«… έργο μικρό και μεγάλο δεν υπάρχει, κι ένα χαλίκι ν’ αρμολοήσεις σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο είναι σα να στερεώνεις τον κόσμο να μην πέσει· είναι σαν να στερεώνεις την ψυχή σου να μην πέσει»
Νίκος Καζαντζάκης
Πόσο δύσκολο είναι να περάσεις μια καραντίνα για δεύτερη φορά; Πόσο δύσκολο να αναμετράσαι με τον εαυτό σου και τους γύρω σου; Να προσπαθείς να βρεις το άθροισμα ή τη διαφορά;
Το δύσκολο τελειώνει εύκολα. Αλλά το τέλος αυτό μπορεί να αμφίσημο. Μπορεί να τελειώνει με τον καθένα μας να έχει γίνει ένα ακόμα κομμάτι της μάζας, αποχαυνωμένο σε κάθε λογής αδερφό, μικρό ή μεγάλο, και με μνήμη ψαριού, χωρίς όνειρα και θέλω.
Εναλλακτικά, το τέλος μπορεί να περιλαμβάνει νέα γνώση, πείσμα και ακόμα μεγαλύτερα θέλω και ευθύνη. Ευθύνη για ό,τι λέμε ή δε λέμε, κάνουμε ή δεν κάνουμε, ονειρευόμαστε ή δεν ονειρευόμαστε. Ευθύνη για όσα αφήνουμε παρακαταθήκη στα παιδιά μας, όχι υλική παρακαταθήκη αλλά την άλλη, την άυλη, την ηθική, την πνευματική.
Το πνεύμα τελειώνει εύκολα. Όταν κανείς δε μιλάει γι’ αυτό, όταν όλοι το υποτιμούν και το υποβιβάζουν, όταν το πιο έξυπνο που μπορούμε να πούμε είναι «καλά πόσα … φτηνοί είμαστε;».
Το πνεύμα τελειώνει εύκολα. Εναλλακτικά, το πνεύμα καταλήγει, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, έχοντας κατακτήσει ένα κομμάτι της αγιότητάς του. Έχοντας αναπροσδιορίσει τον τίτλο του, έχοντας φωτίσει, για όσους έρχονται μετά απ’ αυτό, την άγια ευθύνη του.
Μπορεί να μη φαίνονται τα τελευταία αυτά λόγια τόσο ελκυστικά όσο το να γεμίσει κανείς εφήμερα το στομάχι και το κεφάλι του με άνοστα και ανούσια καλαμπούρια. Τουλάχιστον όμως μπορεί να είναι περήφανος ότι έχει ταρακουνήσει και συγκινήσει ό,τι πιο όμορφο και ερωτικό υπάρχει στον κόσμο, την ψυχή ενός ανθρώπου. Κι αυτή υπάρχει – και μπορεί επίσης να άρχει – όχι σε κάποιον φανταστικό κόσμο αλλά στον πραγματικό, τον υλικό.
«Μπας και δεν υπάρχει κορμί, συλλογίζουμουν στα ονείρατά μου, παρά μονάχα ψυχή; Μονάχα την ψυχή που μπορούμε ν’ αγγίξουμε και να δούμε τη λέμε σώμα» (Νίκος Καζαντζάκης).
Το δύσκολο τελειώνει εύκολα. Η φράση βγήκε από το στόμα ενός εξάχρονου παιδιού, που δυσανασχέτησε αρχικά από την ευθύνη που ανέλαβε να μαζέψει τα πιάτα του μεσημεριανού φαγητού. Τελικά όμως βρήκε τον δικό του τρόπο να το χειριστεί, να το φέρει στα μέτρα του και τελικά να γίνει πιο σοφό μέσα από την ανάληψη της ευθύνης.
Μπόρεσε επίσης να μας κάνει κι εμάς να θυμηθούμε, να αναλογιστούμε τον εθνικό μας ποιητή, Διονύσιο Σολωμό, να μας διαβεβαιώνει:
«Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν, και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι σαν στητή, μένει η ψυχή κι ολόρθη».
Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός