Με αφορμή δημοσίευμα στο in.gr, το οποίο αναφέρει ότι οι ΜΕΘ στη Θεσσαλία έχουν γεμίσει, με τους ιατρούς να αναγκάζονται να επιλέγουν ποιος θα εισαχθεί σε αυτές και ποιος όχι, αλλά και αντίστοιχη ανακοίνωση της Ελβετικής Εταιρείας Εντατικολόγων, με την οποία ενημέρωσε τους πολίτες ότι οι ΜΕΘ του Ελβετικού Συστήματος Υγείας είναι κατειλημμένες και τους προέτρεψε στο να συντάξουν έγγραφο μέσω του οποίου θα δηλώνουν με ποιον τρόπο θέλουν να αντιμετωπισθεί από το ιατρικό προσωπικό η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους σε περίπτωση που εισαχθούν με συμπτώματα covid-19, γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ ένα ενδιαφέρον τμήμα της ιατρικής επιστήμης που καλείται ως «ιατρική των καταστροφών» και ασχολείται με «την αναγνώριση και την ιατρική αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών με πολυάριθμα θύματα μετά από φυσικές ή ανθρωπογενείς μαζικές καταστροφές».
Ως «καταστροφή», νοείται, η κατάσταση κατά την οποία σε μικρό χρονικό διάστημα προκύπτει μεγάλος αριθμός θυμάτων σε σχέση με τις τρέχουσες δυνατότητες ενός συστήματος να τα περιθάλψει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων είναι τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη μουσική σκηνή Μπατακλάν στο Παρίσι, στο μετρό και το αεροδρόμιο των Βρυξελλών, η έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ, το περιστατικό του Νορβηγού μακελάρη Μπρέιβικ, αλλά και οι πανδημίες, όπως αυτή που ζούμε σήμερα, με τις τόσο δραματικές συνέπειες από την επέλαση του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της «ιατρικής των καταστροφών», οι γιατροί που θα βρεθούν στο σημείο της καταστροφής, οφείλουν:
α) να εκτιμήσουν την κατάσταση, δηλαδή το είδος του συμβάντος, τον αριθμό των θυμάτων και τη βαρύτητα των κακώσεών τους,
β) να προβούν σε αναγνώριση των κακώσεων, να εκτιμηθούν δηλαδή τα ιατρικά προβλήματα των θυμάτων,
γ) να προβούν σε διαλογή των θυμάτων,
δ) να προχωρήσουν στην αντιμετώπιση των κακώσεων των θυμάτων και
ε) να γίνει διακομιδή, δηλαδή η μεταφορά των θυμάτων στον κοντινότερο και καταλληλότερο υγειονομικό σχηματισμό με το ταχύτερο και ασφαλέστερο μέσο.
Το βασικό ζήτημα που τίθεται, με βάση τα παραπάνω, είναι τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους ιατρούς για τον εντοπισμό των ασθενών που χρήζουν άμεσης παροχής των ιατρικών τους υπηρεσιών. Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, έχει αναπτυχθεί έντονος προβληματισμός για τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια για να προβεί ο ιατρός στην επιλογή των θυμάτων που χρειάζονται άμεση βοήθεια κι επομένως στις αντίστοιχες ιατρικές πράξεις που πρέπει να γίνουν. Για παράδειγμα, έχει προταθεί το ηλικιακό κριτήριο, δηλαδή θα πρέπει ο ιατρός να σώσει το νεότερο ηλικιακά άτομο. Η θεωρία αυτή πάσχει, δεδομένου ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής δε φθίνει με το πέρασμα των χρόνων, πέραν του ότι – και από συνταγματικής απόψεως είναι ανεπίτρεπτες τέτοιου είδους σταθμίσεις της ανθρώπινης ζωής. Ένα άλλο κριτήριο είναι αυτό του ρόλου που επιτελούν στην κοινωνία τα θύματα που κινδυνεύουν. Δηλαδή, να προτιμάται η σωτηρία μια μητέρας από μια γυναίκα χωρίς παιδιά ή η σωτηρία ενός καθηγητή πανεπιστημίου από αυτή ενός αστέγου. Όμως, και αυτό το κριτήριο, παρουσιάζοντας έναν (κακώς νοούμενο) ωφελιμιστικό χαρακτήρα, έρχεται σε αντίθεση με συνταγματικές διατάξεις, όπως αυτή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1, 2 Σ), της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β Σ) και σε κάθε περίπτωση της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 Σ). Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί να τύχει εφαρμογής το κριτήριο που υιοθετείται από το νόμο «της δωρεάς και μεταμοσχεύσεως οργάνων» (Ν. 3984/2011), ήτοι η αρχή prior tempore potior jure («πρότερος κατά χρόνον ισχυρότερος κατά δικαίωμα»). Η εφαρμογή, όμως, του εν λόγω κριτηρίου θα οδηγούσε στο παράδοξο «να παρέχεται κατά προτεραιότητα ιατρική φροντίδα σε ασθενή του οποίου η κατάσταση της υγείας του επιτρέπει την αναβολή, επειδή είχε απλώς την «τύχη» να εντοπισθεί νωρίτερα από τις ομάδες διάσωσης, σε σχέση με άλλον βαρύτερα τραυματισμένο.
Με δεδομένα τα μειονεκτήματα των παραπάνω κριτηρίων, κρατούσα φαίνεται να είναι η άποψη ότι ορθότερο κριτήριο, του οποίου η εφαρμογή προτάσσεται, είναι αυτό του συνδυασμού της δυνατότητας διάσωσης με την επικινδυνότητα της κατάστασης των θυμάτων, το οποίο είναι γνωστό ως «triage». Η Άγκυ Σπ. Λιούρδη, Επίκουρη Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, σε σχετική μελέτη της με τίτλο «Ποινική ευθύνη των ιατρών στην Ιατρική των Καταστροφών – Με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού», αναφέρει πώς «βασικός στόχος του «διαχωρισμού» («Triage») είναι η επιβίωση των κατά το δυνατόν περισσοτέρων ανθρώπων και όχι απλώς η επέμβαση σε όσο το δυνατόν περισσότερα περιστατικά». Στόχος, δηλαδή, πρέπει να είναι «η διασφάλιση της «επιβίωσης» των βαρέων περιστατικών – ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο ζωής – και στη συνέχεια η παροχή βοήθειας σε άτομα με σαφώς ελαφρότερες σωματικές βλάβες». Προς το σκοπό αυτό, υποστηρίζεται ότι πρέπει ο ιατρός να εστιάζει στις περιπτώσεις των ιδιαίτερα βαρέων τραυμάτων, όταν αυτά δεν έχουν προοπτική βελτίωσης – τουλάχιστον όχι στον τόπο της καταστροφής ή του ατυχήματος. Και αυτό διότι πρωταρχικός στόχος του «διαχωρισμού» είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης σύμφωνα με τις αρχές: α) η διάσωση της ζωής προηγείται της διάσωσης του άκρου και β) προτεραιότητα αντιμετώπισης έχουν οι περιπτώσεις ασφυξίας και μεγάλης αιμορραγίας. Για να εφαρμοστούν τα ανωτέρω πρέπει να οριοθετείται η περιοχή γύρω από το συμβάν σε τρεις ζώνες: α) τη ζώνη κινδύνου, β) τη ζώνη ελέγχου – «διαχωρισμού» και γ) τη ζώνη πρόσβασης, με σκοπό να εκμηδενιστεί η πιθανότητα να μη γίνουν αντιληπτά ορισμένα θύματα λόγω της μεγάλης έκτασης της καταστροφής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν τον «διαχωρισμό» (Triage) δεν έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο νομοθέτημα, αλλά σε διακηρύξεις του Παγκοσμίου Ιατρικού Συνδέσμου και εν γένει εντοπίζονται στους Κώδικες Δεοντολογίας των Ιατρικών Συλλόγων των περισσοτέρων χωρών, χωρίς όμως να έχουν δεσμευτική νομική ισχύ. Σχετική ρύθμιση στη χώρα μας προβλέπεται στα άρθρο 9 παρ. 5 και 15 ΚΙΔ. Ειδικότερα, στην τελευταία διάταξη, απαριθμούνται οι παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμήσει ο ιατρός όταν περιέρχεται σε κατάσταση συγκρούσεως καθηκόντων, οι οποίοι είναι αρχικά η ιατρική επιστημονική γνώση, η σύγκριση των εννόμων αγαθών, ο απόλυτος σεβασμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τέλος, η συνείδηση του ιατρού ότι επιτελεί λειτούργημα. Από την άλλη, οι νομικά σημαντικοί κανόνες, είναι η σύγκριση των διακυβευομένων εννόμων αγαθών, καθώς και ο απόλυτος σεβασμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και συνταγματικά κατοχυρωμένα. Περιθώριο για στάθμιση και κατανομή των θυμάτων σε επίπεδα προτεραιοτήτων επιτρέπει μόνο η σύγκριση των εννόμων αγαθών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Ωστόσο, όταν όλα τα θύματα διατρέχουν κίνδυνο ζωής, τότε δεν τίθεται θέμα αξιολογικής στάθμισης διαφορετικών εννόμων αγαθών. Στις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός βρίσκεται σε αδιέξοδο και στο στάδιο αυτό κατευθυντήριο ρόλο μπορούν να έχουν μόνο οι ήδη διατυπωμένες, από την ιατρική επιστήμη, αρχές του «διαχωρισμού» (Triage).
Ακολούθως, το να καταφύγει ο ιατρός στην επιλογή του «triage» σημαίνει ότι το σύστημα υγείας έχει καταρρεύσει και ένα σύστημα υγείας καταρρέει (και) όταν τα μέσα πρόληψης και περιορισμού της διασποράς του ιού έχουν αποτύχει, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι πολίτες να νοσούν και να χρήζουν άμεσης ιατρικής περίθαλψης και δη εισαγωγής στις ΜΕΘ. Τα δε μέτρα πρόληψης, συνοδεύονται με τον αντίστοιχο νομικό μανδύα, ήτοι με την μορφή μίας κανονιστικής πράξης, ώστε να διασφαλισθούν τόσο η αποδοχή τους, όσο και η υιοθέτησή τους από τους πολίτες ένεκα του στοιχείου του εξαναγκασμού και της επέλευσης κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η πηγή του προβλήματος και της πίεσης που ασκείται στο ΕΣΥ αυτή την περίοδο. Όμως, το ερώτημα για ποιο λόγο τα μέτρα τελικώς δεν έγιναν αποδεκτά και δεν υιοθετήθηκαν από τα κοινωνικά υποκείμενα, είναι καλύτερο να απαντηθεί από τον καθένα μας ξεχωριστά, επί τη βάσει του πώς αντιλαμβάνεται έκαστος από εμάς το ρόλο του ως κοινωνικό υποκείμενο και του πώς οριοθετεί και οροθετεί το στοιχείο της ατομικής του κοινωνικής υπευθυνότητας.
Ειρήνη Πυρνάρη
Δικηγόρος