Ο συγγραφέας Αϊτίν Ομέρογλου μιλά στο «Ε» για την επίσκεψη Ερντογάν
Σχολιάζει το αίτημα του Τούρκου προέδρου για «εκλογή Αρχιμουφτή» και εξηγεί από πού πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση για τις μειονότητες
Ο συγγραφέας από το μειονότητα Αϊτίν Ομέρογλου σε συνέντευξή του στο «Ε» αναφέρεται στην επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα και αναφερόμενος στο ζήτημα των μειονοτήτων των δύο πλευρών, σχολιάζει το αίτημα του Τούρκου προέδρου για «εκλογή Αρχιμουφτή», αλλά και γιατί κεντρικό πυλώνα κάθε συζήτησης για τις μειονότητες πρέπει να αποτελεί η εδραίωση στενής ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας στα «βήματα» Βενιζέλου-Ατατούρκ
Πώς ερμηνεύετε την επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν;
Η επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας κυρίου Ερντογάν στην Ελλάδα ήταν ένα πολύ σημαντικό και θετικό γεγονός. Όμως αναρωτιέμαι γιατί έγινε μετά από 65 χρόνια! Απαντώντας αυτή την ερώτηση να θυμήσουμε την επίσημη επίσκεψη του Ελευθέριου Βενιζέλου τον Οκτώβριο του 1930 στην Άγκυρα. Τότε που θεμελιώθηκε η ελληνοτουρκική φιλία και στενή συνεργασία. Βενιζέλος και Ατατούρκ υπέγραψαν το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας. ταυτόχρονα υπογράφηκε και το Πρωτόκολλο για τους Ναυτικούς Εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και η Σύμβαση Εμπορίου. Αυτό το πρωτόκολλο προέβλεπε κοινή αγορά μεταξύ των δύο χωρών. Στη συζήτηση μεταξύ Ατατούρκ και Βενιζέλου σχετικά με τα σύνορα, ο πρώτος πιάνοντας το χέρι του δεύτερου λέει: «Αγαπητέ μου κύριε πρωθυπουργέ, σας δηλώνω επίσημα ότι μετά την υπογραφή αυτής της συμφωνίας τα σύνορα των δύο χωρών δεν έχουν καμία σημασία. Είναι σαν αυτό το σύνορο να μην υπάρχει». Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τους Ναυτικούς Εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και τη Σύμβαση Εμπορίου. 15.000 Έλληνες πολίτες πήγαν στην Τουρκία, κυρίως στην Ιστανμπούλ που εκεί άνοιξαν εργοστάσια, έκαναν εμπόριο και διάφορα άλλα επαγγέλματα. Ενώ από την Τουρκία ήρθαν μόνο έξι τούρκοι πολίτες στην Ελλάδα.
Πώς εξηγείτε αυτό το γεγονός;
Εκείνη την εποχή στην Τουρκία δεν υπήρχε αναπτυγμένη εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη. Εκτός από αυτό στη χώρα υπήρχαν πιο μεγάλες δυνατότητες. Οι έλληνες πολίτες που πήγαν στην Τουρκία υπολογίζω ότι οι πιο πολλοί ήταν πρόσφυγες, οι οποίοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα
Μετά το θάνατο του Ατατούτκ το Πρωτόκολλο για τους Ναυτικούς Εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και η Σύμβαση Εμπορίου. Σιγά σιγά έχασε τη σημασία του.
