Εκατό χρόνια από το θάνατο του μεγάλου θρακιώτη αγωνιστή
Από μικροί μάθαμε ότι πρέπει να προσέξουμε τι θα κάνουμε την πρώτη μέρα του νέου έτους, γιατί έτσι θα πάει όλος ο χρόνος. Τότε, διάβαζα, έγραφα, έπαιζα με τα γειτονόπουλα χριστιανούς και μουσουλμάνους – γιατί αυτά με ενδιέφεραν. Και τώρα που μεγάλωσα, την ίδια τακτική κρατώ. Γράφω ένα κείμενο ή ένα ποίημα, κάτι τέλος πάντων γράφω, διαβάζω, παίζω…
Πέρσι το πρώτο κείμενό μου ήταν για έναν ποιητή αγαπημένο: «Πάντα θα ‘ χουμε ανάγκη από ουρανό» – Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005) – Ο Ουρανός της Ζωής και της Ποίησης – Εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Μπορώ να πω ότι πολύ καλά πήγε η χρονιά.
Το πρώτο κείμενό μου στο νέο έτος είναι αφιερωμένο στον θρακιώτη δημοσιογράφο και αγωνιστή Βλάση Γαβριηλίδη. Σκέφτομαι ότι θα είχε σήμερα να μας πει πολλά για τα μέσα ενημέρωσης, για τον ρόλο του τύπου. Γι’ αυτόν τον διάλεξα πρώτον. Και καθώς τα χρόνια τούτα γιορτάζουμε της Θράκης την ελευθερία, ο Γαβριηλίδης ο Θρακιώτης αξίζει να τιμηθεί για τους αγώνες του.
Το 2001 είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Βλ. Γαβριηλίδης – Ο Θρακιώτης πατριάρχης της δημοσιογραφίας» (περιοδικό Φοροτεχνική και Θρακική Προσέγγιση, τ. 85, σελ. 64 – 69). Τώρα χρησιμοποιώ πρόσθετα στοιχεία που βρήκα στο διαδίκτυο, καθώς και ένα άρθρο του εξαιρετικού ξανθιώτη δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη «Βλάσης Γαβριηλίδης: Αναμορφωτής και δάσκαλος της ελληνικής δημοσιογραφίας» (από το ηλεκτρονικό Πόντος News).
Δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Βλάση ενδεικτικό της σκέψης του:
«Την “Ακρόπολιν” θέλωμεν καταστήσει εκ των κυριωτέρων οργάνων του κοινωνικού πολιτισμού και οικονομικού αγώνος, ον η Κοινή Γνώμη οφείλει να αγωνίζεται επ’ αγαθώ της Πατρίδος. Το έμβλημα ημών είναι το παλαιόν έμβλημα: Ένωσις και Μεταρρύθμισις. Περιττόν να είπωμεν ότι ούτε τώρα θα ανήκωμεν εις Κόμμα, εναλλάξ υποστηρίζοντες και πολεμούντες, εναλλάξ συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι. Τούτο τινές ονομάζουσιν αστάθειαν, αλλ’ ημείς, οίτινες μέχρι τούδε ουδέποτε εγνωρίσαμεν την πίστιν και την σταθερότητα των συμφερόντων, φανερά προκηρύσομεν την αστάθειαν αυτήν ως σημαίαν μας”. Ο Γαβριηλίδης επιδίωκε να γίνει η “Ακρόπολις” όργανο του κοινωνικού και πολιτικού πολιτισμού. «Όταν ο καραγωγεύς και ο θυρωρός του ξενοδοχείου και ο επιστάτης μιάς πλατείας θα εμφανίζεται κάθε πρωί με την εφημερίδα στο χέρι, τότε θα μπορούμε να πούμε πως είναι πολιτισμένος τόπος η Ελλάδα».
Θα παραθέσουμε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Γαβριηλίδη:
Γεννήθηκε το 1848 στους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης της Προποντίδας από εύπορη οικογένεια και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ενώ στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στη Λειψία της Γερμανίας, με έξοδα του μεγαλεμπόρου Βαρώνου Σίνα. Το 1868 δημοσίευσε μια σειρά άρθρων με τίτλο «Γενική ιστορία της Ελληνικής τραγωδίας» στο περιοδικό Επτάλοφος, καθώς και μία μελέτη για τον «Άμλετ» του Σέξπιρ (1868). Στη συνέχεια εξέδωσε την εφημερίδα Μεταρρύθμισις.
Με αφορμή τη δημοσίευση ενός άρθρου του σχετικά με την καταπίεση των Ελλήνων της Πόλης διώχτηκε από το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τουρκικό δικαστήριο. Ο Τ. Κοντογιαννίδης γράφει: «Όταν οι τσανταρμάδες (οι χωροφύλακες) πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν στο τυπογραφείο να κάθεται ατάραχος. Μόλις τους είδε κατάλαβε αμέσως τι ήθελαν, αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του.
«Πού είναι ο Γαβριηλίδης;» ρώτησε ο αξιωματικός. «Κι εγώ αυτόν περιμένω», απάντησε αδιάφορα ο Γαβριηλίδης.
Κάθησε μαζί τους, συζήτησε, αστειεύτηκε, και μετά σηκώθηκε από την καρέκλα λέγοντας: «Βαρέθηκα να τον περιμένω, φεύγω…» κι έφυγε αφήνοντας στο τυπογραφείο τους χωροφύλακες να τον περιμένουν… Μεταμφιεσμένος δραπέτευσε με εμπορικό πλοίο στην Αθήνα».
Στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο για την έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού «Ραμπαγάς». Οι δύο εκδότες θα συλληφθούν για εξύβριση του βασιλιά και θα προφυλακιστούν. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1879 θα αθωωθούν πανηγυρικά από το Κακουργιοδικείο Αθηνών. Δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό «Μη Χάνεσαι». Ανάμεσα στους συνεργάτες ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που δημοσίευσε σε συνέχειες το ιστορικό του μυθιστόρημα «Οι Έμποροι των Εθνών».
Την 1η Νοεμβρίου 1883 μετέτρεψε το περιοδικό στην καθημερινή εφημερίδα «Ακρόπολις». Θαυμαστής του αγγλοσαξωνικού τύπου, ο Γαβριηλίδης καθιέρωσε στην ελληνική δημοσιογραφία το ρεπορτάζ, την καμπάνια, τις δημοσιογραφικές αποστολές και τις συνεντεύξεις με πρόσωπα της επικαιρότητας. Παράλληλα, έφερε στην Ελλάδα τα τελευταίου τύπου εκτυπωτικά μηχανήματα, όπως το κυλινδρικό ταχυπιεστήριο, που ονομάσθηκε «Μαμούθ», στο οποίο τυπώνονταν για πολλά χρόνια όχι μόνο η «Ακρόπολις», αλλά και άλλες εφημερίδες και έντυπα.
Ήταν προσωπικός φίλος του Χαριλάου Τρικούπη, τον οποίο της από το 1890 και μετά πολέμησε μέσα από της στήλες του. Την περίοδο εκείνη στήριξε τον Γεώργιο Α΄, τον οποίο ενθάρρυνε να συγκεντρώσει της της εξουσίες στα χέρια του. Από το 1909, δηλαδή μετά από το Κίνημα στο Γουδί, και μέχρι τον θάνατό του, ο Γαβριηλίδης υποστήριξε θερμά την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Κωστή Παλαμά, τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει. Eίχε εκδώσει το νεανικό περιοδικό «Νέα Γενεά».
Το τυπογραφείο της εφημερίδας του υπήρξε της φορές στόχος αντιπάλων, Ο Γαβριηλίδης με σειρά άρθρων του ζητούσε την αναδιοργάνωση του Στρατού και την παύση της ανάμιξης των στρατιωτικών στην πολιτική, τότε δέχτηκαν επιθέσεις οι εγκαταστάσεις της εφημερίδας. Γράφει σε κείμενό του ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης: «86 αξιωματικοί της Φρουράς Αθηνών για να τον… συνετίσουν, με τσεκούρια και ντουφέκια, κατέστρεψαν τα γραφεία της Ακροπόλεως, ακόμα και τα κρεβατάκια των παιδιών του, αφού μέσα εκεί ήταν και το σπίτι του…» Το ίδιο συνέβη και στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ευαγγελικά: Ο Γαβριηλίδης, προοδευτικός και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, δεν δίστασε να ξεκινήσει σειρά άρθρων με μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Εξοργισμένοι υποστηρικτές της διατήρησης της γλώσσας των Ευαγγελίων αντέδρασαν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να σταματήσει τη δημοσίευση και να ζητήσει συγγνώμη από της φοιτητές, που πρώτοι είχαν αντιδράσει, αφού της ο όχλος είχε καταστρέψει τα γραφεία της εφημερίδας. Το 1904 ο Γαβριηλίδης συνελήφθη εκ νέου, διότι μέσα από της στήλες της «Ακροπόλεως» κατηγόρησε τον βασιλιά για υπερβολικές δαπάνες και καταστρατήγηση του Συντάγματος. Δικάστηκε της 12 Ιανουαρίου του 1905 στο Κακουργιοδικείο Σύρου και αθωώθηκε από της ενόρκους. Υποστήριξε με θέρμη το κίνημα στου Γουδή (1909) και ήταν της από της υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου, αν και στην αρχή τήρησε επιφυλακτική στάση απέναντί του. Από το 1915 άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα εκ του λόγου ότι ήταν πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος και καθόλου επιχειρηματίας. Αν και του προσφέρθηκε, ο της δεν δέχτηκε καμία οικονομική βοήθεια, προκειμένου να διατηρήσει την ανεξαρτησία γνώμης της εφημερίδας του.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος και άφησε την τελευταία του πνοή της 12 Απριλίου του 1920 μέσα στα γραφεία της «Ακροπόλεως» στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία, και εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ακούμπησε πάνω στη σορό του το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο ελληνικό έθνος. Και ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης του αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:
Πενήντα χρόνια κράτησες
σαν δόρυ τη γραφίδα
που όλοι δεν την αγόραζαν
της γης οι θησαυροί
κι απέθανες μόνο μ΄ αυτή
σαν ήρως στην ασπίδα.
