Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Η Λιτανεία για να βρέξει, το κες-κεκ, τα τσαρούχια, η ανταλλακτική κοινωνία

Η Λιτανεία για να βρέξει, το κες-κεκ, τα τσαρούχια, η ανταλλακτική κοινωνία

1

Η ζωή μετά το 1949 στα ορεινά χωριά του νομού

Μνήμες και γεγονότα που σημάδεψαν τους ανθρώπους που τα έζησαν, όπως τα θυμάται ο Νίκος Τσούργιαννης

Το καλοκαίρι του 1949 έληξε τυπικά και ουσιαστικά αυτό που λέμε εμφύλιος πόλεμος. Η δεκαετία του 1940 -1950 ήταν και αυτή μια από τις καταραμένες δεκαετίες για την Ελλάδα γιατί όσα συνέβησαν γύρισαν δεκαετίες πίσω την χώρα και ο κοσμάκης πλήρωσε όπως πάντα το μάρμαρο αυτής της κατάστασης.  Οι πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, βρέθηκαν να φιλοξενούν χιλιάδες χωρικών με την δημιουργία νεκρών ζωνών στην ύπαιθρο προκειμένου να εντοπίζονται ευκολότερα οι αντάρτες και να μην μπορούν να εφοδιάζονται από τους χωρικούς τα αναγκαία, ήταν πιο αποτελεσματική η κίνηση του εθνικού στρατού και έτσι η συνθηκολόγηση και η λήξη του εμφυλίου έγινε όσο μπορούσε γρηγορότερα.

Ο Γράμμος αποτέλεσε ορόσημο σ’ αυτή την διαδικασία και η Ελλάς μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε μια νέα εποχή. Οι χωρικοί επανήλθαν στα χωριά τους και μια ζωή με τις πιο δύσκολες συνθήκες ξεκίνησε γι αυτό τον πληθυσμό της υπαίθρου. Διατάχθηκαν με τις ντουντούκες να εγκαταλείψουν άμεσα τις πόλεις και να γυρίσουν στα χωριά τους χωρίς κανένας να ενδιαφερθεί πως μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς χρήματα και πως οι άνθρωποι αυτοί κατά 99% καπνοπαραγωγοί θα μπορούσαν να γυρίσουν στα χωριά επί ένα ολόκληρο χρόνο να υποστούν το μαρτύριο να παράγουν καπνά χωρίς κανένας να τους βοηθήσει από καμιά Τράπεζα με μόνη την υποστήριξη κάποιων ισχνών πιστωτικών συνεταιρισμών που κυρίως η αποστολή τους σταματούσε στο μοίρασμα κάποιας βοήθειας από το εξωτερικό. Θυμάμαι όλα τα νοικοκυριά είχαν προμηθευτεί δωρεάν κουτάλια και πιρούνια νικελένια και πιάτα επίσης από νίκελ, κουτάλες, πιρούνες, άρβυλα και όλα σε κάποιο σημείο είχαν τυπωμένα τα γράμματα U.S. (Ηνωμένες Πολιτείες).

Ο καθένας στην πόλη που βρίσκονταν, είχε βρει τρόπο να ριζώσει και να βγάλει κάποιο μεροκάματο, όχι πολλά πράματα, ίσα – ίσα να αγοράσει κανένα ψωμί και να βράσει κανένα φασόλι, το εθνικό αυτό φαγητό των Ελλήνων. Τώρα όταν πήγαινες στο χωριό, ούτε και αυτό ήταν σίγουρο. Η μόνη πιστωτική δύναμη, ήταν ο μπακάλης. Τα ράφια τους είχαν ελάχιστα πράγματα και κυρίως κακής ποιότητας, αλλά και αυτό ήταν μια λύση. Δραχμή δεν κυκλοφορούσε ούτε σε μεταλίκια. Τα αυγά, είχαν αντικαταστήσει τις δραχμές στις συναλλαγές και κανένα κεφάλι βούτυρο από την τυχερή οικογένεια που τύγχανε να αρμέγει καμία αγελάδα. Κάποτε ο συνεταιρισμός έφερε κάνα δυο βαγόνια άλευρα και άλλα τόσα λιπάσματα, τα οποία διέθεσε επί πιστώσει στους χωρικούς. Αργότερα έφερε και ένα βαγόνι αλάτι. Τo αλάτι στην αγροτική οικονομία είναι πιο απαραίτητο από κάθε άλλο είδος και ας είναι η αξία του μηδαμινή.

Πέρα του ότι χρειάζεται καθημερινά για το αλάτισμα των τροφών είναι είδος συντήρησης κυρίως των φαγώσιμων,  ελιές, τουρσιά και πολλά άλλα για τα οποία είναι γνωστή για την συντηρητική του ιδιότητα. Οι μπακάληδες ούτε αλάτι είχαν γιατί κανείς δεν είχε να το πληρώσει ντούκου. Που να έβρισκε ο μπακάλης να προπληρώσει στο ελληνικό μονοπώλιο την αξία του αλατιού  που δεν θα εισέπραττε ποτέ.

Κάποιοι είχαν προμηθευτεί από κανένα σακί λίπασμα, επί πιστώσει από τον συνεταιρισμό με την σκέψη ότι μπορούσε να το πουλήσουν σε κανένα παραγωγό και να εξοικονομήσουν κανένα φράγκο για να πάρουν λίγο φωτιστικό πετρέλαιο για την λάμπα ή το φανάρι.

Οι χωρικοί από το τέλος του 1949 άρχισαν να εγκαθίστανται ξανά στα κοντινότερα ορεινά χωριά ή στα μεγαλοχώρια της περιοχής γιατί και η διαμονή ήταν πολύ δύσκολη λόγω των πολλών ατόμων που αναγκαστικά φιλοξενούσαν αλλά και ο χειμώνας που ερχόταν και που συνήθως ήταν βαρύς και μακρύς και η δαπάνη για τα ξύλα ήταν σημαντική και ανύπαρκτη. Στα χωριά όμως τα καυσόξυλα ήταν άφθονα και δωρεάν και έτσι μια αρκετά μεγάλη δαπάνη την γλύτωσε ο κάθε χωρικός. Πολλοί από νωρίς το φθινόπωρο είχαν μαζέψει καρπούς και φρούτα που από μόνα τους τα κτηματάκια των χωριών είχαν παράγει καρύδια, αμύγδαλα, μήλα, κυδώνια, κηπευτικά τα οποία αποξηραμένα ή κατά κάποιο τρόπο συντηρημένα αποτελούσαν ένα απόθεμα για τον χειμώνα. Πολλοί αγόρασαν κανένα γαϊδουράκο, δύο τρεις κατσίκες καμία αγελάδα και η πρώτη υποδομή στήθηκε και δεν βοήθησε μόνο αυτούς που την κατείχαν, αλλά και όλους τους συγγενείς που από τον παππού, τη γιαγιά ή τους θείους μπορούσαν να πιουν μια φλιτζάνα γάλα, λίγο γιαούρτι, τυρί και ότι άλλο η συγγενική αλληλεγγύη και η συμπαράσταση του συγχωριανού βοηθούσε το κάθε πρόβλημα να επιλύεται χριστιανικά.

Αρκετοί πρόλαβαν και έσπειραν κάποιους καρπούς για την επόμενη χρονιά γιατί αν προλάβαινε να ΄ρθει η Άνοιξη οι λαχανόκηποι θα αναλάμβαναν το βάρος της διατροφής των χωρικών.

Από τον Φλεβάρη η συλλεκτική οικονομία βοηθούσε ώστε κάποιο πιάτο με αγριόχορτα να προστεθεί στο καθημερινό τραπέζι του χωρικού. Κάποιοι βολβοί που οι χωρικοί τους ανακαλύπτουν και πιθανώς γνωρίζουν τα σημεία όπου υπάρχουν ώστε όταν τους ξεπικράνουν θα αποτελέσουν ένα πικάντικο και πολύ σπάνιο φαγητό. Κάποια σπαράγγια αρχίζουν να εμφανίζονται στους φράχτες και οι αβουρνιές ένα άλλο αναρριχόμενο με κάποιες βρούβες συμπληρώνουν τις ανάγκες διατροφής της οικογένειας που τότε ακόμα ήταν και πολυμελείς. Ξερά χουσάφια αποξηραμένα από την προηγούμενη χρονιά, τουρσιά, ξηροί καρποί, κάποια πουλιά που με παγίδες γνώριζαν κυρίως να στήνουν οι παππούδες, προσέφεραν και αυτά μια λιχουδιά στις ανάγκες να διατραφεί η οικογένεια.

Η ζωή είχε αρχίσει να τραβάει τον δρόμο της. Ξαφνικά ο συνεταιρισμός με την υποστήριξη της κεντρικής ένωσης των συνεταιρισμών του νομού, άρχισε να προσφέρει επί πιστώσει αρκετά βασικά τρόφιμα. Άλευρα, λάδια, θρεψίνες, σταφιδίνες, χαρούπια, αρκετά αλίπαστα, ελιές και ότι άλλο οι άλλες γεωργικές ενώσεις της χώρας μπορούσαν να στείλουν στη δική μας ή η δική μας σε αυτές.

Σιγά σιγά άρχισε να παρέχεται κάποια βοήθεια από το κράτος. Μοιράστηκαν αγελάδες που είχαν έρθει από την Τουρκία. Δόθηκε από μια σε κάθε οικογένεια και ήταν πράγματι καλής ράτσας και οι περισσότερες ετοιμόγεννες. Μοιράστηκαν γάιδαροι από την Κύπρο, σπορικά από όλη την Ελλάδα, πατατόσπορος από την Νάξο και την Κύπρο και έτσι η οικονομία άρχισε να ζεσταίνεται. Εκτός από την ανυπαρξία των δραχμών όλα άρχισαν να προσπαθούν να πάρουν τον δρόμο τους. Η πείνα λόγω ελλείψεως πολλών τροφίμων εξακολουθούσε να είναι καθημερινό μαρτύριο στα καπνοχώρια. Λόγω του ότι δεν υπήρχαν δραχμές η οικονομία είχε καταντήσει ανταλλακτική. Έδινες κάτι και έπαιρνες κάτι άλλο που μπορεί να μην σου ήταν χρήσιμο σήμερα αλλά θα σου ήταν απαραίτητο αύριο.

Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα καλό κοπάδι από γίδια και τα προϊόντα που μπορούσε να πουλήσει ήταν τυρί, ζωντανά ζώα, ή κρέας γιατί κάθε Σαββατοκύριακο έσφαζε και όλοι έπαιρναν αλλά κανένας δεν πλήρωνε γιατί δεν είχε μετρητά.

Πολλές φορές το χρέος υπολογιζόταν και αυτός που χρωστούσε έπρεπε να κάνει μερικά μεροκάματα για να ξεχρεώσει. Δηλαδή και το μεροκάματο είχε γίνει στοιχείο συναλλαγής.

Η συμφωνία όμως ήταν ότι η οικογένεια που ερχόταν με την δουλειά της να ξεχρεώσει το χρέος, μια μέρα θα ερχόταν στη δουλειά και την επόμενη θα δούλευε στο δικό της χωράφι. Ο λόγος ήταν πρακτικός και σοβαρός συγχρόνως. Η οικογένεια αυτή ή η κάθε οικογένεια την ημέρα που εργαζόταν σε μας στη συμφωνία ήταν και να τους ταΐσουμε. Την επόμενη όμως πήγαινε να δουλέψει στα δικά της κτήματα. Την μεθεπόμενη ερχόταν σε μας, γιατί έτσι την άλλη μέρα θα μπορούσε νηστική να δουλέψει στο δικό της χωράφι. Αν το περιγράφω αυτό , το περιγράφω για να καταγραφεί, για να κατανοήσει και ο πιο απληροφόρητος το τι τράβηξε αυτή η αγροτιά και όταν ψάξει στα γιατί εγκαταλείφθηκαν όλα αυτά τα χωριά, να λάβει και αυτό υπ’ όψιν.

Αυτές τις ημέρες που με αυτό τον τρόπο καλλιεργούσε και παιδευότανε ακόμα μέσα της η κάθε οικογένεια είχε την ελπίδα ότι θα παράγει καπνό. Θα το πουλήσει σε καλές τιμές όπως προπολεμικά και μια χρονιά όσο δύσκολή και αν είναι θα περάσει και θα ξεχαστεί. Τη χρονιά εκείνη δεν συνέβησαν αυτά που ο κάθε χωρικός περίμενε και γι αυτό προσπαθούσε. Τα χωράφια κουρασμένα από την μονοκαλλιέργεια είχαν εξαντληθεί και μια αρρώστια, η «πατάτα» είχε μολύνει τα χωράφια και μετά από το πρώτο στάδιο ανάπτυξης ολόκληρες οι καλλιέργειες ξεραίνονταν γιατί κάποια φυμάτια που έμοιαζαν με πατάτες έβγαιναν στις ρίζες με αποτέλεσμα το φυτό να ξεραίνεται.

Είναι γεγονός ότι την χρονιά εκείνη οι βροχές ήταν λιγοστές από τον Μάρτη ακόμα και ο κοσμάκης έκανε την δουλειά του κουβαλώντας νερό από τα μπόλικα τρεχούμενα νερά που υπήρχαν στα ρέματα και στο Νέστο ακόμα.

Η φυτεία και οι τσάπες στον καπνό είχαν τελειώσει αλλά μια βροχή της προκοπής δεν είχε πέσει ώστε οι καλλιέργειες να προκόψουν και να αναπτυχθούν. Τα πιο πρώιμα χωράφια άρχισαν να ξεραίνονται και οι γεωπόνοι και οι καλλιεργητές καταλάβαιναν ότι η μόνη ελπίδα ήταν μια καλή βροχή. Κάτι ψιχάλες που έπεφταν εδώ και εκεί δεν έδιναν λύσεις και οι δεήσεις στις εκκλησίες παρακαλούσαν τον Κύριο να λυπηθεί τον κοσμάκη και να βρέξει.

Ο παπά Γιαβάσης, ο ιερέας του χωριού, άρχισε να μιλάει για τις επτά πληγές του Φαραώ και ο μπάρμπα Σκάρος, ο ψάλτης της εκκλησίας σε κάποια ομιλία του μίλησε στο εκκλησίασμα και αυτός για το ίδιο θέμα και ότι ο θεός μας δοκιμάζει τακτικά δίνοντας κάποιες δυσκολίες στη ζωή μας, αλλά ποτέ δεν μας εγκαταλείπει, ιδίως όταν εμείς μετανιώνουμε και ζητήσουμε από τον καλό Θεούλη, να μας λυπηθεί και να μας βοηθήσει. Έγιναν κάποιες παρακλήσεις, οι Κυριακές εκείνες της ξηρασίας γέμισαν ασφυκτικά τις εκκλησίες και κατά την περιφορά των εξαπτέρυγων στο χώρο του Ναού αποφασίστηκε τα εξαπτέρυγα και μερικές από τις εικόνες της εκκλησίας να γίνει η περιφορά τους έξω από την εκκλησία κάνοντας ένα γύρο, γύρω -γύρω από τον περίβολό της, κάτι που συνήθως γινόταν όταν υπήρχαν προβλήματα. Εν συνεχεία τα εξαπτέρυγα, οι εικόνες και ο κόσμος από τα μικρά παιδάκια μέχρι τους πιο ώριμους παππούδες και γιαγιάδες ήταν κατασυγκινημένοι και συναισθανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης σχεδόν όλοι είχαν βουρκώσει.

Ο δάσκαλος, κάμποσοι από τους χωριανούς πιο μορφωμένοι, άρχισαν να συζητάν για λύσεις που φυσικά περίμεναν την βοήθεια του Θεού. Ξαφνικά έπεσε η ιδέα της λιτανείας. Κάποιοι είπαν ότι και στις άλλες εκκλησίες των χωριών το είχαν συζητήσει και πρότειναν να γίνει μια λιτανεία που θα μετείχαν όλες οι εκκλησίες της περιοχής γιατί πάντα η λιτανεία ήταν η ύστατη δέηση των πιστών στις περιπτώσεις ανομβρίας.

Αποφασίστηκε να γίνει μια λιτανεία στην οποία θα συμμετείχαν και οι εκκλησίες των διπλανών χωριών ώστε η εκδήλωση να γίνει πιο μαζική και πιο λαμπρή συγχρόνως.

Αποφασίστηκε μια και δεν είχε πολύ χρόνο μέχρι του Προφήτη Ηλία να γίνει κατά την ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία μια και πάντα αυτός ο προφήτης τα κατάφερνε από την αρχαιότητα ακόμα με τις βροχές και με τα μετεωρολογικά προβλήματα. Τα εκκλησάκια του πάντα διάλεγαν κάποιες κορυφές βουνών να εγκατασταθούν και μια και το χωριό μας εκτός από τον Αη Γιώργη το πολιούχο του χωριού με την φροντίδα του μπάρμπα Μανώλη του Μόρτου του Σπαθαριώτη, είχε αποκτήσει και ένα παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία δίπλα στον δρόμο  πριν από τα μνήματα του χωριού. Άρα το χωριό διέθετε έναν παραπάνω λόγο να διοργανώσει τη λιτανεία.

Καταρχάς συμφωνήθηκε οι κτηνοτρόφοι του χωριού να προσφέρουν αρκετά και καλά ζώα για να γίνει ένα κουρμπάνι της προκοπής . Κες-κεκ όπως το λένε μέχρι σήμερα και έτσι ο κόσμος που θα ερχόταν στον προφήτη Ηλία και στην λιτανεία να μπορέσει να απολαύσει και ένα καλό γεύμα. Μερικές γκιαουρκιώτισσες κυρίες ήταν ειδικές για την παρασκευή αυτού του φαγητού. Κάποια κυρία Χατζηφωτίου, Σπυράκου, Κέλη και άλλες πάντα προσφέρονταν να παρασκευάσουν αυτό το πατροπαράδοτο φαγητό που το είχαν φέρει από την Μικρά Ασία όταν πρόσφυγες τους έφεραν στο Ιωνικό. Τα πράγματα δεν ήταν απλά και είχε δυσκολία και τέχνη για να το παρασκευάσεις. Αλλά αν το αναλάμβαναν αυτές ήταν σίγουρο ότι θα τα κατάφερναν και όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι.

Αποφασίστηκε λοιπόν η λιτανεία να αρχίσει από το Άνω Ιωνικό, να κατευθυνθεί προς την Σιδηρόπετρα. Είχε πάντα ένα δρόμο που συνέδεε το Άνω Ιωνικό με την Σιδηρόπετρα, ποτέ δεν ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά και όσο δεν είναι τόσο καλός ο δρόμος τον συνηθίζεις και αν δεν τον βρεις όπως κάποτε τον άφησες στα χάλια του, δεν τον ευχαριστιέσαι.

Θα έφθανε λοιπόν η λιτανεία στην Σιδηρόπετρα. Η εκκλησία των Ταξιαρχών όπως θα λέγαμε σήμερα, του Ταξιάρχη όπως λέγαμε τότε, θα μας περίμενε, θα πρόσθετε και αυτή το πλήρωμα της και θα κατευθυνόμασταν προς το Σταυροχώρι, οπότε και η εκκλησία του Σταυροχωρίου του Αγίου Δημητρίου θα μας περίμενε και θα μας ακολουθούσε όπου όλες μαζί οι εκκλησίες του Άνω Ιωνικού, της Σιδηρόπετρας και του Σταυροχωρίου θα φθάναμε μέχρι τις όχθες του Νέστου, που εκεί θα γινόταν μια μεγάλη δέηση και από τις τρεις εκκλησίες μαζί και εν συνεχεία εμείς η εκκλησία του προφήτη Ηλία του Άνω Ιωνικού θα συνεχίζαμε ανατολικά προς το Νεοχώρι, ακολουθώντας τον δρόμο Σταυροχωρίου – Νεοχωρίου. Οι εκκλησίες του Ταξιάρχη και του Αγίου Δημητρίου, θα γύριζαν πίσω στα χωριά τους.

Εμάς την εκκλησία του προφήτη Ηλία στη μέση σχεδόν του δρόμου κοντά στον Νέστο, θα έβγαινε να μας υποδεχθούν η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής του Νεοχωρίου. Θα γινόταν ακόμα μια δέηση. Οι δεήσεις εκτός από την κάλυψη της ανάγκης των δεήσεων, προσέφεραν και ένα διάλειμμα ούτως ώστε αυτός ο κοσμάκης που ακολουθούσε την πορεία της λιτανείας να αισθανθεί ένα διάλειμμα να ξεκουραστεί λίγο, να ξεδιψάσει, να πλυθεί και να ξανασυνεχίσει την πορεία της λιτανείας. Εν συνεχεία, θα συνεχίζαμε την πορεία προς το Νεοχώρι όπου θα αφήναμε τους Νεοχωρήτες πιστούς , εκτός αν μερικοί από αυτούς ήθελαν να συνεχίσουν μαζί μας για το πανηγύρι του προφήτη Ηλία που περίμενε τους πάντες.

Έτσι λοιπόν αποφασίστηκε να οργανωθεί η μεγάλη λιτανεία. Έγιναν συνεννοήσεις με τα γειτονικά χωριά που θα συμμετείχαν και αποφασίστηκε η πραγματοποίησή της πρωτόγνωρης για πολλούς από εμάς κυρίως τους μικρούς που παρόμοια εκδήλωση δεν είχαμε γνωρίσει.

Ο παπάς, ο ψάλτης, ο δάσκαλος και η επιτροπή της εκκλησίας και ο καημένος ο μπαρμπά Μανώλης ακόμα, δούλεψαν γιατί ένα τέτοιο γεγονός τιμούσε το χωριό μας.

Οι νοικοκυρές έβαλαν ένα μπελά στο κεφάλι τους με το πώς η κάθε μια για την συγκεκριμένη μέρα θα μπορούσε να τακτοποιήσει τα τέσσερα πέντε παιδιά της, ώστε στη λιτανεία να παρουσιαστούν όσο το δυνατόν πιο προσεγμένα και οι ίδιες ακόμα τι θα φορέσουν ώστε να παρουσιαστούν όπως η μέρα το καλούσε όπως έλεγαν.

Στην πρώτη σειρά του ενδιαφέροντος, φυσικά ήταν οι Φαντίνες. Στη Σμυρναίικη διάλεκτο Φαντίνα ήταν η κοπέλα από την οικογένεια που είχε σειρά αποκαταστάσεως δηλαδή για γάμο.

Ο χειμώνας ήταν δύσκολος και παρ’ ότι οι γιαγιάδες και οι μαμάδες έπλεξαν εκατοντάδες μάλλινες κάλτσες και τερλίκια, δεν κατάφερναν με τα τσόκαρα που από μόνοι τους έφτιαχναν οι χωρικοί να ζεσταθούν όλα τα γυναικεία πόδια όταν μάλιστα δεν είχε περισσέψει κανένα ζευγάρι παπούτσια από προηγούμενες χρονιές. Οι άντρες ήταν κάπως πιο τυχεροί. Τα παπούτσια τους ήταν πιο γερές κατασκευές άντεξαν ακόμα μιας χρονιάς χρήση. Από νωρίς μάλιστα είχαν μοιραστεί αρκετά ζευγάρια άρβυλα  και έτσι καλύφθηκαν περισσότερο.

Εφευρέτες χωρικοί κυρίως Θρακιώτες είχαν εμπειρία στην τσαρουχοποιεία . Κανένα δέρμα δεν πετάχτηκε χοιρινό, από αγριογούρουνο ακόμα και από γαϊδούρια και μοσχάρια και όλοι σχεδόν οι χωρικοί είχαν εξασφαλίσει για να πορεύονται και κανένα ζευγάρι τσαρούχια.

Στη συνέχεια κάποιες Βιομηχανίες ελαστικών κυρίως η Αλυσίδα και η ΕΛΒΙΕΛ πρόλαβαν και παρήγαγαν ένα φθηνό και πολύ γερό ελαστικό παπούτσι  το οποίο φτιάχτηκε για να καλυφτούν κυρίως οι ανάγκες των εργατών που το χρειάζονταν. Αυτά σε συνδυασμό με ένα μπλε παντελόνι από βαμβάκι , παντοδύναμο στην ταλαιπωρία, τη «Μάλτα», έτσι συνηθίζονταν  να αποκαλούν αυτό το παντελόνι που το φόρεσαν όλοι γιατί αναδείχθηκε σωτήριο.

Στο τέλος η ΟΥΝΔΡΑ, το ΠΙΚΠΑ, η εκκλησία, οι πατριωτικές οργανώσεις από όλο τον κόσμο είχαν καταφέρει ώστε όλοι σχεδόν να προλάβουν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Μέχρι αργά ακόμα στέλνονταν άρβυλα και διάφορα ρούχα.   

Συνεχίζεται…

 

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…