Συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή της επερχόμενης παράστασης ‘Θείος Βάνιας’ στην Ξάνθη
Το alter ego του Τσέχωφ, οι παραστάσεις – συνεδρίες και η ναρκισσιστική φύση των ηθοποιών σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης
Με αφορμή την επικείμενη έλευση της παράστασης ‘Θείος Βάνιας’ του Άντον Τσέχωφ, η οποία θα παρουσιασθεί στην πόλη της Ξάνθης την Πέμπτη 14 και την Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2015, το «Ε» επικοινώνησε με έναν εκ των συντελεστών του θιάσου, το γνωστό και καταξιωμένο ηθοποιό, Στέλιο Μάινα, αποσκοπώντας στην εξέταση του έργου και των βαθύτερων πτυχών του μέσα από τα μάτια ενός βασικού πρωταγωνιστή. Από τα πρώτα λεπτά της συνομιλίας μου μαζί του, αντιλήφθηκα πως αυτή η συνέντευξη θα με άφηνε πνευματικά πλουσιότερη, καθώς δεν πρόκειται απλά για ένα σωστό επαγγελματία, αλλά και για έναν εξαιρετικά ευγενή και μορφωμένο άνθρωπο, με άρτιο και μεστό λόγο.
Με συμμετοχές σε τεράστιες επιτυχίες τόσο στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο όσο και στο θεατρικό σανίδι, από τους οικείους σε όλους «Μεν και δεν» και τη ραδιοφωνική παρέα του «Είμαστε στον αέρα» μέχρι τους πιο πρόσφατους ρόλους του Γιώργη στο «Νησί», το οποίο καθήλωσε το τηλεοπτικό κοινό, και του Θράσου στα «Μαύρα Μεσάνυχτα», ο Στέλιος Μάινας, απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις, τις οποίες του έθεσα, χωρίς καμία εξαίρεση, επικύρωσε όλους τους θετικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, που απολαμβάνει τόσα χρόνια από συναδέλφους και κοινό. Ακολουθεί η συνέντευξη με τον ηθοποιό:
“E”: Το έργο εκτυλίσσεται ως επί το πλείστον στην επαρχία. Βρίσκετε κοινά χαρακτηριστικά των ηρώων με τους κατοίκους της επαρχίας στις επισκέψεις σας λόγω παραστάσεων;
Σ.Μ.: Κατάγομαι από την επαρχία, την οποία θα μου επιτρέψετε να αποκαλώ περιφέρεια, και όχι επαρχία, καθώς είναι η περιοχή γύρω από ένα κέντρο, και συγκεκριμένα την Ερμούπολη Σύρου. Δηλώνω, όμως, παιδί της πόλης, αφού από τα δύο μου χρόνια ζω στην Αθήνα. Φυσικά και υπάρχει αντιστοιχία. Ο Τσέχωφ στο έργο του αναφέρεται σε μια οικολογική καταστροφή, στην ανεξέλεγκτη υλοτομία και τους πολυάριθμους βοσκοτόπους, στο κάψιμο των δασών, σύγχρονες ακόμα δραστηριότητες, οι οποίες μας οδηγούν σταδιακά στη συνειδητοποίηση πως η φύση δεν είναι άπειρη και κάποτε τελειώνει. Πρόκειται για μια αγροτική κωμωδία σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα της Ρωσίας, με ελάχιστη ανθρώπινη επικοινωνία, μια μονότονη εναλλαγή ημέρας και νύχτας. Παρουσιάζεται η οικονομική κρίση της Ρωσίας, δοσμένη με χιούμορ και πικρή αυτογνωσία απέναντι σε μια ματαιότητα. Στην ουσία μιλάμε για ένα έργο του αύριο και όχι του σήμερα.
“E”: Πιστεύετε πως ο ‘Θείος Βάνιας’ είναι ένα έργο, το οποίο θα βρει αντίκρισμα στις ψυχές των θεατών;
Σ.Μ.: Το έργο μιλάει στην ψυχή των θεατών, και όχι στη λογική τους. Με τα πιο απλά λόγια, χωρίς ιδιαίτερα εκφραστικά μέσα, αποτελεί ευθεία αντιμετώπιση διαχρονικών θεμάτων, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, το περιβάλλον.
