Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης, όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος έχει αυτές τις μέρες την τιμητική της. Μέσω των, καθιερωμένων πλέον, Γιορτών, η Παλιά Πόλη της Ξάνθης αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά και αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες.
Η Παλιά Πόλη εμπεριέχει στην ουσία την ίδια την ιστορική βάση της Ξάνθης. Και η ιστορία είναι για να διδάσκεται και όχι για να λησμονείται. Είναι ανάγκη να προβάλλεται η φυσιογνωμία και η λαογραφική διάσταση του ξεχωριστού παραδοσιακού αυτού οικισμού. Τα αρχοντικά της, τα σπίτια των καπνεμπόρων, τα παραδοσιακά κτίρια των οικογενειών Χασιρτζόγλου και Κουγιουμτζόγλου, τα σπίτια των οικογενειών Στάλιου, αλλά και όλων των άλλων πολιτών που τα ονόματά τους ήταν στο επίκεντρο της καθημερινής και πολιτιστικής ζωής του τόπου, λάμπρυναν τους δρόμους του οικισμού αυτού. Τα σπίτια αυτά είναι κτισμένα με τη φαντασία και το γνήσιο μεράκι των τεχνιτών της εποχής, εκείνων που περιόδευαν σε όλη τότε την επικράτεια δημιουργώντας οικισμούς μοναδικούς με ξεχωριστή αρχιτεκτονική, όπως είναι στα Γιάννενα, στο Πήλιο, στην Καστοριά, στη Θεσσαλονίκη, και φυσικά και στην Ξάνθη. Πρόκειται για μοναδικά κτίσματα που απλώνονται σε μια ευρύτερη περιοχή με διάσπαρτες συνοικίες, όπως του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Βλασίου, της Μητρόπολης, του Καβακιού, του Σαμακώβ. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Λαογραφικό Μουσείο της ΦΕΞ και να συμμετάσχει στην ξεχωριστή ξενάγηση από τον Διευθυντή του, Πασχάλη Ξανθόπουλο, για να αντιληφθεί την ομορφιά και σημασία της Παλιάς Πόλης. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη Δημοτική Πινακοθήκη Ξάνθης και να διαπιστώσει την επίδραση και έμπνευση που ασκούσε και ασκεί η Παλιά Πόλη στους ζωγράφους και εικαστικούς της περιοχής.
Φέτος, όμως, έχει σημασία και το γεγονός ότι συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τη δημοσίευση της με αριθμό 31/10500/1151/5.5.1976 (ΦΕΚ Β’ 661/17.5.1976) απόφασης του Υπουργείου Πολιτισμού σύμφωνα με την οποία η Παλαιά Πόλη της Ξάνθης χαρακτηρίστηκε ως τόπος που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας, καθώς αυτή «αποτελεί εκ των ολίγων εις άριστη κατάσταση σωζόμενων δειγμάτων παραδοσιακού οικισμού του παρελθόντος αιώνος».
Και μπορεί η διατήρηση, η προστασία και η ανάδειξη του οικισμού αυτού να θεωρείται σήμερα ως το πλέον αυτονόητο, ωστόσο την εποχή που εκδόθηκε η εν λόγω υπουργική απόφαση, δεν ήταν.
Είναι ανάγκη να υπάρξει αποκατάσταση όλων των προσώπων που έλαβαν μέρος στη μεγαλύτερη ίσως διάσωση παραδοσιακού οικισμού που σημειώθηκε στη χώρα μας.
Και καταρχήν τα πρώτα εύσημα ανήκουν στον τότε νομάρχη Ξάνθης Κωνσταντίνο Θανόπουλο. Ο ίδιος έχει αναφέρει όλο το πολιτικό χρονικό των ενεργειών του και των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος, και εξέδωσε το ΠΑΚΕΘΡΑ, με τίτλο «Πορεία Αντίθετα – η σύγκρουση για την προστασία της Παλιάς Ξάνθης».
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1975 ο Θανόπουλος θέτει για πρώτη φορά σε έγγραφό του (αρ. Πρωτ. 83688/13-09-1975) προς το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, αλλά και στα Υπουργεία Πολιτισμού και Επιστημών, Εσωτερικών και Βορείου Ελλάδος το ζήτημα περί ύπαρξης παραδοσιακού οικισμού, περί διατήρησης αυτού και περί υπόδειξης των ενδεικνυόμενων μέτρων προστασίας και συντήρησής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν συγκροτημένες και σαφείς διατάξεις για την προστασία των παραδοσιακών οικισμών, καθώς το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 ήταν πρόσφατο.
Η απάντηση είναι άμεση από τον Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος απέστειλε το έγγραφο του Νομάρχη Ξάνθης προς τον ειδικό σύμβουλο του ΕΟΤ Άρη Κωνσταντινίδη, που ήταν υπεύθυνος ενός προγράμματος που χρηματοδοτούσε τότε ο ΕΟΤ για την αποκατάσταση και συντήρηση των παραδοσιακών οικισμών της χώρας.
Ο Θανόπουλος, με νέα έγγραφά του, γνωστοποιεί προς τον ΕΟΤ σειρά στοιχείων που αφορούν κτίσματα που βρίσκονται εντός του παραδοσιακού οικισμού, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ο οικισμός της Ξάνθης να ενταχθεί στο πρόγραμμα της αποκατάστασης και συντήρησης των παραδοσιακών οικισμών (μεταξύ άλλων και η Σαντορίνη, τα Μεστά της Χίου, η Μάνη κ.α.).
Επίσης με άλλο έγγραφό του προς το Υπουργείο Πολιτισμού και την Εφορεία Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θράκης, με έδρα την Κομοτηνή, έθεσε ζήτημα λήψης μέτρων προς διάσωση του παραδοσιακού οικισμού της πόλης της Ξάνθης.
Η συνεχής πίεση και εμμονή του Θανόπουλου προς τους αρμόδιους φορείς ήταν και αυτή που επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σημαντική, όμως, ήταν και η συνεισφορά του Ευάγγελου Πεντάζου, διευθυντή της Εφορείας Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θράκης, ο οποίος με τις ειδικότερες γνώσεις που είχε, και παρά το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί οικισμοί δεν υπάγονταν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Κλασσικών Αρχαιοτήτων, στάθηκε εκλεκτός αρωγός της προσπάθειας του Θανόπουλου στα ειδικά επιστημονικά συμβούλια και στις συζητήσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού. Μάλιστα ο ίδιος ο Πεντάζος απέστειλε συνεχή έγγραφα προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, ενώ εκπόνησε και πραγματεία για το χρονικό της κήρυξης του παραδοσιακού οικισμού ως διατηρητέου, για τα προβλήματα που υπήρχαν και για τον τρόπο αντιμετώπισής τους, που δημοσιεύθηκε στα Θρακικά Χρονικά (τόμος 35) του έτους 1979.
Στην πράξη, ο Υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης, καθηγητής και ακαδημαϊκός, ήταν επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας καθώς υπέγραψε την απόφαση κήρυξης του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης ως διατηρητέου, κόντρα στις πολιτικές και κομματικές πιέσεις, και χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος.
