Ήταν η εποχή που το Σοβιετικό καθεστώς είχε πάρει την κάτω βόλτα και αναθυμίαζε έντονα. Ε, λέω, ας πάμε στην Ρωσία να είμαστε από τους πρώτους που θα πάρουμε τις αντιπροσωπείες. Μια και δυο με τον Ρωσόγλωσσο συνεργάτη μου Αντώνη και αριβάραμε στο Βνούκοβο. Από κει κατ ευθείαν στο ξενοδοχείο Beograde. Μεσημέρι, ένα ωραίο γεύμα με βούτυρο και ψωμί που θύμιζαν τις γνήσιες γεύσεις του 1960.
Την επομένη ξεκινήσαμε από την πρώτη εταιρεία που πουλούσε είδη για την ναυτιλία. Στο γραφείο απέναντί μας κάθισε ένας κύριος καλοκουστουμαρισμένος με γραβατιά παριζιάνικη με τα όλα της. Δίπλα του μια κυρία τριανταπεντάρα που λιποθύμαγε και ο πιο ψύχραιμος. Του ζητήσαμε τα είδη που ψάχναμε για τα πλοία, ναυτικά κλειδιά και συρματόσχοινα. Μας είπε πως δεν ήξερε αν μπορούσε να μας τα προσφέρει και πως θα ρώταγε τα εργοστάσιά τους στα Ουράλια για να μας δώσει τιμές όταν θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα. Φαντάζεστε, επιχείρηση που δεν ήξερε τι πούλαγε. Με κάψαν τα κρεμμύδια. Ύστερα μας έδειξε σε φωτογραφίες κάτι σιδερένιες βάρκες μήκους πέντε μέτρων που ζύγιζαν 10 τόνους η κάθε μία. Το ρώτησα πως θα μπορούσε ένας ερασιτέχνης ψαράς να την μεταφέρει στη θάλασσα με το βάρος που είχαν. Του εξήγησα ότι οι σιδερένιες βάρκες είχαν καταργηθεί στην Ελλάδα πριν τον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Επέμενε πως θα μας τις πούλαγαν σε καλή τιμή. Συνεννόηση υπό του μηδενός.
Μετά πήγαμε σε έναν άλλον οργανισμό για να αγοράσουμε σωλήνες υδρεύσεως. Για να τους εντυπωσιάσω (έτσι μας είχαν συμβουλεύσει), τους είπα πως θα αγοράζαμε ποσότητα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Ωραία μας είπαν, αλλά σήμερα λείπει ο υπεύθυνος υπάλληλος, αν θέλαμε να τηλεφωνούσαμε την επομένη. Εμείς, όχι εκείνοι! Πραγματικά το κάναμε αλλά ο υπεύθυνος είχε πάει στο σπίτι του γιατί αρρώστησε η γυναίκα του. Την μεθεπομένη τους ξανατηλεφωνήσαμε για τα πολλά εκατομμύρια δολάρια αλλά πέσαμε απάνω στο διάλλειμα και ο υπεύθυνος τους είχε πει πως δεν θα ξαναγύριζε την ίδια μέρα. Πολύ κέφι για δουλειά.
Την άλλη ημέρα πήγαμε σε ένα προάστιο της Μόσχας για να συναντήσουμε μία εταιρεία που πουλούσε σκαπτικά είδη, φτυάρια κασμάδες κλπ. Εκεί μας είπαν πως πραγματικά κατασκεύαζαν αυτά τα προϊόντα (δόξα σοι ο Θεός) αλλά δεν ήξεραν τιμές και θα μας τις έστελναν αργότερα ταχυδρομικά. Ουδέποτε λάβαμε κανένα γράμμα. Όταν βγήκαμε στον δρόμο διαπιστώσαμε πως δεν πέρναγε λεωφορείο ή ταξί, φαίνεται πως είχαν σχολάσει. Τηρούσαν πιστά το ωράριο. Ξαφνικά να’ σου μπροστά μας μία τεράστια Βόλγα. Την σταματήσαμε και τον παρακαλέσαμε να μας πάει στο ξενοδοχείο, αλλά αρνήθηκε διότι πήγαινε σε άλλη κατεύθυνση, έτσι έβαλε την πρώτη και απομακρύνθηκε. Λέω τότε στον Αντώνη , φώναξε του πέντε ρούβλια. Πετς Ρουβλ. Αν και είχε κάπως απομακρυνθεί, φρενάρει και καταφθάνει με την όπισθεν. Επιβιβαζόμαστε και αναχωρούμε. Τώρα ήταν το αυτοκίνητο του Μπρέζνιεφ, ήταν του Γκρομύκο δεν το διευκρινίσαμε ποτέ. Πάντως επιστρέψαμε με Υπουργικό κύρος, με την βενζίνη πληρωμένη από τον Ρώσικο λαό. Κουβαρντάς λαός.
Στην Μόσχα μείναμε μία εβδομάδα από εταιρεία σε εταιρεία. Δεν κάναμε δουλειά ούτε ένα δολάριο, το μόνο που διαπιστώσαμε ήταν πως αυτό το υπαλληλικό μπάχαλο κάποιοι επιτήδειοι το ονόμαζαν Αρκούδα. Το μόνο που καταλάβαμε ήταν πως ήταν ένα αθώο, άκακο, τεμπέλικο κακομαθημένο, πάμφτωχο λαγουδάκι. Αυτό θα συνέβαινε και σε μας αν αντιγράφαμε κατά γράμμα το προοδευτικό μοντέλο της καφέ Αρκούδας. Αναμφισβήτητη πρόοδος με την όπισθεν, όπως η κρατική Βόλγα.
Φοίβος Ιωσήφ