Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα Το κλείσιμο του Δωδεκαήμερου στην λαϊκή παράδοση

Το κλείσιμο του Δωδεκαήμερου στην λαϊκή παράδοση

0
ragoutsaria

Ραγκουτσάρια και καλικάντζαροι έρχονται στο σήμερα από τα αρχαία μικρά Διονύσια

Η συνεργάτης του «Ε» βρέθηκε στην Καστοριά, όπου τα Ραγκουτσάρια πλέον αποτελούν προοίμιο του Καρναβαλιού

Της Αναστασίας Χατζοπούλου*

Ο εορτασμός του Δωδεκαήμερου, που ξεκινά στις 24 Δεκεμβρίου, κλείνει στις 6 Ιανουαρίου με τα Θεοφάνεια. Λέγεται ότι την τελευταία μέρα φεύγουν και οι καλικάντζαροι, οι οποίοι εμφανίσθηκαν από την πρώτη μέρα του Δωδεκαήμερου και αναστάτωσαν τα νοικοκυριά με τις αταξίες τους. Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, ήταν αρχαίοι δαίμονες, οι οποίοι ανέβαιναν από τα έγκατα της γης, άλλοτε γυμνοί κι άλλοτε ρακένδυτοι, με οξύρυγχους σκούφους από γουρουνότριχες και με σιδερένια παπούτσια ή με τσαρούχια ή τσαγγία.

Οι καλικαντζαρίνες

Σε ορισμένα μέρη τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους τις «καλικαντζαρίνες», οι δε νοικοκυραίοι προκειμένου να τους αποφύγουν ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα. Τους καλικάντζαρους τους έδιωχναν είτε με πράξεις χριστιανικής λατρείας, είτε με αποτροπαϊκά έθιμα. Άλλοτε έκαναν το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, τα παράθυρα, τις καμινάδες, τους στάβλους και τα αγγεία λαδιού και κρασιού, άλλοτε έκαναν Αγιασμό κι άλλοτε απήγγειλαν τρεις φορές το «Πάτερ ημών». Παράλληλα συνήθιζαν να κρεμάνε περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ένα μαυρομάνικο μαχαίρι ή ένα αναμμένο δαυλί. Επίσης κάπνιζαν το σπίτι με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχα), ενώ την παραμονή των Θεοφανίων οι νοικοκυρές «ζεμάτιζαν» τους καλικάντζαρους με το λάδι που παρασκεύαζαν τηγανίτες.

Τα Ραγκουτσάρια

ragoutsaria1Οι καλικάντζαροι είναι μια ελληνική δοξασία που λατρεύεται σε κάθε τόπο διαφορετικά. Στην Καστοριά για παράδειγμα, ο διωγμός των “καλικαντζαραίων” γίνεται με μια διονυσιακή γιορτή που διαρκεί τρεις μέρες, από τις 6 ως τις 8 Γενάρη και ονομάζεται Ραγκουτσάρια. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι αφού μεταμφιέζονται, οργανώνονται σε “μπουλούκια” δίχως κοινωνικές διακρίσεις, που το καθένα ακολουθείται από τα δικά του μουσικά όργανα (από 5 ως 12) και γλεντούν με τρελό κέφι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκάιντες), προστέθηκαν τα λαϊκά “τακούμια”, δηλαδή χάλκινα όργανα, κρουστά και κυρίως πνευστά, από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας και ήταν κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη. Οι μεταμφιεσμένοι πηγαινοέρχονται πίνοντας άφθονο κρασί, χορεύοντας και διασκεδάζοντας, ενώ από ένα σημείο και έπειτα καταλαμβάνονται από έκσταση, ως απόρροια της ολοκλήρωσης του γνήσιου γλεντιού.

Την δεύτερη μέρα, ανήμερα του Αϊ Γιαννιού, κάθε παρέα πηγαίνει στα σπίτια για να διώξουν τα κακά πνεύματα και να παροτρύνουν τους νοικοκυραίους να συμμετέχουν και αυτοί στο ξέφρενο γλέντι.

Την τρίτη ημέρα κορυφώνονται οι εκδηλώσεις με την μεγάλη παρέλαση (πατερίτσα) των αρμάτων και των μεταμφιεσμένων.

Η προέλευση του εθίμου

Το όνομα πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη λατινική λέξη «rogatores», που σημαίνει ζητιάνοι και προκύπτει από τη συνήθεια οι μεταμφιεσμένοι να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων. Πιθανόν όμως να προέρχεται και από τη λέξη “ράκος” ή “ράκη” που σημαίνει αποκόμματα, ρετάλια, καθώς ντύνονταν με κουρέλια, προβιές και αυτοσχέδιες μάσκες.

Στην αρχαιότητα, οι συμμετέχοντες στις γιορτές μεταμφιέζονταν σε ζώα όπως αγελάδες, ελάφια και τράγους. Κατά τη βυζαντινή περίοδο απαγορεύτηκε αυστηρά αυτή η μεταμφίεση, κι έτσι σταδιακά καθιερώθηκαν άλλες μορφές μεταμφίεσης, όπως π.χ. η αλλαγή του φύλου (οι άνδρες φορούσαν φούστες και μαντήλια και οι γυναίκες μουστάκια και γραβάτες), ενώ χαρακτηριστική αμφίεση των Ραγκουτσαριών ήταν το να βάζουν απλά το σακάκι τους ανάποδα ή να τελούν τον ανάποδο γάμο (ο άντρας να ντύνεται νύφη κι η γυναίκα γαμπρός).

Η καταγωγή αυτού του εθίμου εντοπίζεται στην αρχαιότητα, από την οποία μεταφέρθηκε στις μέρες μας μέσω της Ρώμης και του Βυζαντίου. Έχει ρίζες στους πρώιμους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορέστειες και αποτελεί σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου ελληνικού Καρναβαλιού, ενώ λαογράφοι και ιστορικοί πιστεύουν πως αποτελεί μία ιστορική συνέχεια των Μικρών ή κατ’ αγρούς αρχαίων Διονυσίων, γιορτή που τελούνταν κατά το μήνα Ποσειδεώνα (τέλη Δεκέμβρη με αρχές Ιανουαρίου), σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο. Ο Διονυσιακές γιορτές ήταν αρχικά απλές και γιόρταζαν τη χαρά της ζωής, και συμβόλιζαν την διαιώνιση και την αναπαραγωγική δύναμη του ανθρώπου και της φύσης και ήταν το αποκορύφωμα της ιλαρότητας και της ευθυμίας.

Τα μικρά Διονύσια

Τα μικρά Διονύσια ήταν μια μικρή αγροτική γιορτή που οργανωνόταν με ομαδικές πορείες (κάτι σαν τα σημερινά μπουλούκια) όπου οι μετέχοντες έβγαιναν στους δρόμους μεταμφιεσμένοι και επιδίδονταν σε χορούς, άσματα και σάτιρες. Ήταν τα προεόρτια των Μεγάλων Διονυσίων, τα οποία τελούνταν για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών που αδυνατούσαν να ταξιδέψουν για να παραβρεθούν στα Μεγάλα Διονύσια, γιορτές που διεξάγονταν κατά το μήνα Μάρτιο στην Αθήνα. Ο σκοπός της γιορτής ήταν η εκτόνωση, με την παράλληλη άσκηση της ατομικής ή συλλογικής κριτικής στα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα της εποχής. Ο καθένας έκανε σάτιρα με το θέμα του, το ύφος του και την ενδυμασία του. Στους δρόμους έβγαιναν και έψαλλαν εγκώμια του Διονύσου, οι φαλλοφόροι, οι γουνοφόροι, οι κανηφόροι, οι σκαφηφόροι, οι ασκοφόροι, οι οβελιαφόροι, οι υδριαφόροι, αλλά και οι θεσμοφόροι, για να ασκήσουν σε δεύτερο στάδιο τα θρησκευτικά τους καθήκοντα: Να γιορτάσουν τον μελλούμενο ερχομό της Άνοιξης και να υμνήσουν το θεό της βλάστησης και της αναπαραγωγής: το Διόνυσο. Ο Αριστοφάνης στους Αχαρνείς δίνει μια πλήρη εικόνα της γιορτής, όπου μετά την πορεία ακολουθούσε φαιδρό δείπνο με άφθονη οινοποσία και τολμηρά σκώμματα, επειδή λυνόταν η γλώσσα τους (Διόνυσος ο Λυαίος).

Μια δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει πως το έθιμο δέχτηκε επιδράσεις από τα Καβίρεια Μυστήρια, τα οποία είχαν συναφή σχέση με τα Μικρά και Μεγάλα Διονύσια. Ιστορικά στοιχεία εντοπίζονται σε πηγές του Ηρόδοτου, του Παυσανία, του Πλούταρχου, αλλά και του Αριστοφάνη, του Ευρυπίδη κ.ά.

Από το Διονυσιακό ‘’καρναβάλι’’ στο σύγχρονο

ragoutsaria9141Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας οι μεταμφιέσεις συνεχίστηκαν και προστέθηκαν νέες γιορτές. Στο Βυζάντιο, οι διονυσιακές γιορτές απαγορεύθηκαν με αυστηρά διατάγματα των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου και Ιουστινιανού, με την ποινή της δήμευσης της περιουσίας, του θανάτου και της στέρησης του κληρονομικού δικαιώματος των τέκνων. Επί Τουρκοκρατίας κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι του 20ου αιώνα σαν “τσαρανιασμένοι ραγκουτσάρηδες” (οι βαμμένοι με μαύρο χρώμα στο πρόσωπο και το σώμα). Μέχρι τη δεκαετία 1920-1930, απαραίτητη ήταν και η παρουσία του Βάκχου με την συνοδεία ενός γαϊδάρου στολισμένου με κληματόφυλλα, ενώ ήταν στηριγμένο στο σαμάρι του το ξόανο του θεού Διονύσου, μέσα στο οποίο υπήρχε ένα μικρό βαρελάκι με κρασί. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1940-50 και την επιστροφή πολλών Καστοριανών από το εξωτερικό, άρχισαν να εμφανίζονται και οι νέες αλλαγές στην μεταμφίεση, οπότε άρχισαν να υιοθετούν νέους τρόπους και πρότυπα δυτικής μεταμφίεσης. Γεγονός πάντως είναι πως το καρναβάλι της Καστοριάς σχετίζεται με το διθύραμβο, που αποτελεί την πρώτη μορφή του δράματος ενώ μαζί με τα Φαλλικά (καρναβάλι της Κοζάνης) που αντιπροσώπευαν τη φυσική γονιμότητα, είναι στενά συνδεδεμένα με τη λατρεία του Διονύσου.

* Η Αναστασία Χατζοπούλου έχει σπουδάσει συντήρηση Αρχαιοτήτων και Ιστορία και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση της Τετάρτης: «Γεωπολιτική του νερού» του Νταβίντ Μπλανσόν

Μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων, ο Νταβίντ Μπλανσόν παρουσιάζει τις τρεις μ…