Βέβαια, ας μη λησμονούμε και την προσφορά του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος το 1979 επισκέφθηκε τη γενέτειρά του, έμεινε ενθουσιασμένος από το γεγονός ότι η παλιά του γειτονιά και το σπίτι που διέμενε η οικογένειά του έμειναν άθικτα, παρουσιάσθηκε στο δημοτικό συμβούλιο Ξάνθης και έδωσε συγχαρητήρια για την διατήρηση του παραδοσιακού οικισμού. Μάλιστα αποκάλυψε και την πρόθεσή του για τη διενέργεια διεθνών ετήσιων μουσικών γιορτών, που θα λάμβαναν χώρα στους ανοικτούς χώρους της Παλιάς Πόλης. Η στάση αυτή του Χατζιδάκι συνετέλεσε αφάνταστα για τη μεταστροφή του αρνητικού μέχρι τότε κλίματος που υπήρχε στην πόλη της Ξάνθης, και που εκφραζόταν κυρίως από τους ιδιοκτήτες των κτισμάτων της Παλιάς Πόλης, αλλά και από εργολάβους, καθώς έβλεπαν ότι με την κήρυξη του οικισμού της Παλιάς Πόλης ως διατηρητέου, δεν υπήρχε η δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης αυτών, όπως συνέβαινε στη σύγχρονη Ξάνθη με το σύστημα της αντιπαροχής.
Και όντως το κλίμα για τη διατήρηση, όλου ή μέρους, του παραδοσιακού οικισμού ήταν πολύ αρνητικό, όπως επίσης σημειώθηκαν έντονες αντιδράσεις και κατά των ενεργειών του νομάρχη Κωνσταντίνου Θανόπουλου.
Μάλιστα υπήρχε σύλλογος με την επωνυμία «Σύλλογος Ξανθιωτών» που έκανε συνεχείς κινήσεις για τη ματαίωση των σχεδίων διάσωσης του παραδοσιακού οικισμού. Ο σύλλογος αυτός απέστειλε και αναφορά προς το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος, διαμαρτυρόμενο για λόγους αισθητικούς και εθνικούς προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η διατήρηση του παραδοσιακού οικισμού θα είχε ως αποτέλεσμα την «κατάληψη» του οικισμού από τους μουσουλμάνους, ενώ υποστήριζε την «αξιοποίηση ορισμένων μόνο κατοικιών», καθώς και «τη διάνοιξη λεωφόρων».
Ο ίδιος ο Θανόπουλος προβάλλει, προσκομίζοντας τα έγγραφα της εποχής, τις σχετικές απόψεις και αντιδράσεις από επίσημους φορείς, πολιτικούς, ιστορικούς και επιστήμονες.
Μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις είναι:
– «ουδέν κτίσμα ιδιαιτέρας αρχιτεκτονικής αισθητικής ευρίσκεται εις την περιοχή αυτήν»,
– «η απόφαση κατεργάζεται τη διχοτόμηση της πόλεως σε δύο τομείς, ενθυμίζουσα την τραγική πράσινη γραμμή της Λευκωσίας»,
– «η περιοχή έχει ανάγκη να ανασάνει, οι δρόμοι είναι στενοί, τα αυτοκίνητα πολλά, τα σπίτια παλιά και χωρίς ανέσεις, ο δήμος προγραμμάτισε διανοίξεις οδών, διότι πρέπει να εξυπηρετηθούν οι άνθρωποι, το διάταγμα όλα αυτά τα αναστέλλει»,
– «δεν πρέπει άτομα με αυθορμητισμό, εξωπραγματικοί και με την άγνοια των τοπικών συνθηκών να παίρνουν αποφάσεις και να χάνουν την ουσία του θέματος»,
– «να διατηρηθεί ένας δρόμος, να διατηρηθούν 5-6-10 σπίτια, την απόφαση την διακρίνει η προχειρότητα και τίποτα άλλο»,
– «δεν νομίζω ότι η περιοχή αυτή έχει τόση σημασία και προσφέρεται για τέτοια προβολή, και τώρα θα γίνει νεκρή πόλη»,
– «Για ποιο παραδοσιακό οικισμό μιλάμε; Το πιο παλιό σπίτι της Ξάνθης κτίσθηκε το 1847 και οπωσδήποτε δεν έχουν ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία».
Οι παραπάνω απόψεις, ενάντια φυσικά στη διατήρηση του παραδοσιακού οικισμού, προβάλλονται αναλυτικά, μαζί με τα πρόσωπα που τις εξέφρασαν, στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Θανόπουλου «Πορεία Αντίθετα».
Στον αντίποδα, υπήρξαν, σύμφωνα με τον Θανόπουλο, και πρόσωπα που τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της διατήρησης του παραδοσιακού οικισμού, όπως ο Στέφανος Ιωαννίδης που δήλωσε ότι «πρέπει να υπάρξει ένας διατηρητέος οικισμός, αφού είναι ο μοναδικός που διασώζεται, τουλάχιστο στη Βόρειο Ελλάδα», αλλά και ο Θανάσης Μουσόπουλος που δήλωσε ότι «για να διατηρήσουμε την ελληνικότητα της περιοχής πρέπει να διαφυλάξουμε τον οικισμό που δείχνει τη συνέχεια». Μαζί με τους παραπάνω συντάχθηκαν και πολλοί άλλοι, άνθρωποι των γραμμάτων ,των τεχνών και των επιστημών, που εμπνέονταν από την Παλιά Πόλη και ονειρεύονταν μια καλύτερη ποιότητα ζωής για την Ξάνθη συνολικά.
Τα παραπάνω πρόσωπα, ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος, ο Ευάγγελος Πεντάζος, ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης, ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά και φυσικά ο Φίλιππος Αμοιρίδης, που συνέβαλλε όσο κανείς άλλος στην προβολή της Παλιάς Πόλης μέσω της θεσμοθέτησης των Γιορτών Παλιάς Πόλης, είναι προσωπικότητες που στήριξαν το όραμά τους για τη διατήρηση και προστασία του παραδοσιακού οικισμού της Παλιάς Πόλης, που σήμερα μπορεί να το βιώνουμε ως κάτι το δεδομένο και αυτονόητο. Την εποχή εκείνη, όμως, δεν ήταν. Για αυτό και αξίζουν τον αμέριστο σεβασμό μας, αλλά και την προβολή του έργου τους, καθώς σήμερα, αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα διαφέραμε από μια οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη αστική περιοχή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Θανόπουλος εκφράζει ένα παράπονο, καθώς, αναφέρει ότι, με εξαίρεση τις προσπάθειες του Βασίλη Αϊβαλιώτη, ουδείς λόγος είχε γίνει μέχρι το 2001 για το χρονικό διάσωσης του παραδοσιακού οικισμού.
Είναι ανάγκη να τιμάμε την ιστορική μνήμη, χωρίς καμία διάθεση καταλογισμού ευθυνών. Άλλωστε στην ιστορία ο καθένας συντάσσεται με μια πλευρά χωρίς πολλές φορές να έχει πλήρη συνείδηση της πράξης του και επηρεαζόμενος από πολλά και αναπόφευκτα, μεγάλα ή μικρά, ιδιοτελή συμφέροντα. Ας μη λησμονούμε ότι οι εύλογες πιέσεις των ιδιοκτητών των κτισμάτων προς τους επίσημους φορείς της Ξάνθης, για αξιοποίηση της περιουσίας τους, είχαν ως αποτέλεσμα πολλά πρόσωπα, που τάσσονταν προσωπικά υπέρ της διατήρησης του παραδοσιακού οικισμού, να αδυνατούν να εκφράσουν την άποψή τους αυτή δημόσια, υπό το βάρος της κατακραυγής και του γενικότερου κλίματος που είχε διαμορφωθεί.
Η τοποθέτηση, έστω και μιας μικρής, πλάκας – στήλης με τα ονόματα των κύριων συντελεστών, στους δρόμους της Παλιάς Πόλης, και η δημιουργία μιας ανοικτής εκδήλωσης προς τιμήν τους, είτε των ιδίων είτε των συγγενών τους, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την τεράστια προσφορά αυτών στη διατήρηση ενός από τους πιο σημαντικούς παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας, της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης. Γιατί έχει σημασία όχι μόνο το να γνωρίζουμε, αλλά και το να αναγνωρίζουμε.
Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος