«Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς
που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα»
Οδυσσέας Ελύτης
Όλο και μικρότερα παιδιά εντάσσονται σε συμμορίες ανηλίκων. Όλο και περισσότερες συμμορίες δρουν και ληστεύουν, χτυπούν, βανδαλίζουν. Εν μέσω καλοκαιρινής ραστώνης αυτά τα νέα φαίνονται αταίριαστα.
Δεν είναι όμως καν νέα. Ανήλικοι κι ενήλικες χτυπημένοι από τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την παντελή απουσία πνευματικών στηριγμάτων, βρίσκουν ανέκαθεν καταφύγιο σε συμμορίες παγκοσμίως. Η ένταξη σε συμμορία, πολλές φορές υποχρεωτικά, ικανοποιεί τον φόβο, το αίσθημα του ανήκειν, τη δίψα για δύναμη κι άλλα βαθιά, ατομικά και ομαδικά, τραύματα της ψυχολογίας του όχλου.
Από την άλλη πλευρά, άλλες συμμορίες λυμαίνονται τα πάντα και, αργά και σταθερά, προετοιμάζουν το έδαφος για μηδενική σκέψη και αντίδραση. Έλλειψη δικαιοσύνης και ουσιαστικής παιδείας, προβολή του γρήγορου πλουτισμού με τον λιγότερο δυνατό κόπο, παντελής απουσία ηθικής και ιδανικών στον δημόσιο λόγο, ιδιαίτερα μαθήματα στις οθόνες. Ενώ στην αρχαία Αθήνα η λέξη «συμμορίες» συνδέθηκε με τους φορολογικούς μηχανισμούς της πόλης, στα σημερινά κράτη κομματικοί μηχανισμοί, πολυεθνικές και «ξύλα απελέκητα» με σακάκια καλλιεργούν ύπουλα τις συνθήκες, για να γεννηθούν οι σύγχρονες συν-μωρίες.
Ομάδες δηλαδή μωρών ανθρώπων, που άφησαν πίσω τους βεβιασμένα την παιδική ηλικία με την ελεύθερη φαντασία και το όνειρο, ανθρώπων που μεγάλωσαν απότομα, για να μπουν στον κόσμο της ψυχρής λογικής. Αν είσαι κοινωνικά, οικονομικά και πνευματικά αποκλεισμένος, δεν έχεις το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να ψάξεις για πρότυπα αλλού, δεν ξέρεις τι διαφορετικό να ψάξεις.
Σε γηροκομεία και άλλα ευαγή ιδρύματα είναι κλεισμένα τα στόματα της λαϊκής σοφίας, της ηθικής και της αξίας του κάματου. Ο κόπος των γραμμάτων και των τεχνών δεν «πουλάει». Τα όνειρα και η φαντασία, το παιχνίδι και η γειτονιά έχουν αφεθεί να πέσουν σε λήθαργο και η πλατεία, όχι χωρίς την ευθύνη και τον φόβο όλων μας, δίνει τη θέση της στην πιάτσα. Οι ταμπέλες μπαίνουν με ευκολία, χωρίς τύψεις και πρωτίστως χωρίς καμιά έρευνα για τις αιτίες, χωρίς ανάληψη καμίας ευθύνης από οποιονδήποτε. Η παραβατικότητα είναι όλη δική μας.
Αντίθετα, συνεχίζουμε την ξέφρενη πορεία μας ως κοινωνία καταναλωτών. Καταναλώνουμε ελπίδες, συνειδήσεις, εικόνες, μέχρι και τα ίδια μας τα παιδιά. Οθόνες κυριαρχούν παντού, καταιγιστικά μηνύματα δεν είναι καν κρυμμένα πια, τηλεφωνικές εταιρείες αναλαμβάνουν να μη μας αφήνουν λεπτό σκέψης.
Κι όποιος ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο, στιγματίζεται ως ονειροπαρμένος, απαρχαιωμένος, άσχετος με το σήμερα. Κι όμως ας φανταστούμε τουλάχιστον τι θα γινόταν, αν υπήρχαν ειδικές εταιρείες που στις κλήσεις τους μας έλεγαν: «Θυμάστε τα όνειρα που κάνατε παιδιά; Πόση ώρα σκεφτήκατε το όνειρό σας σήμερα, το κυνηγήσατε; Κάντε κουράγιο, θέλει επιμονή και υπομονή και κάποια στιγμή θα καταφέρετε αυτό που θέλετε».
Όσο συμμορίες ανηλίκων κλέβουν, χτυπούν και σπάνε τη γυάλινη καμπάνα της κοινωνίας μας, ας μην κάνουμε τους κουφούς, ας μην καλύπτουμε στην καθημερινότητά μας τους φελλούς και τις κούκλες. Αν δεν φτιάξουμε παρέες πρότυπα σε κάθε γειτονιά, με μικρούς και μεγάλους, αν δεν επιστρέψει στις πλατείες ο λόγος της σοφίας κι όχι του καφενείου της Βουλής, αν δεν ανάψουμε πνευματικές φωτιές στην κοινωνία μας, πώς θα φανεί ο καπνός, για να λειτουργήσει ως σημείο επι-στροφής γι’ αυτά τα παιδιά, για τα παιδιά μας, για τα παιδιά που κρύβουμε μέσα μας;
Από έναν απλό Θιβετιανό μπορούμε να ακούσουμε ότι από τα σωματικά και ψυχικά τραύματα, ακόμα πιο σημαντικά είναι τα τραύματα στα όνειρα. Αυτά μπορούν να καταστρέψουν μια ζωή. Αυτά οφείλουμε να επουλώσουμε, μήπως καταφέρουμε να πιούμε όλοι μαζί, σαν κοινωνία πια «από την πηγή που λεν ελευτεριά».
Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός