Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Παππούς από δρυ

Παππούς από δρυ

0

«Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο»
Οδυσσέας Ελύτης

 Ένα σκέπασμα, που αγόρασε ως προίκα για τις εγγονές του, και μια βελόνα μπουρλιάσματος, που γλίτωσε από την προσπάθεια να πεταχτεί ό,τι ήταν πια περιττό όταν έπαψε η οικογένεια να τυραννιέται με τα καπνά, είναι ό,τι βρίσκεται σήμερα, 80 χρόνια από το 1940, στο σπίτι της ως ενθύμιο από τον έναν παππού.

Από τον άλλο παππού, που δεν γνώρισε ποτέ, μερικά μεταλλικά κουδούνια και εργαλεία, που φτιάχτηκαν από τα χέρια του, της θυμίζουν το επίθετό του, επινοημένου από τον ήχο του μετάλλου που προσπαθούσε να τιθασεύσει (τοκ τοκ…). Κυρίως όμως της θυμίζουν τον κόπο, τη γνώση των παλιών και την οικογενειακή ιστορία που χάνεται προς τα πίσω. Προς τα πίσω όχι σε ένα απρόσωπο παρελθόν αλλά σε γενεές δεκατέσσερις κι ακόμα περισσότερες.

Όλες αυτές τις γενιές, με τις αρετές, τις αντιθέσεις και τα λάθη τους, τις κουβαλάμε μέσα μας, θέλοντας και μη. Είναι στο χέρι μας να κρατηθούμε απ’ τη σοφία, να αφήσουμε στην άκρη ό,τι δεν χρειάζεται πια και ν’ ακούσουμε έναν παππού από δρυ.

Οι αφηγήσεις του ήταν πολύ συχνά για τον πόλεμο του ’40 που έζησε ως νέο παλικάρι. Περίπου 25 χρονών τότε και παίρνει τον δρόμο για το πολεμικό μέτωπο, για το άγνωστο. Ακόμα κι ο δρόμος όμως είναι γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες. Κατά τη διάσχιση ενός ορμητικού ποταμού από μια υποτυπώδη γέφυρα, ο νέος πέφτει μέσα.

Προερχόμενος από ορεινό χωριό και μην ξέροντας κολύμπι, είναι καταδικασμένος να τελειώσει το προσωπικό του έπος άδοξα. Ένας συγχωριανός του όμως, που είναι μαζί του και ξέρει κολύμπι, βάζει πιο πάνω κι απ’ τη ζωή του, την κοινή καταγωγή, τις κοινές ρίζες και τη ζωή ενός άλλου. Πέφτει στο ποτάμι και τον σώζει.

Ο νέος αυτός θα σωθεί κι απ’ τον πόλεμο του ‘40, θα σωθεί κι απ’ τον εμφύλιο που ακολούθησε. Η αίσθηση όμως ότι τα νιάτα του συνυφάνθηκαν με τον πόλεμο θα τον ακολουθεί πάντα.

Η υπόλοιπη ζωή του θα είναι μια πάλη με τη γη, με τον πατέρα του που έχασε μικρό παιδί και με τη διαπαιδαγώγηση των δικών του αγοριών, όπως μπορούσε και καταλάβαινε καλύτερα.

Κι όταν η δρυς άρχισε να γέρνει απ’ τα χρόνια, το πάρκινσον και το αλτσχάιμερ έδωσαν τη χαριστική βολή.

Και τώρα έχει μείνει η ζωή που είχε πίσω του, ίσως όχι «μ’ έλατα και με κρύα νερά» αλλά με τα πλατάνια του χωριού του, με τα γεύματα που τους παρέθετε η κοινότητα κάθε 28η Οκτωβρίου ως φόρο τιμής, με την προσωπική του ιστορία.

Έχουν μείνει κι οι εγγονές του, που τον θυμούνται και τον μνημονεύουν κι έτσι συνεχίζει να παραμένει ζωντανός. Ο κάθε παππούς. Κι αυτός που γνωρίσαμε κι αυτός που δεν γνωρίσαμε. Κι αυτός που γύρισε απ’ το μέτωπο κι αυτός που δεν γύρισε ποτέ απ’ τα βουνά της Αλβανίας, που δεν γνώρισε ποτέ την αίσθηση του να κάνει τη δική του οικογένεια. Σ’ αυτούς αφιερώνει ο ποιητής τους στίχους:

«Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!»

Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Νατάσα Μιχαηλίδου
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …