Είδαμε αγαπητοί φίλοι, στο Μέρος 1 τις λεπτομέρειες της πορείας που ακολούθησε η τύχη του τάφου αλλά και του σώματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ό,τι σας ανέφερα στο Μέρος 1 είναι ιστορικά – επιστημονικά τεκμηριωμένα βάσει των πρωτοτύπων πηγών. Θα μου επιτρέψετε όμως, στο Μέρος 2ο, να γίνει μία διάκριση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Η συνέχεια της έρευνάς μου για το σώμα αλλά και τον τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βασίζεται κυρίως σε μαρτυρίες και αναφορές χωρίς όλα όμως να τεκμηριώνονται μέσα από ιστορικές πηγές. Έτσι, θα αφήσω στον καθένα από εσάς να κάνει ενδόμυχες σκέψεις και εικασίες, βάσει της λογικής αλλά και της φαντασίας του καθενός σας. Σας θυμίζω πως η τελευταία επίσημη ιστορική αναφορά για τον τάφο αλλά και για το σώμα του Μέγα Στρατηλάτη είναι αυτή του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβίρου (306 μ.Χ.) ο οποίος σφράγισε τον τάφο μαζί με διάφορα μυστηριώδη βιβλία και παπύρους.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Κουίντος Κούρτιους Ρούφους και ο Ιουστίνος, αναφέρονται πολλές φορές στην όαση της Σίβα, όπου ο Αλέξανδρος είχε την προσωπική του επιθυμία να ταφεί εκεί, κοντά στο Ναό του Άμμωνα Δία. Εκεί όπου οι ιερείς του αποκάλυψαν την θεϊκή του καταγωγή και τον αποκάλεσαν Φαραώ της Αιγύπτου. Στα νομίσματα που κόπηκαν μετά την επίσκεψή του αυτή, ο Αλέξανδρος θεωρούνταν ο «Δικέρατος» ή «η Αίγα των Αιγών», αυτοί που έγραφαν στις προφητείες ότι ο Αλέξανδρος θα ξαναεπισκεφθεί τον πατέρα του Δία τον Δικέρατο. Ο «Ντουλ Καρνέϊ» ο Αλέξανδρος επέστρεψε τελικά στον ναό του Άμμωνα Διός; Η ιστορία λέει πως όχι.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347 – 407 μ.Χ.) διερωτάται: Πού να βρίσκεται άραγε ο τάφος και το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου; (Επιστολή προς Κορινθίους, ομιλία 26, κεφάλαιο 12) ζητά να του δείξει η Θεία Χάρη, πού να βρίσκεται θαμμένος ο βασιλιάς των Ελλήνων, ο Μέγας Αλέξανδρος;
Προχωρώντας στο χρόνο, πλησιάζουμε στο τέλος του 4ου αιώνα προς τον 5ο αιώνα μ.Χ. όπου πραγματοποιείται, ίσως, η εύρεση του τάφου από τον Αβά Σισσόη (367 – 429 μ.Χ.), που είναι ένα κομβικό πρόσωπο κατά τη γνώμη μου και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και έρευνας. Ο Αβάς Σισσόης, λέγεται ότι επισκέφθηκε τον τάφο του Αλεξάνδρου μαζί με τους μαθητές του, όπου και «συνομίλησε» με τον νεκρό Αλέξανδρο για την ματαιοδοξία της εξουσίας και της κατάκτησης σε τούτο τον κόσμο, μιας και κανείς δεν μπορεί να νικήσει τελικά τον θάνατο.
Ο όσιος Σισσόης απεικονίζεται σε πολλές αγιογραφίες διαφόρων Μονών, σχετικά με την επίσκεψή του στον τάφο του Αλεξάνδρου με τους μαθητές του. Στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων για παράδειγμα, εικόνα του 1566 υπάρχει και η σχετική επικεφαλίδα τούτης της επιγραφής που λέει: «Ο Σισσόης ο Μέγας εν ασκηταί έμπροσθεν του τάφου του Βασιλεύ των Ελλήνων, Αλεξάνδρου».
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Επισκέφθηκε πράγματι ο Αβάς Σισσόης τον τάφο του Αλέξανδρου ή είναι αποκύημα της φαντασίας του αγιογράφου μοναχού που τον καλλιτέχνησε;
Και από τον 5ο αι. μ.Χ. περνάμε στη λήθη. Έχουμε 500 περίπου χρόνια σιωπής. Ώσπου φτάνουμε στο 944 μ.Χ. όταν ο περιηγητής Μασούντι μας μιλάει στα γραπτά του για ένα παρεκκλήσι όπου εικάζεται ότι ήταν ο τάφος του Ισκαντέρ και εκεί ακριβώς ο κόσμος προσευχόταν. Οι μαρτυρίες, οι πηγές, ακόμη ακόμη και οι ιστορίες σχετικά με τον τάφο του Αλεξάνδρου, χάνονται και πάλι για άλλα 500 περίπου χρόνια, μέχρι που φτάνουμε στον 16ο αι. όπου ο Λέων ο Αφρικανός (ο Χασάν Ιμπ Μοχάμεντ Αλ Μουαζάντ) στη Γρανάδα, όπου στη Ρώμη ονομάστηκε Ιωάννης Λέων των Μεδίκων, γράφει ότι οι Μωαμεθανοί έδειχναν κάτι ερείπια στην Αλεξάνδρεια τα οποία ήταν τμήμα αρχαίου Ναού όπου, υποτίθεται, ότι βρισκόταν ο τάφος του Αλεξάνδρου και οι Μουσουλμάνοι τον θεωρούσαν τόπο ιερό και Άγιο προσκυνήσεως.
Τον 18ο αι. μ.Χ. έχουμε ιστορικές αναφορές για αποτυχημένες προσπάθειες διαφόρων Ευρωπαίων και Αμερικανών ερευνητών για την ανακάλυψη του σώματος και του τάφου του Μεγάλου Στρατηλάτη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1737, ο Δανός καπετάνιος Λόρντεν, απέτυχε, μετά από πολλές προσπάθειες, να τον ανακαλύψει. Το 1768, ο Τζέϊμς Μπρους, προσπάθησε, επίσης, να ανακαλύψει τον τάφο του στην Αλεξάνδρεια, μάταια. Στα τέλη του 18 αι., όταν επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια ο Ιταλός Σεστρίνι, οι Αιγύπτιοι του έδειξαν, ως πιθανή τοποθεσία για τον τάφο του, το τζαμί του Αταρίνου. Και από τον 18ο αι. περνάμε στον 19ο αι. όπου αρκετοί, και μάλιστα πολύ γνωστοί, αρχαιολόγοι, ψάχνουν για το σώμα αλλά και για τον τάφο του Αλεξάνδρου, μεταξύ αυτών και ο περίφημος Ερρίκος Σλήμαν.
Το 1803 ο Ρώσος Αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος από το Κίεβο προσπάθησε κι αυτός με πάρα πολλά χρήματα να βρει τον τάφο αλλά καταλήγει ότι μέχρι τον 15ο αι. η θέση του τάφου ήταν γνωστή, αλλά τώρα, ακόμη και η παράδοση αυτού, έχει χαθεί.
Πολύ σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες των ξεναγών της Αλεξάνδρειας. Αυτοί παρουσιάζουν στους επισκέπτες, ως την τοποθεσία του τάφου, την παλιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που επάνω της ήταν το Τζαμί του Αταρίνου, διότι στην εσωτερική αυλή του υπήρχε μία σαρκοφάγος από γρανίτη, καλυμμένη με ιερογλυφικά. Στις αρχές του 19ου αι., οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, είχαν διαφορές σχετικά με την κατοχή της σαρκοφάγου. Οι Αιγύπτιοι ενημέρωσαν τους Άγγλους ότι ο στρατός του Ναπολέοντα την είχε πάρει από την Αίγυπτο το 1801. Τελικά οι Άγγλοι βρήκαν τη σαρκοφάγο παρατημένη στο Γαλλικό Νοσοκομείο και την έστειλαν στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λονδίνο. Μετά την ανάλυση της ιερογλυφικής γραφής, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για την σαρκοφάγο όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα του Φαραώ Νεκτανεμό, του τελευταίου Φαραώ πριν μπει ο Αλέξανδρος στην Αίγυπτο.
Περνάμε τώρα σε μία άλλη, άκρως ενδιαφέρουσα μαρτυρία, αυτή του Αμβρόσιου Σκυλίτση. Ο Αμβρόσιος Σκυλίτσης, ήταν διερμηνέας και διακεκριμένο μέλος της Ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια. Το 1850 ήταν δραγουμάνος – διερμηνέας της Υψηλής Πύλης στο Ρωσικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας. Μας δίνει την εξής σημαντική πληροφορία: Ότι κατάφερε να εισχωρήσει στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είπε ότι ακολούθησε υπόγειες μυστικές στοές κάτω από το Τζαμί του Νάμπι Ντανιέλ στο κέντρο της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας και υποστήριξε ότι είδε με τα μάτια του, μέσα από την οπή μιας ξύλινης πόρτας, ένα σώμα με το κεφάλι ακουμπισμένο ελαφρά μέσα σε ένα κρυστάλλινο φέρετρο. Πάνω στο κεφάλι του υπήρχε ένα χρυσό διάδημα και ότι γύρω από το φέρετρο υπήρχαν διάσπαρτοι πάπυροι, χειρόγραφα και βιβλία. Μας λέει επίσης ο Αμβρόσιος Σκυλίτσης ότι έκανε γραπτή αναφορά στο Πατριαρχείο για όσα είδε, όμως τούτη η γραπτή αναφορά, δε βρέθηκε ποτέ παρά τις επισταμένες έρευνες στα αρχεία του Πατριαρχείου.
Από στόμα σε στόμα η ιστορία διαδόθηκε, όμως όταν αργότερα ζητήθηκε άδεια για εξερεύνηση της κρύπτης, ο Σεΐχης δεν το επέτρεψε και ένας υπόγειος διάδρομος είχε μυστηριωδώς σφραγιστεί.
Το Τζαμί του Νάμπι Ντανιέλ βρίσκεται πολύ κοντά στο Τζαμί του Αταρίνου και λέγεται ότι συνδέονται μεταξύ τους με υπόγειους μυστικούς διαδρόμους. Επειδή οι Άραβες αναφέρονταν στον Αλέξανδρο ως Νάμπι Ισκάντερ, ταύτισαν τον Αλέξανδρο – Νάμπι Ισκάντερ με το Τζαμί Νάμπι Ντανιέλ. Επίσης, λέγεται ότι το Τζαμί αυτό χτίστηκε πάνω στη θέση ενός παλαιότερου ναού, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Θεό Ντουλ Καρνέϊ τον δικέρατο.
Το 1865 ο Κεντίβ Χεβίβ Ισμαήλ, ζήτησε από τον Μαχμούτ Μπέη Ελ Φαλάκη να σχεδιάσει έναν χάρτη της αρχαίας πόλης της Αλεξάνδρειας. Ο χάρτης του Ελ Φαλάκη ολοκληρώθηκε το 1866 και βρίσκεται σήμερα στο Αlexandria and mediterranean research center. Ο Μαχμούτ Μπέη Ελ Φαλάκη, γνωστός Αιγύπτιος αστρολόγος αλλά και περίφημος μηχανικός – αρχιτέκτων, επισκέφθηκε την κρύπτη κάτω από το Τζαμί Νάμπι Ντανιέλ δέκα χρόνια μετά τη μαρτυρία του Σκυλίτση και ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι βρέθηκε σε μια μεγάλη αίθουσα με θολωτή οροφή. Η αίθουσα ήταν πλακόστρωτη και από αυτή εκτείνονταν διάδρομοι προς τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι διάδρομοι είχαν μεγάλο μήκος και ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, γι’ αυτό και ο Ελ Φαλάκη δεν κατάφερε να τους ερευνήσει εξ’ ολοκλήρου.
Στα τέλη του 19ου αι., το 1874, ο Νερούτσος γράφει για την ανεύρεση μεγάλων γρανιτένιων και μαρμάρινων στηλών κατά την ανασκαφή δύο σπιτιών για λογαριασμό του εύπορου Κατάουι Μπέη, μπροστά από το Τζαμί Νάμπι Ντανιέλ, ενώ ο Ερρίκος Σλήμαν, αφού περίμενε αρκετό καιρό υπομονετικά για να πάρει την επίσημη άδεια ανασκαφών γύρω από το Τζαμί του Νάμπι Ντανιέλ, το 1887 τελικά, δεν την πήρε, ενώ προηγουμένως ο Μπότι επιβεβαιώνει τα ευρήματά του και αναφέρεται σε παλαιοχριστιανική εκκλησία, κοντά στο Κον Ελ Ντίκα, δίπλα στο Τζαμί Νάμπι Ντανιέλ, η οποία αποκαλούνταν Εκκλησία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 1893, ο Ιονίδης αναφέρει σε έκθεσή του την ανακάλυψη ενός νεκροταφείου των Πτολεμαίων ενώ έψαχνε για τον τάφο του Αλεξάνδρου.
Μέχρι το 1953, οι Αιγυπτιακές αρχές ήταν εντελώς απρόθυμες να επιτρέψουν ανασκαφές στην περιοχή του Τζαμιού Νάμπι Ντανιέλ, όχι μόνο γιατί αποτελούσε τόπο προσκυνήματος αλλά διότι ήταν και χώρος ταφής μελών της κυβερνώσας οικογένειας. Η δυναστεία των Άλη τελειώνει στην Αίγυπτο μετά το θάνατο του βασιλιά Φαρούκ και της συζύγου του Ναριμάν.
Μετά τη μοναρχία ξεκινούν και πάλι οι αποστολές. Πρώτοι οι Πολωνοί διεξήγαγαν συστηματικές ανασκαφές στον χώρο του Κον Ελ Ντίκα, πολύ κοντά στο Τζαμί Νάμπι Ντανιέλ. Ανακάλυψαν Ρωμαϊκό αμφιθέατρο, λουτρά, δεξαμενές, μια Ρωμαϊκή κατοικία και μια μικρή μαρμάρινη κεφαλή του Αλεξάνδρου, πιθανότατα του 2ου αι. μ.Χ. Δυστυχώς, ο τάφος και το σώμα του Αλεξάνδρου δεν βρέθηκαν.
Το δεύτερο μισό του 20 αι. πολύ σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν από τον Ιταλό αρχαιολόγο Ακίλε Αντριάνι. Το 1964, ο Αντριάνι, σε ένα Ρωμαϊκό νεκροταφείο, ανακάλυψε έναν τεράστιο τάφο από αλάβαστρο και θεώρησε πως αυτός ήταν ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δυστυχώς ο Ακίλε Αντριάνι πέθανε το 1982 χωρίς να προλάβει να ανακοινώσει τα ευρήματά του. Ο φοιτητής του όμως και αργότερα μεγάλος καθηγητής αρχαιολογίας Μπόνα Κάζα, τα επόμενα 20 χρόνια, κατέληξε ότι ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι σίγουρα στην Αλεξάνδρεια. Επίσης, ότι τελικά η Ρωμαϊκή κατοικία που βρήκε ο δάσκαλός του, δεν ήταν του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά ενός πολύ πλούσιου Ρωμαίου που θέλησε να τον μιμηθεί. Αυτό το μαρτυρά και ο καθηγητής αρχαιολογίας Ελ Φακ Χαρανί, ο οποίος πήρε άδεια από τις Αιγυπτιακές αρχές να σκάψει στο Λατινικό κοιμητήριο ώστε να βρει τον τάφο του Αλεξάνδρου. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε κι αυτός να ολοκληρώσει τις ανασκαφές.
Επίσης, πολύ σημαντικές προσπάθειες ανασκαφών κάνει στο χώρο της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας και η δική μας Καλλιόπη Παπακώστα, με σπάνια ευρήματα. Οι ανασκαφές της βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και περιμένουμε δημοσιεύσεις.
Τεράστιο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η περίπτωση του Τύμβου Καστά στην Αμφίπολη η οποία είναι ακόμη σε εξέλιξη από την αρχαιολόγο Κατερίνα Περιστέρη και αναμένουμε συμπεράσματα και νέες ανακοινώσεις με μεγάλη αγωνία.
Παρ’ όλο που μέχρι σήμερα οι Αιγυπτιακές Αρχές έχουν δώσει την άδεια σε 140 παγκόσμιες αποστολές να διεξάγουν ανασκαφές για την ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δυστυχώς, αυτός και το σώμα του δεν έχουν ακόμη βρεθεί.
Επιμέλεια ιστορικής έρευνας:
Μπατζακίδης Φ. Γεώργιος
Απόφοιτος Ε.Α.Πανεπιστημίου με μεταπτυχιακές σπουδές
στον Ελληνικό Πολιτισμό και Ιστορία.