Ζούμε εδώ και έναν αιώνα πάνω κάτω σε μια μεταβατική εποχή. Το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου δεν έκλεισε κανένα πρόβλημα, αντίθετα άφησε πολλά ανοιχτά και με την πάροδο του χρόνου δημιούργησε πολλά νέα. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από την άποψη του Eric Hobsbawm, ο οποίος στον τόμο «Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991» γράφει ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο «πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν».
Συνεχίζοντας τη θέση του αυτή θα λέγαμε ότι όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας ακολούθησαν και εξακολουθούν τούτη τη συγχώνευση, με αποτέλεσμα σχεδόν τα πάντα (ο πολιτισμός όλων των μορφών, η κοινωνική οργάνωση, η λειτουργία των θεσμών) να βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα των οικονομικών παραμέτρων και της πολιτικής εξουσίας που συνάδει μ’ αυτά.
Πώς εισπράττει ο άνθρωπος της εποχής μας αυτή την εξάρτηση των πάντων από το κέρδος; Για να προκύπτει κέρδος πάση θυσία, υπάρχει περιορισμός των «παροχών» του κράτους προς τους πολίτες. Κι αν στο δέκατο ένατο αιώνα, μετά τη γαλλική επανάσταση, και αργότερα μετά τη βιομηχανική επανάσταση, με τους λαϊκούς αγώνες, οι μη προνομιούχες τάξεις κέρδισαν το «κράτος πρόνοιας» που περιλάμβανε διάφορες παροχές σε υγεία, παιδεία, ασφάλιση, στις μέρες μας ο περιορισμός του κέρδους των προνομιούχων (η λεγόμενη «κρίση») συνεπάγεται τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών αυτών.
Κι αν μετά τον αιώνα του Διαφωτισμού στον λεγόμενο δυτικό κόσμο έγιναν σεβαστά τα κοινωνικά δικαιώματα και οι ελευθερίες, από τη στιγμή που στην εποχή μας η κοινωνία λειτουργεί κυρίως με οικονομικά κριτήρια, τα δικαιώματα αυτά κουτσουρεύονται και οι ελευθερίες χάνουν συχνά το ουσιαστικό νόημά τους. Το «κοινωνικό συμβόλαιο», που λίγο πολύ ρύθμιζε τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος, οι όποιοι δυνατοί είτε το καταπατούν είτε το αρνούνται. Τον 19ο αιώνα ωφελήθηκε πρώτα η αστική τάξη και στη συνέχεια η εργατική τάξη.
Θεωρώ απαραίτητο στην όλη προβληματική μας να εισαγάγω κάποια άλλα μεταγενέστερα στοιχεία. Αναφέρομαι στον τεχνολογικό παράγοντα και ιδιαίτερα στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, και μάλιστα στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην τεχνητή νοημοσύνη, και σε όλες τις προοπτικές εξέλιξης και πορείας του ανθρώπινου είδους. Μαζί με τα παραπάνω αναφέρω την πυρηνική απειλή και την κλιματική αλλαγή. Όλα αυτά περιπλέκουν τον «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο μας, καθιστώντας όλα τα άλλα θέματα που προαναφέραμε (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά) περισσότερο έντονα και αρνητικά.
Είναι, λοιπό, αναμφίβολα απαραίτητο σε τούτο το σημείο να αναφερθούμε στην παγκοσμιοποίηση και το χαρακτήρα της.
