Ο τίτλος αυτού του άρθρου δεν είναι κάποιο ευφυολόγημα, ούτε αποσκοπεί στη στηλίτευση θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτισμικής διαφορετικότητας. Αποτελεί ένα πραγματικό ερώτημα του μέσου πολίτη της Ξάνθης για το τι ακριβώς αντιπροσωπεύει το περιβάλλον στο οποίο πλέον ζει. Tι είναι αυτό που διακρίνει τελικά μια μεγάλη γειτονιά, ένα χωριό και μια πραγματική πόλη;
Στην Αλεξανδρούπολη η κοινή γνώμη έχει να ασχοληθεί με την ανάπλαση του Λιμένα, την ανάδειξη των αποθηκών του ΟΣΕ, την επέκταση των ποδηλατοδρόμων, τη διαμόρφωση του χώρου παραλίας, την αστική και αρχιτεκτονική αποκατάσταση κτιρίων. Στην Κομοτηνή αναδεικνύουν το Βυζαντινό Τείχος εντός πόλης δημιουργώντας πολιτιστική διαδρομή ενώ η πόλη διακρίθηκε στο ευρωπαϊκό βραβείο «Προσβάσιμης Πόλης».
Στην Καβάλα αποκατέστησαν το διατηρητέο κτίριο της Μεγάλης Λέσχης, αξιοποιούν τις καπναποθήκες, επεκτείνουν το δίκτυο των πεζοδρόμων με αναπλάσεις στον κεντρικό ιστό, χωροθετούν προσβασιμότητα στην Παλιά Πόλη και έχουν να επιδείξουν πλήθος αξιοποίησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Στη Δράμα ανακατασκευάζουν και προβάλλουν ιστορικές καπναποθήκες με κινητήριο δύναμη το επιχειρηματικό ενδιαφέρον και τολμούν τη φιλόδοξη βιοκλιματική αναβάθμιση δημόσιων χώρων στο κέντρο της πόλης, ενοποιώντας χώρους αστικού πρασίνου.
Αντιθέτως ο χρόνος στην πόλη της Ξάνθης έχει παγώσει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Το μόνο θετικό πρόσημο ήταν οι πρωτοβουλίες επιχειρηματιών με τις επενδύσεις και το ρίσκο τους καθώς και οι δράσεις διάφορων συλλόγων και πολιτιστικών φορέων, που άλλαξαν τόσο την εικόνα της πόλης όσο και την οικονομία της. Η πανδημία ήταν η προσγείωση σε μια σκληρή πραγματικότητα. Η αναβολή τοπικών θεσμών και γιορτών επιτάχυνε μια ουσιαστική συζήτηση για το πόσο τελικά η Ξάνθη πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από αυτά και για το αν χωρίς μια Νέα Ταυτότητα («ΕΜΠΡΟΣ», 26-02-2019) μια πόλη μπορεί να ακολουθήσει και να ανταγωνιστεί ένα περιβάλλον που αλλάζει ταχύτατα.
Την ίδια στιγμή ζούμε καταστάσεις παλιού ελληνικού κινηματογράφου και γινόμαστε θεατές και αναγνώστες μοναδικών εικόνων και «ειδήσεων». Δεν είναι μόνο ότι η σημερινή Διοίκηση είναι ανίκανη να φέρει εις πέρας κάποιο έργο και κάποιο αποτέλεσμα που έχει ανάγκη η πόλη. Είναι και πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στις δικές της υποσχέσεις.
Η οριστικοποίηση ολοκλήρωσης και παράδοσης του κολυμβητηρίου από 6 μήνες έφτασε τα 2 χρόνια, η παράδοση των παιδικών χαρών ενώ πρώτα «ολοκληρώθηκε» πανηγυρικά, στη συνέχεια διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχει η κατάλληλη πιστοποίηση, ενώ το άλλο μεγάλο «στοίχημα», το δημοτικό πάρκινγκ, ακόμα να λειτουργήσει. Έμμισθοι σύμβουλοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους και σωρεία απευθείας αναθέσεων επιδιώκει να καλύψει την ανικανότητα υλοποίησης και να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης. Κανένα σημαντικό έργο – ορόσημο ως βασικός στόχος της τετραετίας.
Αυτό που όμως πραγματικά προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι η εμμονή στην επικοινωνιακή διαχείριση των ρόλων και του «έργου» της περίφημης «ομάδας διοίκησης». Τοπικοί «δημοσιογράφοι» προπαγανδίζουν μόνιμα, αφιλοκερδώς ή μη, υπέρ ανθρώπων που ενδεχομένως ούτε οι ίδιοι για τους εαυτούς τους να το έπρατταν τόσο καλά. Τεχνικές μικρο-παρεμβάσεις που παρουσιάζονται ως «έργα», πλακάκια των οποίων ο καθαρισμός παρουσιάζεται ως άθλος, δράσεις συλλόγων και φορέων που καπηλεύονται από τους διοικούντες. Πληθώρα δημοσίων εμφανίσεων και σχέσεων που έχουν αντικαταστήσει πλήρως το έργο και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να προσφέρουν τα αξιώματα αυτά. Ένας Δήμαρχος ο οποίος άλλοτε εμφανίζεται με φόρμα εργασίας να καθαρίζει και άλλοτε ως επιβλέπων να παρακολουθεί εργασίες, γελοιοποιώντας το λειτούργημα που υπηρετεί.
Η στασιμότητα και η οπισθοδρόμηση σε κρίσιμους τομείς για μια τοπική κοινωνία μπορεί να οδηγήσουν σε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Θα παραμείνουμε στον «πάνω» και «κάτω» μαχαλά του δημάρχου – κοινοτάρχη ή θα επιστρέψουμε στον 21ο αιώνα;
Στέλιος Τσετινές
Πολ. Μηχανικός
Συντονιστής Οργάνωσης «Ξάνθη για Όλους»