Γιατί όμως;
Η απάντηση είναι ως εξής: Όπως ξέρουμε Ελλάδα και Τουρκία δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουμε τη βιομηχανική επανάσταση. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαρτημένη οικονομία από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Και οι δύο χώρες ακολούθησαν την κρατική μικτή οικονομία. Δηλαδή ιδιωτικός και κρατικός τομέα ήταν δύο βασικοί πυλώνες της οικονομίας. Η διαμόρφωση της πολιτικής ώστε να υποστηρίζει τα συμφέροντα του λαού ήταν μία βασική αρχή της οικονομικής πολιτικής του κεμαλικού καθεστώτος. Μετά το θάνατο του Ατατούρκ οι κυβερνήσεις ξέφυγαν από αυτή την αρχή. Η αστική τάξη εκμεταλλεύτηκε τον κρατικό τομέα για προσωπικά και ταξικά συμφέροντα. Αυτή η εξέλιξη άνοιξε το δρόμο για να γίνει πιο αδύναμη η οικονομία και να χάσει την ανταγωνιστικότητά της.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε μεγάλη καταστροφή στην Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο, η παγκόσμια πολιτική διασπάστηκε σε δύο μέτωπα, ΗΠΑ και ΣΣΔΕ. Για την οικονομική ανάπτυξη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών ο εξωτερικός υπουργός Μάρσαλ των Ηνωμένων Πολιτειών στις 7 Ιουνίου του 1947 έκανε μία πρόταση βοήθειας. Τον Ιούλιο συγκεντρώθηκαν 16 χώρες στο Παρίσι και σχημάτισαν μία επιτροπή που διαπίστωσε τις ανάγκες των χωρών. Συνολικά, η Ελλάδα πήρε 376 εκ. δολάρια και η Τουρκία 137. Η βοήθεια των ΗΠΑ δεν είχε σκοπό μόνο την οικονομική στήριξη, αλλά σαν υπερδύναμη στον ανταγωνισμό με τη Σοβιετική Ένωση είχε σκοπό να ελέγξει το δυτικό μέτωπο. Με την πρωτοβουλία Γερμανίας-Γαλλίας θεμελιώθηκε η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες κατάφεραν την οικονομική ανάπτυξή του χάρη στη βιομηχανική επανάσταση. Δυστυχώς, η Ελλάδα και η Τουρκία, εντασσόμενες στο ΝΑΤΟ και μπαίνοντας κάτω από την ομπρέλα των ΗΠΑ έχασαν την ανεξαρτησία τους και στην οικονομία και στην πολιτική. Γίναμε «φρουρά των ΗΠΑ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η επίσκεψη του Τζελάλ Μπαγιάρ το 1952 πραγματοποιήθηκε κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ο βασικός σκοπός του δεν ήταν να φέρει την ελληνοτουρκική φιλία και συνεργασία ένα βήμα μπροστά στον οικονομικό τομέα. Μέτρα, όπως οι φορολογικές επιβαρύνσεις, τα Σεπτεμβριανά του 1955 και η απέλαση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, όλα αυτά τα γεγονότα ήταν αναπόφευκτα αποτελέσματα της αλλοτρίωσης της κεμαλικής πολιτικής. Η μονόπλευρη κατάργηση του 1964 ου Πρωτοκόλλου για τους Ναυτικούς Εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και της Σύμβασης Εμπορίου από την Τουρκία ήταν το καταστροφικό χτύπημα στην ελληνοτουρκική φιλία και συνεργασία. Κατά τη γνώμη μου αυτή η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης ήταν μια τουρκική «μικρασιατική καταστροφή». Σχολιάζοντας την επίσκεψη του Ερντογάν πρέπει κανείς να θυμάται τη μεγάλη ζημιά που έφερε και στις δύο χώρες η απομάκρυνση από τη φιλία και στενή συνεργασία που θεμελιώθηκε από τον Ατατούρκ και τον Βενιζέλο.
Ποια προβλήματα υπάρχουν σήμερα μεταξύ των δύο χωρών;
Τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών είναι Αιγαίο, Κυπριακό και οι μειονότητες. Για το Αιγαίο και την Κύπρο, οι δύο μειονότητες δεν έχουν να πουν κάτι. Οι δύο μειονότητες θέλουν και εύχονται τα δύο κράτη, μέσω διαλόγου να λύσουν τις διαφορές τους.
Πώς σχολιάζετε τις δηλώσεις του Ερντογάν σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα;
Το ότι είπε για Αρχιμούφτη ήταν μία γκάφα. Στέφομαι ότι ο Ερντογάν δεν ενημερώθηκε σωστά. Η Συνθήκη της Λωζάνης δε μιλάει ούτε για Αρχιμουφτή, ούτε για εκλογή του μουφτή. Το άρθρο 38 αναφέρεται στις θρησκευτικές ελευθερίες, σημειώνοντας “Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας δικαιούνται να πρεσβεύωσιν ελευθέρως, δημοσία τε και κατ’ ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν ή δοξασίαν ων η άσκησις δενήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημόσιαν τάξιν και τα χρηστά ήθη.” Αμοιβαία, ισχύει το ίδιο και για την Ελλάδα.
Η αρχή του μουφτή και η εκλογή του είναι θέμα της Συνθήκης της Αθήνας 1913. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι. Τα θρησκευτικά δικαιώματα που προέβλεπε αυτή η συνθήκη προσαρμόστηκε το Νόμο 2345/1920 στο εσωτερικό δίκαιο. Αυτός ο νόμος προέβλεπε εκλογή του μουφτή, με ένα τρόπο, ανάλογο με αυτό της εκλογής βουλευτών. Δηλαδή, οι μουσουλμάνοι θα πήγαιναν στις κάλπες. Σχετικά άρθρα αυτού του νόμου ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. Εκλογή των μουφτήδων ποτέ δεν έγινε. Ο διορισμός του μέχρι το 1930 γινόταν σε παζαρέματα μεταξύ αντικεμαλικών φυγάδων εδώ στη Θράκη και τις τοπικές ελληνικές αρχές. Μετά την ελληνοτουρκική φιλία του 1930 η ελληνική κυβέρνηση έδιωξε τους φυγάδες από τη Θράκη. Από τότε ο διορισμός γινόταν από μειονοτικούς βουλευτές και τις ελληνικές αρχές. Η μειονότητα από το 1923 ζητάει την εκλογή των μουφτήδων. Με την ανοιχτή παρέμβαση της κυβέρνησης του Οζάλ, ο Φαΐκογλου και ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχθηκαν ανεξάρτητοι βουλευτές το 1990. Αυτοί οι δύο ενέργησαν σαν κράτος μέσα στο κράτος. Ανακοίνωσαν εκλογή του μουφτή, πρώτα στην Ξάνθη και μετά στην Κομοτηνή και άνδρες μουσουλμάνοι κλήθηκαν μετά την προσευχή της Παρασκευής να εκφράσουν τη γνώμη τους σηκώνοντας τα χέρια τους ψηλά για να εκλέξουν τον μουφτή της επιλογής του. Αυτή η πράξη εκλογής του μουφτή δεν βασιζόταν σε κανένα νόμο. Εκτός από αυτό ήταν αντίθετη με τον κανόνα της Συνθήκης της Αθήνας το 1913 στην οποία είχαν δικαίωμα και γυναίκες μουσουλμάνες να συμμετέχουν στην εκλογή. Όπως είναι γνωστό, στην Ξάνθη εκλέχθηκε ο Αγγά και στην Κομοτηνή ο Ιμπραήμ Σερήφ. Μετά το θάνατο του Αγγά με τον ίδιο τρόπο εκλέχθηκε και ο Μετέ. Επειδή δεν έχει μία νομική βάση η υπόθεση των εκλεγμένων μουφτήδων, στο δικαστήριο του Στρασβούργου δεν τέθηκε θέμα παραβίασης δικαιώματος αιρετού. Η Ελλάδα καταδικάστηκε, όχι γιατί δεν τους αναγνωρίζει, αλλά για παραβίαση του δικαιώματος έκφρασης. Σε αυτό τον τομέα, μπαίνει η ζωτική ερώτηση. Τι ωφέλεια έχει η κυβέρνηση που την εμποδίζει αν τροποποιηθεί ο νόμος ώστε να γίνουν νόμιμες εκλογές. Η ελληνική Πολιτεία είναι σε δίλημμα όσον αφορά το τι έχει προτεραιότητα. Κράτος δικαίου στην Ελλάδα ή μερικά εκατομμύρια ευρώ που έρχονται από την Τουρκία για τους εκλεγμένους μουφτήδες. Έχω την εντύπωση ότι τα εκατομμύρια έχουν πιο πολλή σημασία. Αυτή η στάση της ελληνικής Πολιτείας είναι μία αδυναμία την οποία εγώ δε χωνεύω.
Ποια είναι η λύση στην εκλογή του μουφτή;
Από το 1980 άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των θεολόγων στη μειονότητα. Σήμερα υπολογίζω ότι είναι πάνω από 60. Ο καινούριος νόμος για την εκλογή του μουφτή μπορεί αν τροποποιηθεί ως εξής: να προβλέπει μία επιτροπή από θεολόγους, αυτοί μεταξύ τους να συζητούν και να εκλέγουν σε κάθε μουφτεία τρεις ικανούς υποψήφιους. Έναν από αυτούς να διορίζει η κυβέρνηση σαν εκλεγμένο μουφτή. Η λειτουργία των μουφτήδων πρέπει να εκσυγχρονιστεί. Ένα παράδειγμα η υπόθεση της κ. Χατιτζέ Μολλά στο ΕΔΔΑ.
Ποια είναι η σημασία του όρου Τούρκος και γιατί δεν είναι δυνατή η χρήση του σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης;
Ο όρος «Τούρκος» εννοεί πολίτες της Τουρκίας. Έχει και το νόημα της εθνικής καταγωγής. Η ελληνική Πολιτεία λέει ότι η μειονότητα αποτελείται από τρεις εθνικότητες: τούρκοι, πομάκοι και ρομά. Αυτή την πραγματικότητα δέχθηκε και ο Ερντογάν. Εδώ μπαίνει ένα ζήτημα: Στην περίπτωση που οι δύο χώρες αποφασίσουν μία ανταλλαγή πληθυσμών, οι Έλληνες της Πόλης θα έρθουν στην Ελλάδα, οι μουσουλμάνοι της Θράκης θα πάνε στην Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής αισθάνονται ότι ανήκουν στο τουρκικό έθνος της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Και αυτό είναι μία άλλη πραγματικότητα. Εκτός από αυτό η ελληνική Πολιτεία από το 1923 διδάσκει την τουρκική γλώσσα στα μειονοτικά σχολεία και στους πομάκους και στους ρομά. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Λωζάνης αναφέρει: «Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις, ένθα διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων, μη μουσουλμάνων η Τουρκική Κυβέρνησις θα παρέχη ως προς την δημοσίαν εκπαίδευσιν, τας προσήκουσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής εν τη ιδία αυτών γλώσση, της διδασκαλίας εις τα τέκνα των εν λόγω τούρκων υπηκόων. Η διάταξις αύτη δεν κωλύει την Τουρκικήν Κυβέρνησιν να καταστήση υποχρεωτικήν την διδασκαλίαν της τουρκικής γλώσσης εν τοις ειρημένοις σχολείοις.”. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Τώρα να απαντήσω γιατί η επίσημη χρήση του όρου «Τούρκος» δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 45, που προβλέπουν:
Άρθρον 37. Η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι εν τοις άρθροις 38 – 44 περιεχόμεναι διατάξεις αναγνωρισθώσιν ως θεμελιώδεις νόμοι, όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει ή εν αντιθέσει προς τας διατάξεις ταύτας και όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις κατισχύωσιν αυτών.
Άρθρον 45. Τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας.
Όπως βλέπουμε με το άρθρο 45 οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν στην αρχή της αμοιβαιότητας. Γι’ αυτό το λόγο κανένας νόμος, κανένας κανονισμός ή επίσημη πράξη δεν μπορεί να αντιταχθεί στο άρθρο 37, ακριβώς επειδή οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν για την αμοιβαιότητα, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης. Γι’ αυτό το λόγο και η ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να κάνει χρήση του όρου «Τούρκος» σε νόμο ή επίσημη πράξη.
Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο με διάλογο μεταξύ των δύο χωρών.
Τελειώνοντας, εύχομαι οι δύο χώρες να προσπαθήσουν να παλινορθώσουν την ελληνοτουρκική φιλία και στενή συνεργασία που θεμελίωσαν Βενιζέλος και Ατατούρκ. Στην επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα το 1930, ο Ατατούρκ, δεχόμενος έλληνες δημοσιογράφους τους είπε: «Χαίρομαι που βρίσκεστε εδώ, ο Τύπος στη συμφιλίωση παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο». Εγώ προσωπικά, σαν ένας συγγραφέας της μειονότητας καλώ τα Μέσα Ενημέρωσης να ενεργήσουμε σαν φίλοι του Βενιζέλου και του Ατατούρκ για να χτίσουμε ξανά αυτή τη φιλία, όπως την οραματίστηκαν το 1930.