To 2018 στο άρθρο μου «Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ – παρελθόν, παρόν και μέλλον» ανάμεσα στα άλλα έγραφα: Θεωρούμε σκόπιμο, να αναφερθούμε στην παγκοσμιοποίηση, έναν όρο που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά από τα μέσα του 20ου αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση, όρος που πρώτη φορά δόθηκε από τον Theodore Levitt, είναι η αυτονόμηση της οικονομίας, κουλτούρας, πολιτισμού, γραμμάτων και τεχνών, της επικοινωνίας και άλλων παραμέτρων, οι οποίες παλαιότερα ήταν προϊόν ενός κράτους μόνο. […]
Ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιάννης Α. Μυλόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Το Περιβάλλον και η Ανάπτυξη στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης» (2015) σημειώνει: Η ανθρωπότητα προχωρεί στον 21ο αιώνα, αντιμετωπίζοντας δύο μείζονες κρίσεις που έχουν την ίδια αιτία: 1.Την οικονομική κρίση, που έχει οδηγήσει σε ύφεση την οικονομία και έχει προκαλέσει μεγάλες ανισότητες και εκτεταμένη φτώχεια και 2. Την περιβαλλοντική κρίση, την υπέρβαση δηλαδή της φέρουσας ικανότητας της γης, με την προϊούσα κλιματική αλλαγή, τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας, την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων και την απειλή για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής. Και οι δύο κρίσεις έχουν τις αιτίες τους στο μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης το οποίο επιβλήθηκε τα τελευταία 25 χρόνια, δίκην μονοδρόμου, σε ολόκληρο τον πλανήτη, το νεοφιλελεύθερο δηλαδή μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.
Στη συνέχεια της ανάλυσής του ο συγγραφέας παρατηρεί ότι έχει μεταφερθεί η λήψη των αποφάσεων και εντέλει και η πραγματική εξουσία από τις κυβερνήσεις των κρατών, σε μια οικονομική ολιγαρχία η οποία αναγορεύτηκε σε απόλυτο κυρίαρχο των αγορών και της παγκόσμιας οικονομίας. Ενώ οι μεγάλοι ρυθμοί του ανταγωνισμού που έφερε η παγκοσμιοποίηση οφείλονται στην εμφάνιση στις διεθνείς αγορές νέων οικονομιών, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος παραγωγής, όπως η Κίνα, η Ινδία κι οι υπόλοιπες χώρες της ΝΑ Ασίας. Κυρίως όμως οφείλονται στις ευκαιρίες που πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που είχαν τη δυνατότητα της μετακίνησης των προϊόντων και του κεφαλαίου τους, να μοιράζουν την παραγωγική τους διαδικασία σε διάφορες περιοχές της γης με χαμηλό κόστος για τους συντελεστές της παραγωγής, ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό στο μέγιστο δυνατό βαθμό το κόστος των προϊόντων τους.
«Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, όπως σήμερα εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται, στερείται οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής νομιμοποίησης. Χρειάζεται ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο: 1) Θα είναι εφικτό. Θα είναι δηλαδή συμβατό με τη φέρουσα ικανότητα της γης και γι’ αυτό και θα μπορεί να στηρίζει διαχρονικά την οικονομική ανάπτυξη και 2) Θα είναι δίκαιο. Θα παρέχει δηλαδή ισότιμες ευκαιρίες πρόσβασης στην ανάπτυξη και την ευημερία σε όλους».
Κατέληγα το άρθρο μου για την Ανάπτυξη με την παρατήρηση: Σε κάποιο χρονικό σημείο θα γεννηθεί ένα άλλο σύστημα, που θα προέλθει από το σημερινό, αφού το νέο ξεπεράσει το παλιό σε μία αναγκαία εκ των πραγμάτων κατεύθυνση. Να προσθέσω, επιλέγοντας, ότι είναι γνωστά στους λογικούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους τα απαραίτητα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά απαιτούμενα βήματα. Ας παλέψουμε όλοι / όλες γι’ αυτά από σήμερα.
Ας επιστρέψουμε όμως στην αφετηρία των σκέψεών μας. Αν δεχόμαστε την αναγκαιότητα της κοινωνίας, αν αποδεχόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κλασικές ελευθερίες ως εγγενές στοιχείο του ανθρώπου στην ιστορική εποχή και στην εποχή μας, οφείλουμε να προβληματιστούμε και να παλέψουμε για τη διεύρυνση και εμπέδωσή τους. Ας δεχτούμε ότι στην ανθρώπινη κοινωνία, απέναντι στα δικαιώματα βρίσκονται οι υποχρεώσεις ανθρώπου προς άνθρωπο.
