Αναμνήσεις ενός Ξανθιώτη από σημεία της πόλης
Η πολυπολιτισμική πλατεία Αντίκα τότε και τα πρώτα κάλαντα του τρίου Νικ, της γαλλίδας Σάλη και του Λένιν
“Μπαλίκ Παζάρ”, έτσι λέγανε την εποχή εκείνη την σημερινή πλατεία Αντίκα. Φυσικά και δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Δεν υπήρχε δίκτυο ομβρίων να απορροφά κάποια ποσότητα από τα βρόχινα νερά. Οι δρόμοι, κάποιες καμπύλες και κάποιες κλίσεις στα πλακόστρωτά τους οδηγούσαν τα νερά στις άκρες ή στη μέση ανάλογα με τη φορά του δρόμου και όταν έβρεχε τα νερά που από το βουνό μέχρι το Μπαλίκ Παζάρ μαζευόντουσαν, δύο ήταν τα χαρακτηριστικά τους πάρα πολλά και πολύ γρήγορα. Συνήθως παγωμένα και θολά. Έτσι και έπεφτε κανένα παιδάκι, έτρεχαν οι γονείς και οι φίλοι να το προλάβουν διαφορετικά αν δεν έτρεχαν θα το έχαναν.
Μια φορά που έπεσε η Τσατσά Βάσω εκεί στην αρχή της πλατείας, αν και ήταν καμιά εκατόν πενηνταριά κιλά, με το ζόρι την πρόλαβαν πριν το νερό τη χώσει κάτω από τη γέφυρα που ήταν στα βόρεια της ΔΕΗ και έβγαινε από την άλλη μεριά στο ρέμα που δίπλα από το Πανεπιστήμιο περνούσε τότε και χύνονταν στο κάτω μέρος της πισίνας. Φυσικά δεν υπήρχε τότε το ντουβάρι της δυτικής πλευράς της πλατείας και καμιά δεκαριά παραγκούλες ήταν γεμάτες με πολλές και διάφορες πραμάτειες.
Αυτές παλιά ήταν οι παράγκες που πούλαγαν τα ψάρια και που απ’ αυτή τη δραστηριότητα το μέρος αυτό ονομάστηκε ΜΠΑΛΙΚ ΠΑΖΑΡ, δηλαδή “Αγορά Ψαριών”. Από τότε όμως που ο Βενιζέλος προίκισε την Ξάνθη με την ομορφότερη και σύγχρονη για την εποχή Δημοτική Αγορά τα ψάρια, τα κρέατα, τα λαχανικά και πολλά άλλα τρόφιμα μπήκαν σε εκείνο τον χώρο.
Στο Μπαλίκ Παζάρ πουλούσαν κάρβουνα, χόρτα, διάφορα άλλα εμπορεύματα και μόνο επάνω – επάνω είχε ένα καφενέ, απέναντι από του Σκουλούδη το φούρνο που κάποτε έγινε έδρα της Ασφάλειας, σήμερα Ψωμί και Σοκολάτα και ποιος ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον.
Στο κάτω μέρος από την δυτική πλευρά σχεδόν απέναντι από τη στροφή που στρίβει προς την ΔΕΗ ήταν το Ζαχαροπλαστείο του Ανέστη. Βρισκόταν μέχρι που μετακόμισε απέναντι και σήμερα δεν υπάρχει ως ζαχαροπλαστείο.
Πιτσιρικάδες εμείς περνούσαμε κάθε πρωί για το Γυμνάσιο Αρρένων που βρισκόταν βόρεια από το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο. Κάθε πρωί τρέχαν τα σάλια μας βλέποντας τα ωραιότατα κορνέ με μπόλικη κρέμα του Ανέστη, τους μπαμπάδες, τις τουλούμπες, τα ροξ και όλα τα άλλα που με τίποτα εμείς τα φτωχαδάκια δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε.
Πάντως το Μπαλίκ Παζάρ υπήρξε νομίζω σημείο αναφοράς. Δεν θυμάμαι άλλη πλατεία την εποχή εκείνη, εκτός από την πλατεία Μητροπόλεως και την Κεντρική .
Η πλατεία Ελευθερίας, ήταν μια διασταύρωση ρεμάτων και δρόμων όπου δεκάδες κάρα παρκάριζαν περιμένοντας το αγόϊ και που ανατολικά από κει που άρχιζε η οδός Μπρωκούμη, υπήρχαν μερικά χορταράδικα και μια κορδέλα με πελώριους κορμούς ξύλων, του Τουρατζή.
Από την Δυτική πλευρά εκεί που ακριβώς σήμερα στήνεται η εξέδρα των επισήμων για να παρακολουθήσουν την παρέλαση υπήρχαν παράγκες που πουλούσαν αλλαντικά. Ας ξαναπάμε πάλι στην πλατεία Μπαλίκ Παζάρ. Ένα απωθημένο που έχω από παιδάκι είναι να μπορέσει να γυρίσει πίσω ο χρόνος και να αγοράσω ένα κορνέ από τα κορνέ του Ανέστη Κεσκινίδη ή και ό,τι άλλο αν δεν είχε κορνέ, είχε το ζαχαροπλαστείο . Το δεύτερο απωθημένο ήταν αυτά τα αλλαντοπωλεία. Όταν περνούσες απ’ έξω λιγοθυμούσες από την όψη και την μυρουδιά του κάθε είδους αλλαντικού, και ιδίως εκείνου του κερατά του παστουρμά. Κονιαλίδες και Καππαδόκες οι περισσότεροι ήταν μάστορες στο είδος. Στη γωνιά είχε ένα καφεκοπτείο. Ο λόγος που όταν με έστελναν να πάρω καφέ οι γονείς μου ψώνιζα από αυτό, ήταν να ρίξω μια ματιά και να πάρω μια μυρουδιά από τα παραδίπλα αλλαντικά.
Η πλατεία Διοικητηρίου σήμερα ήταν τότε μια απέραντη χωράφα που την λέγαμε “κρεμμυδότοπο” γιατί όλο κάποιος την έσπερνε με κρεμμύδια. Στις άκρες κάτι πελώρια γκαράζ, εκεί που είναι σήμερα το Διοικητήριο διόρθωναν φορτηγά και λεωφορεία. Και όταν έπιανε κανένας καλός αέρας οι αυτοκινητιστές ψάχναν να βρουν τα αυτοκίνητα και οι γκαραζιέριδες τα γκαράζ. Ένα ρέμα σαν ποτάμι που ερχόταν από την Μεσολογγίου συναντιόταν με την 4ης Οκτωβρίου τον δρόμο που πάει για τη Σταυρούπολη, περνούσε μέσα από τον κρεμμυδότοπο και κάπου ανάμεσα στο ΙΚΑ και το Πνευματικό Κέντρο μπουκάριζε από το κάτω μέρος της Δημοτικής Αγοράς, όπου υπήρχαν μερικά γεφύρια για να περνάει ο κόσμος.
Περιγράφω μερικές καταστάσεις γιατί τις αλλαγές δεν τις ορίζει μόνο ο εκσυγχρονισμός των δρόμων και των κτιρίων. Υπάρχουν κομμάτια από τις ζωές μας, αν δεν τα θυμηθείς να τα ξαναπεριγράψεις θα πάνε αδιάβαστα και δεν θα τα θυμάται κανείς.
Επεισόδια, καταστάσεις, περιγραφές και λεπτομέρειες που ήταν καθημερινές δεν ξέρω αν ξαναγράφουν την ιστορία, αλλά σίγουρα την φωτίζουν. Κάποτε που βρήκαμε τα λεφτά να αγοράσουμε ένα κορνέ με τον φίλο μου τον Γιώργο τον Τριανταφυλλίδη, βοηθώντας στο παζάρι την οικογένεια του, όταν τελειώσαμε πήγαμε στο Ζαχαροπλαστείο για να αγοράσουμε ένα κορνέ και οι δύο.
Στο μαγαζί γινόταν ένας ψιλοκαυγάς. Μια κυρία από το Κουζλάρ (Πηγάδια) είχε φέρει μέσα σε ένα τέντζερι ένα κεφάλι βούτυρο κανά δυο οκάδες. Φυσικά σκεπασμένο με το καπάκι του τέντζερι. Ο υπεύθυνος ήλεγξε την ποιότητα του βούτυρου οπτικώς και αφού ικανοποιήθηκε με ένα μαχαίρι έκοψε ένα μικρό κομμάτι και αφού το τοποθέτησε επάνω σε μια βούκα ψωμί, το γεύτηκε για να σχηματίσει πλήρη εικόνα για την ποιότητα. Έβαλε το βούτυρο επάνω σε μια λαδόκολα, έκανε τον λογαριασμό και η κυρία παραγωγός του βούτυρου, άρχισε να σκυλοβρίζει τον υπεύθυνο ότι κατακλέβει τον κόσμο γιατί δεν υπολόγισε και αυτό το βούτυρο που έβαλε στη βουκιά. Τελικά οι παριστάμενοι έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους και το συμβάν έληξε αισίως.
Η δυσπιστία στην προκειμένη περίπτωση ήταν η αιτία της παρεξήγησης.
Εμείς αφού παρακαλέσαμε τον κυρ Ανέστη να μας κόψει στη μέση το κορνέ, το πήραμε και φύγαμε χωρίς παρεξήγηση αν και ήταν η πρώτη μας συνεταιρική δουλειά τα πήγαμε καλά.
Το Μπαλίκ Παζάρ είχε μια δικιά του προσωπικότητα. Ήταν μια αγορά που πολλοί την θεωρούσαν φθηνή, ίσως γιατί τα μαγαζιά, όλα τα μαγαζιά είχαν τα χάλια τους, αλλά εκεί ήταν ένα παραπάνω και όπως την έβλεπες την εκτιμούσες κάπως, αλλιώς θαρρείς και είχε και μια δικιά της κουλτούρα. Ξεχωρίζεις τον Τούρκο, τον Αρμένη, τον Βούλγαρο, τον Πομάκο, τον Γύφτο.
Στην άλλη αγορά υπήρχε ομογενοποίηση. Το κάθε επάγγελμα και οι μαγαζάτορες του, ήταν κάτι σχεδόν το ίδιο. Εμείς προτιμούσαμε όταν σχολάγαμε από το Γυμνάσιο να πηγαίνουμε από την πλατεία και κάθε μέρα υποσυνείδητα βλέπαμε αυτή τη διαφορά.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση στα πρώτα κάλαντα που είπα στην Ξάνθη στο Μπαλίκ Παζάρ μας συνέδραμαν όλοι. Όλοι στο φαναράκι που κρατούσαμε έριχναν κάτι ανεξαρτήτως καταγωγής.
Στην άλλη πόλη θα έπρεπε να σε γνωρίζει ακόμα και για να δεχθεί να του πεις τα κάλαντα. Εγώ για πρώτη φορά απογοητεύτηκα. Δεν ξέρω τι έφταιγε. Ίσως να έφταιγαν τα σόνικα κάλαντα που εγώ και η παρέα μου λέγαμε. Αλλά το ίδιο παράπονο είχαν και όσοι έλεγαν τα κλασικά.
Ξέρω ότι αναρωτιέστε για το τι κάλαντα έλεγα. Εγώ δεν είμαι κρυψίνους. Θα σας τα πω όλα για να κρίνετε και μένα και την εποχή και τους άλλους.
Εγώ από βραδύς της προηγούμενης μέρας από την ημέρα που θα λέγαμε τα κάλαντα είχα μάθει τα κάλαντα που οι γονείς μου έφεραν από την Σμύρνη και που όλοι τραγουδούσαν. Ένα πανέμορφο φαναράκι ήταν έτοιμο για εξόρμηση. Η παρέα μου όμως τα ξαδέλφια μου, ειδοποίησαν ότι με τα άλλα ξαδέλφια τους θα πήγαιναν να τα πουν.
Πήρα το φαναράκι μου, τρίγωνα και διάφορα άλλα δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη και βγήκα στο δρόμο. Από την ανοιχτή πόρτα είδα την θεία Συρματένια να κάθεται σε μια καρέκλα και ως συνήθως να καπνίζει. Φαίνεται η θεία, θείες τότε λέγαμε όλες τις κυρίες, με ψυχολόγισε. Μάντεψε το ψυχολογικό μου στραπάτσο και με φώναξε για να δει τι έχω. Η θεία Συρματένια ήταν μια πολύ καλή θεία, η καταγωγή της ήταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης, δούλευε στην κρατική εταιρία τσιγάρων της εποχής εκείνης που στεγαζόταν στην οδό Ικονίου, όπως ερχόμαστε από την Αγροτική Τράπεζα δεξιά, πριν τη διασταύρωση με την Πλάτωνος. Δεν ξέρω από την δουλειά της αν της έμεινε και το μερακλίκι για το τσιγάρο.
Ήταν αγράμματη, αλλά κοινωνικά πολύ μορφωμένη, συνδικαλίστρια από τις λίγες. Κάθε μέρα κάποιος χωροφύλακας της έφερνε χαρτί και ο τρόπος και η ευχέρεια με την οποία μιλούσε με τους χωροφύλακες μου έκανε εντύπωση γιατί τότε κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει σε χωροφύλακα. Ο άντρας της, ο κυρ Νικόλας, αρτεργάτης με πολύ λίγα λόγια ήταν ένας άνθρωπος του Θεού όπως θα λέγαμε τα χρόνια εκείνα. Πανύψηλος, η θεία η Συρματένια άντε – άντε να έφθανε μέχρι τη ζώνη του αλλά και οι δυο τους συνειδητοποιημένοι συνδικαλιστές αριστεροί και διαμαρτυρόμενοι.
Η θεία Συρματένια δεν ήταν εγγράματη. Το κοινωνικό όμως λεξικό το έπαιζε στα δάχτυλα. Το λέω αυτό με τα λόγου γνώσεως γιατί ότι έντυπο ερχόταν από το κόμμα ή το σωματείο, αλλά και κανένα περιοδικό το διάβαζα εγώ στην κυρία Συρματένια. Το ξαναδιάβαζα μάλιστα και στον κυρ Νικόλα γιατί και αυτός δεν είχε καλή σχέση με το διάβασμα.
Μόλις άρχισα να λέω το πρόβλημά μου στη θεία Συρματένια, στην πόρτα της στάθηκε η Σαλιέ. Ήταν μια συνομήλικη πομακούδα γειτονοπούλα που και αυτή έψαχνε παρέα για να πει τα κάλαντα. Μπήκε και αυτή μέσα, της έδωκε και αυτινής κάτι για να τρώει και να μην κάθεται. Η θεία Συρματένια και εγώ της είπαμε την ιστορία μου, ότι τα ξαδέλφια μου, δεν θα έρχονταν και μόνος μου με το φανάρι, πού θα πήγαινα. Η Σαλιέ άρπαξε την ευκαιρία και μου είπε ότι και αυτή δεν είχε παρέα και να τα λέγαμε μαζί.
Τσατίστηκα και της είπα ότι τα κάλαντα θέλουν μέρες για να τα μάθεις και δεν είναι όπως πριν μερικές μέρες πήραμε από ένα μαντήλι μάθαμε και το “Μπαϊράμ Μπουμπαρέκ Ολσουν” και γεμίσαμε τον τόπο με λεμπλεμπούδες, στραγάλια και καμπά σεκέρ και ότι άλλο μας έδιναν.
Η κυρά Συρματένια στοχάστηκε τον προβληματισμό μας και επεμβαίνει. Μη στενοχωριέστε μας λέει, θα σας μάθω εγώ κάτι καινούργια μικρά κάλαντα που θα τα μάθετε αμέσως και θα βγείτε να τα πείτε. Τόσο εγώ όσο και η πομάκα συντρόφισσα κατ’ αρχάς συμφωνήσαμε.
Η Κυρά Συρματένια άρχισε να μαθαίνει τα καινούργια κάλαντα.
Καλήν ημέρα άρχοντες
και αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία Γέννηση
να πω στο αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερα
με μέλι και με γάλα
Το γάλα τρων οι άρχοντες
το μέλι οι αφεντάδες
και μεις οι άλλοι οι φτωχοί
ήμαστε μπομποτάδες.
Ενθουσιαστήκαμε. Σχεδόν αμέσως τα μάθαμε. Έπρεπε όμως να βρούμε ακόμα κάποιον να δυναμώσει η παρέα γιατί κάποια άλλα κακά παιδιά αν έβλεπαν δύο θα μας έκλεβαν τα λεφτά.
Ξαφνικά η Σαλιέ ρώτησε. Αν με ρωτήσουν εμένα πως με λένε, τι θα πω; Σάλη της είπε η κυρά Συρματένια. Από τότε αυτό το όνομα τη συνοδεύει μέχρι σήμερα. Ακόμα και μέχρι σήμερα που είναι παντρεμένη με γερμανό Προτεστάντη τον Γιάνγκ φέρει αυτό το όνομα, Σάλη. Εσένα θα σε πούμε Νικ μου είπε η θεία Συρματένια. Θα βρούμε και ακόμα ένα Αρμένη ή ρωσοπόντιο και θα τον βγάλουμε Λένιν.
Στο καπάκι ο Ισαάκ Κυριακίδης “ρώσος” τον έλεγαν γιατί πριν κανένα μήνα είχε έρθει η οικογένειά του από την Ρωσία, συμπλήρωσε το τρίο της παρέας.
Ο Νικ, η Σάλη η γαλλίδα και ο μόνος ορίτζιναλ ο νυν Λένιν και προηγούμενα Ισαάκ, σχηματίσαμε την πρώτη Ιντερνάσιοναλ παρέα για να πούμε τα κάλαντα. Τα μάθαμε γρήγορα. Τα φωνάζαμε δυνατά. Πήγαμε στο Μπαλίκ Παζάρ και μας αποθέωσαν. Όλες οι εθνότητες μας συνέδραμαν. Πήραμε θάρρος και κατεβήκαμε μέχρι την Κεντρική Πλατεία. Δεν πήγαμε άσχημα, όχι όμως όπως το δοξασμένο Μπαλίκ Παζάρ.