Εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες αναμένουν την επανένταξή τους στην παραγωγή
Μια μελέτη με περιβαλλοντικές αλλά και οικονομικές προεκτάσεις, παράδειγμα σύμπραξης φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινης παρουσίας
Οι ορεινοί οπωρώνες αποτελούσαν για αιώνες έναν συμπληρωματικό, αλλά σημαντικό πόρο για τις τοπικές κοινότητες. Αναπτυσσόταν γύρω από μόνιμους ή περιστασιακούς οικισμούς, καθώς και κοντά σε ορεινά χωράφια, βοσκολίβαδα και άλλους χώρους δουλειάς και φιλοξενούσαν συνήθως ποικιλία δέντρων, όπως μηλιές, αχλαδιές και γκορτσιές, κερασιές, δαμασκηνιές και κορομηλιές, συκιές, κυδωνιές, καρυδιές και φουντουκιές. Το τοπίο συμπληρωνόταν από συστάδες καστανιές, αμπέλια και καρποφόρους θάμνους, όπως κρανιές και αγριοτριανταφυλλιές. Με τη συγκέντρωση του πληθυσμού, την εγκατάλειψη των περισσότερων ορεινών οικισμών, την αλλαγή των παραγωγικών προτύπων και την εντατικοποίηση-εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, η οικονομική τους σημασία περιορίστηκε και οι περισσότεροι σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. Ακόμα και έτσι όμως, παρέμειναν ένα σημαντικό στοιχείο του τοπίου, με μεγάλη οικολογική και κοινωνική σημασία.
Διεθνές ενδιαφέρον για τους παραδοσιακούς οπωρώνες
Διεθνώς, τέτοιοι οπωρώνες αποκαλούνται «παραδοσιακοί οπωρώνες» και πρόσφατα έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον καθώς θεωρούνται όχι μόνο ως μία εξαιρετικά ήπια γεωργική πρακτική, αλλά και ένας πολύτιμος οικότοπος. Η οικολογική σημασία των οικοτόπων αυτών είναι μεγάλη, καθώς, εκτός από τα ίδια τα οπωροφόρα, έχει βρεθεί ότι φιλοξενούν στον υποόροφό τους μία μεγάλη ποικιλία ποωδών φυτών, μανιταριών, εντόμων, ασπόνδυλων κοκ, ενώ ταυτόχρονα οι καρποί τους προσφέρουν τροφή σε πολλά ζώα, πουλιά και θηλαστικά. Η Καφέ Αρκούδα για παράδειγμα, εμβληματικό είδος της ελληνικής πανίδας, βρίσκει μεγάλο μέρος της διατροφής της στους εγκαταλελειμμένους οπωρώνες. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η διαθεσιμότητα αυτής της τροφής περιορίζει τις ζημιές που προκαλεί η αρκούδα σε ενεργές καλλιέργειες. Εξάλλου, οι παραδοσιακοί οπωρώνες, ως οικότοπος, είτε βρίσκονται ανάμεσα σε άλλες καλλιέργειες, είτε αποτελούν διάκενα στο δάσος, συμβάλλουν στη δομική περιπλοκότητα, την ποικιλομορφία δηλαδή του τοπίου, στη βελτίωση του κλίματος και του εδάφους και στην άμυνα από φυσικές καταστροφές. Για τους λόγους αυτούς, σε κάποιες χώρες, με κυριότερο παράδειγμα τη Μ. Βρετανία, οι παραδοσιακοί οπωρώνες, καλλιεργούμενοί ή εγκαταλελειμμένοι, έχουν ανακηρυχθεί σε «οικότοπους εθνικής σημασίας» και απολαμβάνουν αντίστοιχο καθεστώς προστασίας.
«Regeneratio», ένα έργο για την αναγέννηση των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων
Η ανάγκη διάσωσης και αναγέννησης των εγκαταλελειμμένων πια οπωρώνων αποτέλεσε το κίνητρο για την εκπόνηση του έργου Regeneratio «Ολοκληρωμένη διαχείριση και αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων οπωρώνων και αυτοφυών καρποφόρων φυτών». Το «Ε» επικοινώνησε με τον Διδάκτορα Βιολογίας και ερευνητή στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης, Νίκο Νικήσιανη, ο οποίος μας πληροφόρησε για τον σκοπό του έργου. «Η βασική μας υπόθεση ήταν ότι η επανένταξη των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων στην παραγωγή μπορεί να προσφέρει ένα εισόδημα στις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγούς, ώστε αυτό να λειτουργήσει σαν ένα ουσιαστικό κίνητρο για τη διατήρησή και την ορθή διαχείρισή τους. Έτσι, βασικός στόχος του παραπάνω έργου, το οποίο υλοποιήθηκε πιλοτικά στην περιοχή της Οροσειράς Ροδόπης αλλά τα αποτελέσματά του αφορούν όλες τις ορεινές περιοχές, είναι η καταγραφή, χαρτογράφηση, περιβαλλοντική και ιστορική αξιολόγηση των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων και τελικά η διαμόρφωση προτάσεων για την ορθή διαχείριση και την αξιοποίηση τους για την παραγωγή νέων, καινοτόμων διατροφικών προϊόντων θετικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου και υψηλής διατροφικής αξίας», μας είπε ο ίδιος.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Για πρώτη φορά έγινε μία εκτενής και αναλυτική καταγραφή των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων. Έτσι, στις 7 περιοχές της προκαταρκτικής έρευνας (Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, Οροσειρά Ροδόπης, Όρη Λεκάνης – Στενά Νέστου, Όρος Μπέλες, Ορεινό τόξο Αλμωπίας, Όρος Γράμος, Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, συνολικής έκτασης 614.500 εκταρίων) καταγράφηκαν 481 σχετικές θέσεις. Ακόμα και αν η παραπάνω καταγραφή είναι ενδεικτική, αποτυπώνει το πλήθος και την έκταση των ορεινών παραδοσιακών οπωρώνων, εγκαταλελειμμένων και µη, καθώς αφορά ένα σημαντικό ποσοστό της χώρας (περίπου 8%) και ιδιαίτερα της ορεινής της έκτασης (περίπου 15%). Στην περιοχή πιλοτικής εφαρμογής (ΕΠ Οροσειρά Ροδόπης) καταγράφθηκαν 51 εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες και άλλες 54 συμπληρωματικές θέσεις. Η ελάχιστη έκταση των οπωρώνων εκτιμήθηκε (με βάση τις αεροφωτογραφίες του 1945) σε 7.735 εκτάρια (σύνολο εξεταζόμενης περιοχής 144.750 εκτάρια). Καταγράφηκαν 24 είδη οπωροφόρων δέντρων και θάμνων, καθώς και 18 είδη δασικών ειδών, αφού οι θέσεις βρίσκονται σε διαδικασία σταδιακής διαδοχής από δασικά είδη. Τα βασικότερα είδη ήταν η κερασιά, η φουντουκιά, η κορομηλιά και η καρυδιά. Οι αφθονίες τους εκτιμήθηκαν σε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άτομα ανά είδος.
Οικονομικά βιώσιμη η επανένταξη των οπωρώνων στην παραγωγή
Η βασική υπόθεση εργασίας του έργου ήταν ότι η επανένταξη των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων στην παραγωγή μπορεί να προσφέρει ένα εισόδημα στις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγούς, ώστε αυτό να λειτουργήσει σαν ένα ουσιαστικό κίνητρο για τη διατήρησή και την ορθή διαχείρισή τους. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η εκμετάλλευση αυτή προτείνεται να γίνει από τους παραγωγούς (γεωργούς, κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, υλοτόμους) που ήδη ζουν και δραστηριοποιούνται σε κάθε περιοχή ενδιαφέροντος, ως συμπληρωματική δραστηριότητα και με στόχο την ενίσχυση του υφιστάμενου εισοδήματός τους. Η οικονομοτεχνική μελέτη που καταρτίστηκε καταλήγει ότι η επανένταξή τους στην παραγωγή μπορεί να θεωρείται οικονομικά βιώσιμη και συμφέρουσα, κάτω όμως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Π.χ. φυτοτεχνικές εργασίες από δημόσιους φορείς (Δασαρχεία, δήμους) ώστε να καταστήσουν τους οπωρώνες προσβάσιμους, ώστε να γεφυρωθεί και το χάσμα μεταξύ της υποστήριξης της άγριας ζωής και της ενίσχυσης των παραγωγών.
Παράδειγμα σύμπραξης φυσικού τοπίου και ανθρώπινης παρέμβασης
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο κ. Νικήσιανης: «Οι ίδιοι οι οπωρώνες αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα κοινωνικού και συνάμα φυσικού στοιχείου του τοπίου, το οποίο αμβλύνει τα όρια ανάμεσα σε αυτό που θεωρείται ‘’φυσικό’’ και σε αυτό που θεωρείται ‘’ανθρωπογενές’’ και μας υποδεικνύει να ξεπεράσουμε τις στερεοτυπικές εικόνες που θέλουν τον ‘’άνθρωπο’’ να παρεμβαίνει γενικά ως μία εξωγενής δύναμη διαταραχής μίας κατά τα άλλα αρμονικής φύσης. Η πραγματικότητα στα ελληνικά βουνά αποδεικνύεται συχνά πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο όμορφη».
chdiafonidis@empros.gr