Είχαμε φύγει αργά από την Σιγκαπούρη με προορισμό το Τόκυο. Η πτήση όμως είναι μακρινή, σχεδόν ένα εξάωρο, και έτσι φθάσαμε στο Τόκυο λόγο πριν τις 11 το βράδυ. Εκείνη την ώρα είχαν φθάσει και άλλες πτήσεις από την Ευρώπη, τις Φιλιππίνες και την Ινδία. Παρότι οι ελεγκτές διαβατηρίων ήταν περίπου δέκα, η ουρά δεν προχωρούσε γρήγορα. Για κακή μου τύχη είχα διαλέξει τον πιο αργό ελεγκτή. Οι άλλες ουρές προχωρούσαν πολύ πιο γρήγορα από την δική μας. Ο δικός μας ελεγκτής λειτουργούσε μάλλον με ανθρακίτη και ο εκνευρισμός των επιβατών που περίμεναν άρχισε να γίνεται εμφανής.
Μπροστά μου ακριβώς βρισκόταν ένα ψηλός καλοντυμένος κύριος με σκούρα καμπαρτίνα. Περίμενε στωικά αλλά όταν έφθασε στον ελεγκτή και παρέδωσε το διαβατήριό του –διαπίστωσα πως ήταν Άγγλος- του την έριξε με τον πιο ευγενικό τρόπο: do you enjoy your job so much- απολαμβάνετε την δουλειά σας τόσο πολύ; . Ο Ιάπωνας πιθανόν ενθυμούμενος την γέφυρα του ποταμού Kwai, έκανε πως δεν κατάλαβε και συνέχισε απλώς λίγο πιο γρήγορα τον έλεγχο των διαβατηρίων, αφού βέβαια οι υπόλοιπες σειρές είχαν ήδη τελειώσει και οι άλλοι ελεγκτές κουβέντιαζαν ξένοιαστοι μεταξύ τους.
Το αεροδρόμιο Narita απέχει από το Τόκυο περίπου 80 χιλιόμετρα και έτσι έφθασα στο κεντρικότατο ξενοδοχείο Kinza Daitsi λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ακούμπησα τις αποσκευές μου στο δωμάτιο και κατέβηκα εις άγραν διανυκτερεύοντος εστιατορίου. Για καλή μου τύχη, ακριβώς απέναντι είδα ανοιχτό ένα μακαρονάδικο. Τα μακαρόνια στην Ιαπωνία είναι παρεμφερής υποψία των δικών μας ζυμαρικών. Ένα πράγμα που άμα έχεις καλή θέληση μπορεί και να το φας, αν όχι, περιμένεις το πρωί να ανοίξουν τα φαστφουντάδικα. Μπήκα μέσα, κάθισα σε ένα ψηλό σκαμπό μπροστά στον παρασκευαστή των υποτιθεμένων μακαρονιών και παρήγγειλα δύο μερίδες. Η μία μερίδα αναλογεί σε μισόν Έλληνα, ο άλλος μισός μένει νηστικός.
Δίπλα μου ακριβώς καθόταν ένας μεσήλικας, μισομεθυσμένος Ιάπωνας που ανεβοκατέβαζε τις μπύρες σαν σφηνάκια. Γύρισα, τον κοίταξα και κατάλαβα πως αντελήφθη την ματιά μου. Εδώ θα πέσει, εκεί θα πέσει, άντε τώρα θα λουστώ νυχτιάτικά με γιαπωνέζικη μπύρα.
Τελικά την γλύτωσα αφού σταμάτησε το κούνια μπέλα και με ρώτησε ‘’were are you from’’-από πού είσαι; Έκανα το λάθος και του απάντησα πως είμαι από την Ελλάδα. Τεράστιο λάθος. Τότε κινδύνεψα περισσότερο από το μπύρινο λουτρό, γιατί αυτός, αφού με κοίταξε με θαυμασμό μου είπε με στεντόρεια φωνή πως εκείνος ήταν υπάλληλος του Ωνάση για τριάντα ολόκληρα χρόνια! Ξέρεις μου είπε πόσες φορές έφερα το αφεντικό μου από το αεροδρόμιο στην πόλη; Μόνον εμένα ήθελε όταν ερχόταν για τεράστιες μπίζνες στην Ιαπωνία. Μετέφερε μου είπε τα εμπορεύματα από την μισή Ιαπωνία με δικά του καράβια σε όλα τα λιμάνια του κόσμου. Με θυμόταν πάντα με το μικρό μου όνομα, Junji και ζητούσε επίμονα εμένα ως σωφέρ. Τα φιλοδωρήματά του, συνέχισε, ήταν γιγάντια pour boire, όλοι οι συνάδελφοι με φθονούσαν για τις εισπράξεις μου από τον Έλληνα μεγιστάνα.
Παράγγειλε αμέσως μπύρα για μένα, ύστερα δεύτερη και αργότερα τρίτη. Ένοιωθα πως πλημμύριζε από χαρά, πέταγε στον ουρανό, και σε λίγο βγήκε στον δρόμο και φώναζε Ωνάσης-Ωνάσης-Ωνάσης. Είδε κι έπαθε ο μαγαζάτορας να τον τραβήξει πάλι μέσα, πριν έρθει καμιά αστυνομία βραδιάτικα και βρούμε όλοι τον μπελά μας Είχε μεθύσει από την μπύρα, είχε ενθουσιαστεί γιατί θυμήθηκε το παλιό του αφεντικό; Δεν το ξεκαθάρισα. Ύστερα, και αφού ο Junji είχε φύγει, σηκώθηκα και ζήτησα τον λογαριασμό για να πάρω την απάντηση πως ‘’τον λογαριασμό τον πλήρωσε προηγουμένως ο φίλος σας’’.
Μέσα σε μισή ώρα είχα αποκτήσει Ιάπωνα φίλο που μου πλήρωνε και τον λογαριασμό στην άκρη της γης. Τέτοια φήμη έχουν δημιουργήσει τα βρυχώντα λιοντάρια της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας, κι εδώ, με δόλιο τρόπο κατάφεραν να μετατρέψουν τα αισθήματα θαυμασμού σε ένστικτα μίσους. Ναι, έτσι ακριβώς έχουν ενεργήσει οι μαυραγορίτες αρουραίοι του ανθελληνισμού.
Φοίβος Ιωσήφ