Αναμφίβολα, η κοινωνία δεν είναι ενιαία, υπάρχουν ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα. Το ζητούμενο είναι η αρμονική συνύπαρξη και συν – λειτουργία των ανθρώπων. Να αποβάλει ο άνθρωπος τα περιττά και να διατηρήσει αυτά που πιστοποιούν την ανθρώπινη ουσία.
Ο εθελοντισμός και η κοινωνική προσφορά είναι ένας δρόμος (μονόδρομος;) για τη βελτίωση της κατάστασης, ταυτόχρονα με τον «άλλον αγώνα» για την αλλαγή της κατάστασης. Η αλληλεγγύη δεν είναι φιλανθρωπία ούτε ιδιοτελής κίνηση του ατόμου. Δεν είναι ατομική ευθύνη αλλά συλλογική η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και κινδύνων. Οι συμμετέχοντες/ οι συμμετέχουσες στην πόλη πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Να αναφέρουμε κάποια στοιχεία για τα κοινωνικά δικαιώματα, την ιδιότητα του πολίτη (στηριγμένοι σε κείμενο του Ακρίτα Καϊδατζή, Δ.Ν., Δικηγόρου που σημειώνει): «Όπου στις κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος γίνεται αναφορά στον ‘πολίτη’, δεν εννοείται ο πολίτης με τη στενή έννοια, δηλαδή ο Έλληνας υπήκοος, αλλά ο ‘κοινωνικός πολίτης’, με άλλα λόγια το ‘μέλος του κοινωνικού συνόλου’ Μέλος του κοινωνικού συνόλου αποτελεί όποιος διαμένει στην Ελλάδα και συμμετέχει στην κοινωνική ζωή […] Ορισμένες ανάγκες και συμφέροντα των μελών μιας κοινωνίας είναι τόσο θεμελιώδους σημασίας, ώστε η διασφάλισή τους δεν μπορεί να (εγ)καταλείπεται στην ατομική τους ευθύνη, αλλά ανήκει στην ευθύνη της οργανωμένης κοινότητας».
Γίνεται στις μέρες μας πολύς λόγος για εθελοντισμό και εθελοντικές οργανώσεις. Θα επικαλεστούμε στοιχεία και διατυπώσεις από κείμενα που αναφέρονται στα θέματα αυτά.
Η 5η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως Διεθνής Ημέρα Εθελοντισμού για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη το 1985, με απόφαση της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ για να αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στα εκατομμύρια των εθελοντών, που είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του ανθρώπου, συχνά με κίνδυνο της ζωής τους. Βέβαια, αρκετοί μιλούν για εκμετάλλευση του και αντιμετώπιση των εθελοντών όταν θεωρούνται ή εκλαμβάνονται ως «δωρεάν εργατικά χέρια». Ο εθελοντισμός είναι ηθελημένη παροχή υπηρεσιών χωρίς το κίνητρο της υλικής ανταμοιβής, προς όφελος της κοινωνίας. Ο εθελοντισμός δεν είναι υποχρεωτικός, δηλαδή στηρίζεται στην αυτόβουλη συμμετοχή του ενεργού πολίτη. Εθελοντής χαρακτηρίζεται και εκείνος που συνεισφέρει υλικά αγαθά σε καταστάσεις που αυτά θεωρούνται αναγκαία για την κάλυψη ανθρωπίνων αναγκών, χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Στόχος ενός εθελοντή είναι η βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών, αθλητικών, εκπαιδευτικών και άλλων θεμελιωδών αναγκών μιας κοινωνίας.
Υπάρχει επίσημος εθελοντισμός – προσφορά προς μία μη κυβερνητική οργάνωση ή ίδρυμα – και ανεπίσημος – προσφορά σε προσωπικό επίπεδο. Οι τομείς που μπορεί να δραστηριοποιηθεί κάποιος είναι απεριόριστοι. Ο εθελοντισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το ήθος, τις ανάγκες, τα όνειρα και τις δυνατότητες του ενεργού πολίτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε κατά το Ευρωπαϊκό Έτος Εθελοντισμού ένα εγχειρίδιο προορισμένο για σχολικές κοινότητες, προκειμένου να προαγάγει την αξία του στις μικρές ηλικιακά κοινωνικές ομάδες της χώρας.
Ο τρόπος με τον οποίο διαφέρει ο εθελοντισμός από τις άλλες πράξεις αλληλεγγύης, είναι ότι στηρίζεται σε εργασία που γίνεται σε οργανωμένα πλαίσια, χωρίς να υπαγορεύεται από κανόνες ανταποδοτικότητας στα πλαίσια της οικογένειας, της συγγένειας, της φυλής, ή της ιδιότητας του μέλους οργάνωσης. Απευθύνεται στο κοινωνικό σύνολο, χωρίς να κάνει διακρίσεις σύμφωνα με το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική τάξη και θέση, την εθνότητα, την πίστη. Γι’ αυτό εξάλλου ο εθελοντισμός προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα.
Ο εθελοντισμός περιλαμβάνει προσφορά εργασίας, ειδών και χρημάτων. Μια πολύ σύγχρονη μορφή εθελοντισμού είναι η προσφορά και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, καθώς και η ανταλλαγή χρόνου. Λόγω της οκονομικής κρίσης και της αύξησης των μεταναστών η διάθεση χρόνου είναι πολύ χρήσιμη. Διαθέτοντας ο άνθρωπος εθελοντικά το χρόνο του για το κοινό καλό, ωφελείται τα μέγιστα. Συνδέεται με το στενότερο και το ευρύτερο περιβάλλον, ενώ ταυτοχρονα αναγνωρίζει και αξιοποιεί τις προσωπικές του δεξιότητες, γνωρίζει νέες κουλτούρες και πολιτισμούς, αναπτύσσει τις κοινωνικές του δεξιότητες, δημιουργεί νέες φιλίες και νέες συνεργασίες. Να σημειώσουμε όμως ότι κάθε εθελοντής θα πρέπει να προσέχει και να σέβεται πρωτίστως τον εαυτό του, όπως και τους άλλους στους οποίους προσφέρει.
Ολοκληρώνοντας τον κύκλο των σκέψεών μας, νιώθω βαθιά την ανάγκη να πούμε δυο λόγια για το σχολείο και τη θέση της κοινωνικής προσφοράς και του εθελοντισμού σ’ αυτό. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων οφείλουν να ασκούν τα μέλη του στην εργασία και στη συνεργασία. Ιδιαίτερα μάλιστα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ο εθελοντισμός και η κοινωνική προσφορά ας αποτελούν το «μέγιστον μάθημα».
«Δίνετε, αλλά λίγο από τα αποχτήματά σας. Μόνο όταν δίνετε από τον εαυτό σας δίνετε πραγματικά. Υπάρχουν εκείνοι που δίνουν λίγα από τα πολλά που έχουν – και τα δίνουν για αναγνώριση, και αυτή η κρυφή τους επιθυμία κάνει τα δώρα τους μισερά. Και υπάρχουν εκείνοι που έχουν λίγα και τα δίνουν όλα. Αυτοί είναι εκείνοι που πιστεύουν στη ζωή, στην αφθονία της ζωής, και το σεντούκι τους δεν αδειάζει ποτέ. Υπάρχουν εκείνοι που δίνουν με χαρά, και η χαρά αυτή είναι η ανταμοιβή τους» (Χαλίλ Γκιμπράν, Λίβανος 1883 – ΗΠΑ 1931).
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής