Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα «…Γεννηθείς το 1923»: Η καντάδα μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα

«…Γεννηθείς το 1923»: Η καντάδα μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα

0

Ο 97χρονος συμπολίτης μας κ. Σταύρος Χρηστίδης ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης του και μας μεταφέρει στην Ξάνθη του μεσοπολέμου, της Κατοχής και τα μετέπειτα χρόνια

Προσφυγόπουλο από 12 χρονών σε δουλειές του ποδαριού  – Θύμισες από τον Μάνο Χατζιδάκι

 

Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Οι Γερμανοί, οι Βούλγαροι και η πείνα… Η μάνα με το στάρι στον ώμο και οι χελώνες… Οι συνεταίροι και οι ευκαιρίες και η εμπορική οδός Δαγκλή –  Όταν η ζωή ήταν ωραία και η μουσική ήταν ωραία

 

 

 

Σαν ένα τραγούδι παλιό, μια μελωδία νοσταλγική που ανοίγει την ψυχή και ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, επιστρέφει πίσω στο χρόνο τότε που η ζωή ήταν σαν ασπρόμαυρη ταινία, δύσκολη,  σκληρή  γεμάτη μόχθο αλλά και ξένοιαστη και γλυκιά με μια αυθεντικότητα και έναν αέρα χαράς, ορμής, νιότης.

3) Στην ταβέρνα το 1952 με τον Λάκη Στυλιαννίδη (αριστερά ) και τις συζύγους τους

Θύμησες παλιές για βράδια με γλυκές μελωδίες στα Ξανθιώτικα «Στενά» του Στογιαννίδη και στην «Κληματαριά» με ρετσινούλα και κέφι αλλά και  μέρες με σκληρή δουλειά από 12 χρονών παιδί για να βγει το μεροκάματο και να βοηθήσει τον πατέρα του που δούλευε καπνεργάτης και τις δύο αδελφές του. Και μετέπειτα άνδρας πια για να στηθεί η οικογενειακή επιχείρηση και να ζήσει η οικογένεια, να μεγαλώσει και να σπουδάσει τις δύο κόρες του. Ιστορία ζωής σχεδόν ενός αιώνα του συμπολίτη μας κ. Σταύρου Χρηστίδη, γνωστού επαγγελματία με κατάστημα Τροφίμων από το 1954 – 1995 επί της οδού Δαγκλή 7.

«…Γεννηθείς το 1923»

«Είμαι 97 ετών, γεννηθείς το 1923», μας λέει και μένουμε έκπληκτοι για την σωματική και ψυχική υγεία και ευεξία για την πνευματική διαύγειά του: «Δεν έχω πάρει χάπι ακόμα», λέει γελώντας. Ένας πολύ συμπαθής, καλόκαρδος άνθρωπος με εκείνη την ευγένεια μιας άλλης εποχής που αποπνέει σοφία των χρόνων και των εμπειριών του και την εκφράζει με την απλότητα του αυθεντικού ανθρώπου που πορεύτηκε στην ζωή με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια, του ανθρώπου που μεγάλωσε αλλά δεν γέρασε!

Προσφυγόπουλο από 12 χρονών σε δουλειές του ποδαριού  – Θύμισες από τον Μάνο

«Οι γονείς μου ήρθαν αρραβωνιασμένοι από την Αδριανούπολη. Παντρεύτηκαν στην εκκλησία ων 12 Αποστόλων. Εγώ γεννήθηκα στην Παλιά Ξάνθη το 1923» μας αφηγείται ο κ. Χρηστίδης και συνειρμικά θυμόμαστε τον Μάνο Χατζιδάκι που έγραψε: «Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη, στην παραμυθένια Παλιά Πόλη, τη διατηρητέα» και τον ρωτούμε αν τον γνώρισε αν έπαιξε σαν παιδί μαζί του: «Ναι καθόταν στο σπίτι του Σαρχούτσου. Ήταν εβραϊκό σπίτι, εκεί γεννήθηκε, ήταν  λίγο μικρότερος από μένα. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος. Τον έβλεπα αλλά δεν κάναμε παρέα». Ο κ. Χρηστίδης έχει ακόμη μια αδελφή  12 χρόνια μικρότερη που ζει στην Αθήνα ενώ την άλλη αδελφή του την έχασε νωρίς, το 1947 από μηνιγγίτιδα! «Δεν πήγα Γυμνάσιο στα δικά μας τα χρόνια αυτοί που πήγαιναν ήταν δακτυλοδειχτούμενοι. Εγώ από 12 χρονών που έβγαλα το δημοτικό έβαλα μια ποδιά και έκανα θελήματα Τα καλοκαίρια δούλευα σε εστιατόρια  ερχότανε και έτρωγαν καπνεργάτες. Μετά τα 14 πήγα τσιράκι σε παντοπωλείο…», θυμάται ο κ. Χρηστίδης. Αυτά προπολεμικά.

Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Οι Γερμανοί,  οι Βούλγαροι και η πείνα…

Στον  ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο κ. Σταύρος ήταν 17 χρονών και δούλευε υπάλληλος σε παντοπωλείο. Οι Γερμανοί ήρθαν το 41.

Με την αδελφή του το 1948 στο πάρκο

«Ήμασταν 17 ετών και πήγαμε πάνω στην Ξανθίππη και βλέπαμε του Γερμανούς που έρχονταν με τα πόδια.  Εγκαταστάθηκαν στον στρατώνα της Σάρδεων. Και το δικό μου πατρικό σπίτι ήταν στην οδό Σάρδεων. Δουλειά δεν είχαμε,  το αφεντικό που δούλευα το έκλεισε το μαγαζί. Στα χρόνια που ήταν οι Γερμανοί μπαίναμε μέσα στον στρατώνα και πουλούσαμε κεράσια, άλλοι αβγά βρασμένα. Τα αγόραζαν οι γερμανοί. Εγώ πήγαινα και πουλούσα κεράσια ώσπου μια φορά ένα Γερμανός μου έδωσε μια δυνατή κλωτσιά… Με πονούσα μέχρι που πήγα στρατιώτης. Δεν το είπα ποτέ στο σπίτι… Ξανά δεν πήγα. Οι Γερμανοί κάθισαν 6 – 7 μήνες. Όλες οι αρχές έφυγαν και πλούσιες οικογένειες έφυγαν και ορισμένες αποθήκες όπως του Παπαστεργίου στην οδό Κομοτηνής μπήκαν διάφοροι και πήραν σακιά αλεύρι …Κάναν γιάμα. Άδειασαν τις αποθήκες. Βλέπαμε που κυλούσαν τα βαρέλια με το λάδι… Όχι οι νοικοκύρηδες, οι γύφτοι.  Μετά ήρθαν οι Βούλγαροι. Τότε άλλη  παρτίδα έφυγε μέσα από την πόλη. Πήγαιναν Θεσσαλονίκη,  από τον Νέστο και πέρα Δεν είχαμε σκοτωμούς στην Ξάνθη αλλά κάνανε εξαιρέσεις ήταν άδικοι… Έβγαινε αυτός με το τύμπανο να πει το νέο στην βουλγαρική γλώσσα. Ότι θα δώσουν τρόφιμα αλλά μόνο για τους Βουλγάρους. Αυτό δεν ήταν σωστό, δεν ήταν ανθρωπιστικό, ο κόσμος πεινούσε».

Η μάνα με το στάρι στον ώμο και οι χελώνες…

Το κουβάρι της μνήμης ξετυλίγεται σε γεγονότα που τον σημάδεψαν: «Η μάνα μου είχε κάτι ωραίες κουρτίνες και πήγε με τα πόδια στο Ζυγό για να τις πουλήσει και να πάρει καμιά δεκαριά κιλά στάρι. Και έφυγε την νύχτα μέσα από τα χωράφια. Τα κουβάλησε μόνη της στην πλάτη, νύχτα για να μην τα βρουν οι Βούλγαροι και το πάρουν και μείνουμε νηστικοί. Τα έφερε σπίτι.   Δίπλα μας ήταν Μικρασιάτες και είχαν κάτι πέτρες με χερούλι πάνω,  που έβαζαν τον στάρι και το έσπαζαν και γινόταν πλιγούρι και το βράζαμε και το τρώγαμε. Έχω φάει και χελώνες τρεις φορές. Μια φορά η μάνα μου έκανε τα αβγά της χελώνας ομελέτα αλλά με πείραξαν… και δεν ξαναέφαγα. Το ψωμί που μας έδιναν  δεν έφτανε, ήταν κάπου 150 γραμμάρια το άτομο.  Μου δίναν από ένα τέτοιο κομματάκι οι Βούλγαροι με κουπόνι επειδή δούλευα …πεινούσαμε… Το 44 έφυγαν οι Βούλγαροι ήρθαν οι αντάρτες… Τότε πήγαινα στην Κομοτηνή έπαιρνα αμυγδαλόψιχα,  καρυδόψιχα και την πήγαιναν να στα ζαχαροπλαστεία. Έκανα του ποδαριού δουλειές. Αργότερα έβγαινα και στο παζάρι πουλούσα σαπούνι και αργότερα στο μαγαζί το φέρναμε από την Μυτιλήνη».

1)Στο κατάστημά του στην οδό Δαγκλή το 1959

Οι συνεταίροι και οι ευκαιρίες και η εμπορική οδός Δαγκλή

Στα επόμενα χρόνια ο κ. Χρηστίδης αρχίζει την προσπάθεια να στήσει το μαγαζί του σε στεγασμένο χώρο. Μας διηγείται: «Στη Στοά Αβέρωφ ήταν 3 συνεταίροι αλλά θα χωρίζανε και χτίσανε ένα οικόπεδο απέναντι από την στοά που ήταν άδειο . Μου πρότειναν να μου δώσουν βαρέλια ελιές να πουλάω και να παίρνω 33% και εκείνοι τα υπόλοιπα. Συμφωνήσαμε. Τότε η οδός Δαγκλή ήταν εμπορική οδός. Ερχόταν από τα χωριά με βοϊδάμαξες με αλογόκαρα και φέρναν όσπρια, κότες, αβγά και γινόταν παζάρι. Σκέφτηκα ότι το μαγαζί αδικείται,  ήταν γωνιακό,  τους ζήτησα να μου δώσουν και λάδι να πουλάω.  Με δώσανε,  πουλούσα, έπιασα πελατεία και μετά πουλούσα και ζάχαρη. Ερχόταν χωρικοί από τον κάμπο είχε κίνηση.  Μετά ένας από τους συνεταίρους που ήθελε να φύγει με πρότεινε να δουλέψουμε μαζί και εκείνος να παίρνει 75% και εγώ τα 25% αλλά εγώ δεν δέχτηκα γιατί εγώ θα έκανα και προσωπική εργασία και ζήτησα πάλι 33% . Δεν ήμουν άρπαγας. Θέλω πιο λίγο να πάρω και να είναι καθαρό… δεν συμφωνήσαμε. Αργότερα ένας τσαγκάρης που ήταν εκεί δίπλα είχε ένα μεγάλο στενόμακρο μέρος και του πρότεινα να το χωρίσουμε με τοίχο και να τον πληρώνω ενοίκιο έτσι και έγινε. Έτσι ξεκίνησα.  Ήταν στενό αλλά δούλεψα καλά. Όταν διαλύθηκε η συνεργασία πήρα το μερίδιο μου 35.000 δραχμές μου έδωσε και ο πατέρας μου 5.000 και είχα ένα κεφάλαιο για το μαγαζί.

Ζυγίζοντας λάδι 4/2/1980

Πέρασε λίγος καιρός πίσω από τον μαγαζί είχε μια αποθήκη,  ήταν του Ράσα  του Ηπειρώτη αυτά τα ακίνητα που είχε και το ξενοδοχείο Αβέρωφ. Αυτή την είχε ένας από τους πρώην συνεταίρους. Δούλεψα πολύ καλά εκεί. Ως το 1987 που πήρα σύνταξη».

Όταν η ζωή ήταν ωραία και η μουσική ήταν ωραία

Δεν είναι μόνο δουλειά οι αναμνήσεις του κ. Σταύρου αλλά και όμορφες στιγμές γεμάτες μουσική με αρμονία, όπως λέει τότε που με τον φίλο του Βασίλη  Στυλιανίδη μετά την δουλειά κρεμούσαν τις ποδιές, έκλειναν τα μαγαζιά τους και έπαιρναν τις κιθάρες: «Διασκέδαζε περισσότερο και πιο όμορφα ο κόσμος τότε. Τώρα δεν ακούς μουσική,  δεν ακούς μελωδία,  ακούς ένα θόρυβο γκάπα γκούπα, δεν είναι μουσική αυτό,  αυτό είναι τρέλα, αρμονία δεν υπάρχει. Εγώ παίζω κιθάρα χαβάγια αυτό τώρα δεν υπάρχει,  πηγαίναμε στην «Κληματαριά» και στα «Στενά» του Στογιαννίδη και με τον φίλο τον Λάκη τον Συλιαννίδη και τον άλλο φίλο μου τον Βαρτάν κάναμε πολύ παρέα.  Τραγουδούσαμε,  πίναμε ρετσινούλα παίζαμε κιθάρα. Καντάδα πρίμο σεκόντο,  βαρύτονος, μπάσο

Ερχόταν στην παρέα μας και κάτι ηλικιωμένοι αλλά καλλιεργημένοι άνθρωποι,  αγαπούσαν την παρέα μας και διασκεδάζαμε όλοι μαζί 2 φορές την εβδομάδα. Η Ξάνθη άλλαξε πολύ

Όλα τα χαμηλά σπίτια έγιναν πολυκατοικίες. Ο κόσμος ήταν πιο αγαπημένος και πιο δεμένος.  Πιο όμορφη ήταν  η ζωή τότε… Τώρα μπορεί να έχει πολλές ευκολίες η ζωή. Να  οι γυναίκες να μην πλένουν, να πατούν ένα κουμπί και να βάζουν πλυντήριο.  Αυτά είναι καλά Τότε δεν είχε ο καθένας αμάξι, παίρναμε παϊτόνια και ταξί όπου θέλαμε να πάμε. Αλλά ήταν πιο όμορφη η ζωή. Τώρα έχει άγχος,  θέλουν όλοι να πλουτίσουν παραπάνω».

Μαριάννα Ξανθοπούλου

mxanthopoulou@empros.gr

2)Ενθύμιο Τεκέ (Εύμοιρο) ετών 3 το 1926. Ο πατέρας μου με την Αρμόνικα

 

 

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση της Παρασκευής: «Δύο κείμενα για την ιστορία της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης και τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού» του Perry Anderson

Πρόκειται για ένα σημαντικό τεκμήριο στον διάλογο για την ιστορία της ισραηλινό-παλαιστινι…