Το ερώτημα με αυτό το σκεπτικό, όλως υπόπτως, δεν τέθηκε ποτέ. Αυτό το σκέφθηκαν μόνον οι δολιοφθορείς και οι απατεώνες. Παλιά (παλιά, όχι τώρα, μην ανησυχείτε) ξεκίναγε ο Οδυσσέας και γύριζε όλη την γη, ησυχία δεν είχε. Αμ και κείνος ο Βασιλιάς Μίνωας της Κρήτης, τι παλικαράκι κι αυτό, γέμισε όλον τον πλανήτη κάρβουνο και σιδηρομετάλλευμα, μέχρις και σήμερα τον θυμούνται οι Εγγλέζοι και τα ορυχεία τους τα λένε mines. Θα μου πείτε τρελοί άνθρωποι, τρελοί για δέσιμο. Ε, νέοι ήταν, δεν είχε γεννηθεί ακόμη και ο Μάρξ και κάναν κουτουράδες. Μάλιστα πολλούς από αυτούς τους έφαγαν οι καρχαρίες στον Ατλαντικό ωκεανό και χόρτασαν κι αυτοί μια φορά με νόστιμο κρέας της ξηράς. Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και ο Ελληνικός λαός ξύπνησε επειγόντως.
Σου λέει, που να τρέχω εγώ τώρα στην Αμερική όταν εδώ δημιουργήθηκε η ΔΕΗ με τον ΟΤΕ, που να διακινδυνεύω τώρα εγώ να γίνω εφοπλιστής, κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. Άσε τις βλακείες με τις επιχειρηματικές δημιουργίες και κρατήσου από την κρατική πουρναρόριζα! Λίγο αργότερα εφευρέθηκαν και τα ΤΕΙ, χαράς πανηγύρια και γλεντοκόπια. Καμία ανησυχία για το μεροκάματο βρέξει χιονίσει, αν ήταν και λιακάδα, την έπεφτες στο κοντινότερο γρασίδι. Αν παρ ελπίδα σου έδιναν και καμιά σελίδα να δακτυλογραφήσεις, έκανες πενήντα ηθελημένα λάθη και δεν σε ξαναενοχλούσαν. Έδινες σαφή δείγματα περί του αδαμάστου χαρακτήρα σου και της μονιμότητάς σου. Μελετημένα πράγματα, δεν έκανε ο Εμβέρ Χότζα του κεφαλιού του, τους οργάνωσε καλά πριν αναχωρήσει για τα επουράνια. Από εκεί και πέρα άρχισε να τρέχει ο κρουνός της οδού Φυλής, ασταμάτητη χρυσοφόρα βρύση. Χόρτασαν οι Σαράντα εκκλησιές γραβιέρα και χοιρινό. Πλούτος πραγματικός έτρεχε από τα πόδια των καλλίγραμμων κοριτσιών.
Έτσι το είδαμε κι εμείς και δεν αφήσαμε την ευκαιρία να χαθεί. Βουρ όλοι μέσα, μέχρι που ποδοπατήθηκαν στα κεντρικά της ΔΕΗ στην οδό Χαλκοκονδύλη. Βέβαια, αφήσαμε και μερικούς καθυστερημένους να παριστάνουν τους επιχειρηματίες, δεν ξέρεις καμιά φορά, μπορεί να σου τύχει και καμιά στραβή, άσε να υπάρχει και κανάς χαζός φορολογούμενος. Έτσι τα πράγματα κύλισαν σαράντα ολόκληρα χρόνια, μέχρι που τα παιδιά των διορισμένων μεγάλωσαν, πήραν ένα πτυχίο, πήραν δεύτερο, μερικοί και τρίτο, και τώρα πλέον απολαμβάνουν τους κόπους τους με ένα μέτριο Freddo Espresso από πρώτου όρθρου μέχρι βαθείας νυκτός. Μετά κατακλίνονται μέχρι να διακόψουν τις πλούσιες ονειροδιαδρομές τους με τις γυαλιστερές Porsche τα θορυβώδη κοκόρια με το πρώτο φως του ήλιου.
Στο απώτερο παρελθόν οι Έλληνες ονοματοδοτούσαν κράτη ολόκληρα, ακόμη και ηπείρους, η φλόγα της αναζήτησης και της δημιουργίας δεν έσβηνε ποτέ. Τα τραίνα και τα πλοία μετέφεραν στην αρχή τα νεαρά παιδόπουλα που αργότερα γίνονταν τα ίδια πλοιοκτήτες και βιομήχανοι, τραπεζίτες και γαιοκτήμονες, χοντρέμποροι και διαβολεμένοι επιχειρηματίες. Κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει, και βρέθηκαν οι κατάλληλοι. Οι εμπνευστές της ταπεινότητας και της ισότητας, και γίναμε όχι ίσοι, αλλά κατώτεροι από τους Τουρκομάνους και τους Τσέτιδες, γίναμε προσκυνημένοι και άβουλοι.
Η ίδια μέθοδος εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε ξανά τον Αριστοτέλη και τον Σοφοκλή; Η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να αισιοδοξώ, μόνον ελαφρώς να ελπίζω μπορώ. Πολύ ελαφρώς!
Φοίβος Ιωσήφ