Για το έργο του Βλάση Γαβριηλίδη, θα μιλήσουν ένας λογοτέχνης και ένας πολιτικός.
Ο κουμπάρος του Κωστής Παλαμάς γράφει: «Πόσα θέματα ήγγισε, πόσας ιδέας υπέβαλε, πόσα είδωλα κατέρριψε, πόσους πολέμους επεχείρησε, πόσα τάλαντα διησθάνθη, πόσας δύσεις αποχαιρέτησε και πόσας ανατολάς διελάλησε, πόσας μικροπονηρίας εστιγμάτισε, πόσας προλήψεις εμαστίγωσε, πόσους εναλλάξ ανεστήλωσε δια να της κρημνίση μετ’ ολίγον ο της, εν ταυτώ και κατά τας στιγμάς του δημοσιογράφος, λιβελλογράφος, υμνογράφος, σατυριστής, μελετητής, ονειροπόλος, θετικιστής, ζωγράφος, ποιητής, δροσιζόμενος και θερμαινόμενος από όλα τα ρεύματα της πνευματικής ζωής, τα οποία εξετείνετο και μέχρις ημών εκάστοτε προσιτά εις της μάλλον διανοητικώς προηγμένους, θρεμμένος με την ιδέαν, παρασυρμένος, από την εντύπωσιν, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με το πρόσωπον το οποίον, κατά το πλείστον, έδιδε σάρκα εις τας ιδέας του και κίνησιν εις τας εντυπώσεις του».
Ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου σημειώνει: «Ο Γαβριηλίδης συνδύαζε μεγάλην δύναμιν λόγου και εξαίρετον καλλιτεχνικήν διάθεσιν. Τούτο προσέδιδεν υπερβολικήν γοητείαν εις ό,τι έγραφεν. Είχεν της και την αντίθετον όψιν. Ώθει συχνά εις υπερβολάς. Ωσάν καλλιτέχνης ιμπρεσσιονιστής που ήτο, έβλεπε της φορές μίαν μόνον όψιν των πραγμάτων και αυτήν ετόνιζε με τα ζωηρότερα χρώματα. Μετεχειρίζετο συνήθως τον υπερθετικόν βαθμόν. Πόσες φορές δεν επαδαψίλευσε τον τίτλον του μεγαλοφυούς, του μεγαλουργού, της εξαιρέτου δημιουργίας εις έργα και ανθρώπους μάλλον μετρίους και πόσες φορές πάλιν δεν επέκρινεν αδίκως και δριμύτατα ανθρώπους αξίους ενισχύσεως!».
Κλείνοντας το κείμενό μου αυτό, πρώτο σε μία σειρά κειμένων για τους θρακιώτες ανθρώπους της τέχνης του λόγου, αγωνιστές και δασκάλους, να σημειώσουμε για τον Βλάση Γαβριηλίδη κάτι πολύ πρωτοποριακό.
Ήταν χορτοφάγος. Διαβάζουμε σε άρθρο σχετικό του ο Ελευθέριου Γ. Σκιαδά: «Ο Βλάσης Γαβριηλίδης απείχε από την κατανάλωση κρέατος 35 ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, φαίνεται πως ήταν πραγματικός βίγκαν, αφού, επίσης, δεν κατανάλωνε ψάρια, βούτυρο, οινοπνεύματα, καφέδες. Σώζονται πολλά περιστατικά για τον τρόπο που υποστήριζε την άποψή του και την ιδεολογία που είχε υιοθετήσει κατά τα άφθονα ταξίδια του στο εξωτερικό και στην Αγγλία».
Στον τίτλο του άρθρου μου χρησιμοποίησα συνειδητά τον όρο «δάσκαλος του λαού». Έτσι ήταν σ’ όλη του τη ζωή ο συμπατριώτης μας και συμπατριώτης της Κατίνας Βέικου Σεραμέτη Βλάσης Γαβριηλίδης. Έτσι που οφείλουν να είναι οι εκδότες και ο δημοσιογράφοι.
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει για τον Γαβριηλίδη: «Υπήρξεν διδάσκαλος, μ’ έναν πυρσόν εις την δεξιάν, τον οποίον περιέφερε μέσα εις τα σκότη διαρκώς, φωτίζων, αποκαλύπτων, οδηγών, προσανατολίζων, κατηχών προς όλα τα σημεία, προς όλας τα διευθύνσεις, προς όλας τας ατραπούς, προς όλας τας αναβάσεις των κορυφών, τας υποσχομένας το θαύμα μιας παρθενικής ανατολής».
Δάσκαλοι του λαού, έτσι που οφείλουν να είναι οι εκδότες και ο δημοσιογράφοι, οι διαχειριστές έντυπου, ραδιοφωνικού, ηλεκτρονικού τύπου…
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής