίδα στους αγριόχοιρους και με τη δικαιολογία ότι τους έκαναν ζημιές, τους σκότωσαν μαζικά. Αλλά την άλλη χρονιά από πολύ νωρίς εκείνα τα χωράφια που σπέρνονταν πρώτα με καλαμπόκι ήταν αυτά ανάμεσα στα δάση.
Ο δάσκαλος του χωριού, ο πιο πρώιμος οικολόγος που θυμάμαι, ένας δάσκαλος Σπαρτιάτης, ο Νικόλαος Μπαγιόκος, αποκάλυπτε στους δασάρχες το φοβερό κόλπο. Αλλά τότε θαρρείς και τα δασαρχεία ήταν με τους φονιάδες των αγριόχοιρων και των άλλων θηραμάτων. Οι λύκοι ήταν έτσι και αλλιώς επικηρυγμένοι. Εκτός από την πομπή που γινόταν σε ένα σκοτωμένο λύκο, ο κυνηγός τον φόρτωνε επάνω σε ένα μεγάλο γαϊδούρι ή μουλάρι και τον περιέφερε στους μαχαλάδες και στα χωριά όπου σε ένα σκεύος όλοι έβαζαν τον οβολό τους και κυρίως οι κτηνοτρόφοι χρύσωναν τον κυνηγό. Στο τέλος ο κυνηγός πήγαινε το κεφάλι του λύκου στο δασαρχείο, εισέπραττε και την επικήρυξη.
Χρησιμοποιώ την λέξη πομπή , διότι έτσι ονομάζονταν μια διαδικασία, η διαδικασία της διαπόμπευσης, όπου οι τοπικές κοινωνίες προκειμένου να ξευτιλίσουν άτομα του κοινού ποινικού κώδικα, κλέφτες, φονιάδες, μοιχούς, τους έδεναν ανάποδα ώστε να βλέπουν τα πισινά του ζώου και τους μετέφερε και το κοινό που προσέτρεχε στην τελετή τους έβριζε, τους έφτυνε, πολλές φορές τους πετροβολούσε για την αποτρόπαια πράξη τους.
Τώρα τα τελευταία χρόνια που χάθηκαν οι λύκοι, τα φίδια, πολλά άγρια ζώα, οι ΜΚΟ ασχολούνται να τους πολλαπλασιάσουν και αμολάν στα δάση πληθυσμούς που δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα τα ντόπια είδη που έχουν εξαφανιστεί.
Θυμάμαι μια οικογένεια από αρκούδες που έμενε στους πρόποδες του βουνού Καρακούς, λίγο πιο πάνω από την Παλιά Σιδηρόπετρα, μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα πολλοί την συναντούσαν. Αργότερα, σίγουρα έγιναν στόχοι κυνηγών που έρχονταν ακόμα και από την Αθήνα και έφερναν μαζί τους την καινούρια κυνηγετική τεχνολογία. GPS για την συνεννόηση τους στο δάσος, επαναληπτικές καραμπίνες , εφοδιασμένες με διόπτρες και λέιζερ και τώρα αυτά τα ζώα εξαφανίσθηκαν για να διακοσμούν οι προβιές τους κάποια ξιπασμένα σαλόνια. Η καφέ αρκούδα εξαφανίσθηκε απ’ αυτή την περιοχή και ευτυχώς υπάρχει στη Ροδόπη κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία .
Κατά τα άλλα, η οικολογία μας εξαντλήθηκε στο να τρώμε μαύρα πολύσπορα ψωμιά, να πίνουμε αλόη, τώρα τελευταία να στήνουμε κορονοπάρτι και ποιος ξέρει τι άλλο θα σκαρφιστεί η κούτρα μας.
Η κύρια απασχόληση των χωριών της περιοχής ήταν η παραγωγή καπνού. Όλοι οι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, τη Θράκη, τον Καύκασο. Όταν ήρθαν στην περιοχή, δεν υπήρχε ούτε ένα εργοστάσιο να τους απασχολήσει. Έπεσαν όλοι στην πρωτογενή παραγωγή, κυρίως του καπνού. Μερικοί ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και ελάχιστοι με επαγγέλματα που τότε δεν είχαν καμία πέραση.
Καλλιέργησαν μια ποικιλία που ονομάζεται Μπασμάς. Οι ρίζες του Μπασμά παράγουν πολλά μικρά αρωματικά κίτρινα φύλλα με μια ελαφρά σκιά κόκκινου. Είναι χαρακτηριστικό το άρωμα αυτής της ποικιλίας που χρησιμοποιείται για να αρωματίσει άλλα καπνά, κυρίως αμερικάνικα με φυσικό άρωμα. Το brand name, όπως θα λέγαμε σήμερα, της περιοχής ήταν Σου Γιαίλασι (Μπασμάς) περιοχής κοιλάδας Νέστου. Καρά Σου ονομάζεται στα τούρκικα, ο Νέστος, όπως άλλα εμπορικά ονόματα ήταν το Κιρίτσιλερ τα τζεμπέλια, ο Σουβάν Γιακάς, το Ορτάκ Ολού και άλλα.
Η τέλεια παραγωγή τους με την αξιόλογη επεξεργασία τους στα καπνομάγαζα της Ξάνθης και η συγκυρία κυρίως από την Γερμανία που σχεδίαζε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκέντρωνε αποθέματα, ανέβασε την τιμή του καπνού στην περιοχή στη μία χρυσή λίρα ή οκά, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι από την ανταλλαγή μέχρι τη δεκαετία του εξήντα, δεν γνώρισαν τι θα πει ανεργία. Στην περιοχή συνέρρεαν και άλλοι για να βρουν εργασία.
Το χωριό μου ονομάζεται Ιωνικό. Ένα χωριό δύο- τρία χιλιόμετρα πάνω από το Νεοχώρι. Έχει τρεις μαχαλάδες. Τον κάτω ή Βρε μαχαλά, τον Πάνω ή Μαρί μαχαλά και τον Πέρα μετά το σχολείο και την Εκκλησία στο δρόμο προς την Καλύβα τον Καλέ μαχαλά ή Μάντζα. Αυτός είναι ο μαχαλάς που σας περιγράφω . Οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι πρόσφυγες από την Ιωνία γι’ αυτό και το χωριό τους το ονόμασαν Ιωνικό.
Τα παιδιά μεταξύ τους αποκαλούσαν το ένα το άλλο «ξάρφε», σύντμηση της λέξης «ξάδερφε». Τον πιο μεγάλο συγχωριανό «μπάρμπα» και στις γυναίκες πρόσθεταν τη φράση τσατσά πριν το όνομά τους, τσατσά Βάσω – τσατσά Κυριακούλα, τσατσά Γιασεμή. Την γιαγιά την αποκαλούσαν νενέ. Προσφωνήσεις που ήρθαν καθαρόαιμα από την Μικρά Ασία και κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους κατοίκους.
Συνεχίζεται…
Νίκος Τσούργιαννης