Έχω μια μανία με τις νυχτερινές αφίξεις στα αεροδρόμια, μην μου πεις να φθάσω μέρα, το απεχθάνομαι. Φθάσαμε λοιπόν στο αεροδρόμιο Arlanda της Στοκχόλμης κατά τις εντεκάμιση το βράδυ. Τελείως παιδαριωδώς δεν είχαμε κλείσει ξενοδοχείο. Ψάξαμε στο αεροδρόμιο το Hotel Reservation αλλά λόγω Χριστουγέννων εις μάτην. Ψιλοαπελπιστήκαμε αλλά τελικά ένας ευγενικός ταξιτζής μας είπε πως γνώριζε κάποιο σπίτι στην νότια μεριά της Στοκχόλμης που νοίκιαζε δωμάτια. Κόρακας να το πάρει, πάμε σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο.
Στο δρόμο μας ρώτησε από πού είμαστε και φυσικά του το αποκαλύψαμε. Εγώ μας είπε ο ταξιτζής είμαι οδοντίατρος αλλά δεν μπορώ να πάρω άδεια εύκολα στην Σουηδία γι αυτό κάνω τον ταξιτζή μιας και είμαι από την Περσία. Τον είδα πως ανέφερε την πατρίδα του με μια κάποια συστολή. Ύστερα ανέφερε τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, φαινόταν μορφωμένο παιδί με μια εγκράτεια στον λόγο του και την συμπεριφορά του. Μας νικήσατε μας είπε, αλλά και εμείς είχαμε μεγάλον πολιτισμό. Δεν του έφερα αντίρρηση αφού κι εκείνος ήταν ιδιαίτερα κόσμιος.
Φθάσαμε λοιπόν στα νότια της πόλης και μας υποδέχτηκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Σουηδών. Την άλλη ημέρα πιάσαμε κουβέντα και ο κύριος μας είπε πως ήταν εδώ και δέκα χρόνια συνταξιούχος δάσκαλος. Τα πέντε πρώτα χρόνια της σύνταξης μας διευκρίνισε πως έκανε το επάγγελμα του ταξιτζή γιατί του άρεσε να κυκλοφορεί την νύχτα στην παγωμένη Στοκχόλμη.
Την άλλη μέρα, λίγο μετά το μεσημέρι γύρισε το ζευγάρι και μας είπαν πως είχαν πάει στο θέατρο και παρακολούθησαν ένα δράμα του Ντοστογιέφσκι. Φαίνονταν μορφωμένοι και καλοσυνάτοι άνθρωποι. Το ίδιο βράδυ μας κάλεσε ο Δάσκαλος στο γραφείο του για ένα ποτό. Ο χώρος του γραφείου δεν ήταν μεγάλος αλλά ιδιαίτερα συμπαθητικός με όλους τους τοίχους μέχρις επάνω γεμάτους βιβλία.
Ήταν τότε το τέλος του 2003 και πηγαίναμε προς τους Ολυμπιακούς της Αθήνας του 2004. Μας έδειξε πως είχε αρκετές τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, πως είχε στην βιβλιοθήκη του την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Όμηρου και ακόμη τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη. Μας τα έδειχνε με τέτοιον τρόπο που πρόδιδε το μειονεκτικό της θέσης του. Βέβαια αναφέρθηκε και στον δικό τους Αύγουστο Στρίμπεργκ, αλλά και πάλι τα μεγέθη δεν του έβγαιναν, ήταν ελλιποβαρή, έλλειπαν ουσιώδεις τόνοι.
Με ρώτησε πως έβλεπα τους επερχόμενους Ολυμπιακούς αγώνες και άρχισε η κουβέντα να παίρνει τον ανήφορο. Αλήθεια, μου είπε, πόσα μετάλλια θα πάρετε, ένα, δύο; Στην αρχή δεν συνειδητοποίησα το υποτιμητικό της ερώτησης και δεν έδωσα σημασία. Σε λίγο επανήλθε με τον συλλογισμό του αναφέροντας, μπα, δεν νομίζω να πάρετε περισσότερα από δύο μετάλλια.
Εκεί, πήρε στροφές η τσακμακόπετρα και φούντωσε μέχρις απάνω το καμινέτο. Ακούστε κύριε του είπα, εμείς όταν επινοούσαμε τους αγώνες δεν το κάναμε για να συλλέγουμε τσιγκάκια, το κάναμε για να δώσουμε στην ανθρωπότητα, ιδέες ειρήνης, συμφιλίωσης, αλτρουισμού, ευγενούς άμιλλας, δεν το κάναμε για να συλλέγουμε ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Αφού σας δώσαμε τις τεράστιες έννοιες και τα νοήματα της ζωής, δεν χρειάζεται να συλλέξουμε μέταλλα, εμείς δεν έχουμε κατάστημα ειδών κιγκαλερίας, εμείς δεν είμαστε έμποροι αγαθών αλλά διακινητές ιδεών.
Ορίστε, πάρτε άνευ ουδενός κόστους την φιλοσοφία της συνύπαρξης των εθνών και των λαών. Τα τσιγκάκια επινοήθηκαν για εσάς και όλους τους άλλους λαούς της γης, όχι για μας. Το μέταλλο έχει ψυχρή όψη, εμείς αρκούμαστε σε ένα φρέσκο κλαδί ελιάς, σε έναν κότινο. Απολαύστε λοιπόν τα μέταλλα, τα δικαιώματα των διαφημίσεων και τα χιλιοστά των δευτερολέπτων, μην διστάζετε, άλλωστε τσιγκάκια είναι, δεν είναι δα και η Πολιτεία του Πλάτωνα.
Η επόμενη ήταν η προγραμματισμένη ημέρα αναχώρησης.
Φοίβος Ιωσήφ