“E”: Τα έργα του Τσέχωφ, σύμφωνα με τον ίδιο το συγγραφέα τους, καταδεικνύουν και στηλιτεύουν την πλήξη και την ανία στις ζωές των ανθρώπων. Θεωρείτε πως η παράσταση προσφέρει μια διέξοδο αντίστοιχης στάσης ζωής;
Σ.Μ.: Τα έργα του, θα λέγαμε, λειτουργούν θωπευτικά και παρηγορητικά. Ο Τσέχωφ, αν και γιατρός στο επάγγελμα, δεν κάνει ψυχανάλυση, δρα κατευναστικά. Εγώ προσωπικά, ως θεατής των έργων του, καθησυχάζομαι και αποβάλλω οποιαδήποτε αρνητικά συναισθήματα.
“E”: Υποδύεστε το γιατρό Αστρόφ. Πείτε μας λίγα λόγια για το ρόλο.
Σ.Μ.: Υποδύομαι το alter ego του Τσέχωφ, μέσω του ήρωα Αστρόφ. Ένας γιατρός, ο οποίος αγωνίζεται σε μια υποβαθμισμένη επαρχία με άξεστους ανθρώπους, κατάσταση η οποία αποτυπώνεται στην ατάκα του έργου ‘ Δε μπορώ να κοιμηθώ, είμαι υπ’ ατμόν κάτω από τις κουβέρτες μου, μήπως με ξυπνήσει κάποιος ασθενής’. Αυτή ακριβώς ήταν και η ζωή του γιατρού Τσέχωφ. Έσωσε από τον τύφο δύο επαρχίες, δημιουργούσε νυχθημερόν εμβόλια με το βοηθό του, τιμήθηκε για την προσφορά του, αλλά δεν κέρδισε ούτε ένα καπίκι από την τέχνη του γιατρού. Θεράπευε αρρώστους, και όχι μόνο δεν τον πλήρωναν, αλλά δεν τον ρωτούσαν καν αν χρωστάνε κάτι. Ο βιοπορισμός του προερχόταν αποκλειστικά από τα έργα του και τα πνευματικά δικαιώματα αυτών.
“E”: Θεωρείτε πως κάθε φορά εσείς δίνετε στοιχεία στο ρόλο ή στο τέλος ο κάθε ρόλος προσδίδει νέα στοιχεία σε εσάς; Ή μήπως τελικά η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη;
Σ.Μ.: Κάθε φορά σε κάθε ρόλο οφείλεις να αποκτάς κοινά χαρακτηριστικά με αυτόν. Πρέπει πρώτα να πείσεις τον εαυτό σου, έτσι ώστε αυτό που παρουσιάζεις να βγαίνει αληθινό και να πεισθεί και το κοινό. Ο ρόλος είναι μία οδηγία, ένας χάρτης πλεύσης για το που θα πας, τα θετικά χαρακτηριστικά προστίθενται θετικά ή αρνητικά από τον ηθοποιό και ο κόσμος με την αποδοχή ή την απόρριψη το κρίνει αυτό. Και εγώ σίγουρα δεν τα κατάφερα με όλους τους ρόλους μου. Αυτό, όμως, που λένε μερικοί ηθοποιοί για μεταμόρφωσή τους σε ένα ρόλο, δεν υπάρχει. Η μεταμόρφωση δεν υπάρχει.
“E”: Πόσο εύκολο είναι για έναν ηθοποιό να μηδενίζει, δηλαδή να αποποιείται ένα ρόλο, στις ανάγκες του οποίου κόπιασε να αντεπεξέλθει;
Σ.Μ.: Δυστυχώς, πολύ δύσκολο. Το κοντέρ πρέπει να φθάσει ξανά στο μηδέν και είναι κουραστικό. Με την πείρα, βέβαια, η διαδικασία γίνεται ευκολότερη, χρειάζεται, όμως, ένα διάστημα αποφόρτισης. Πλέον τα πράγματα έχουν αγριέψει βιοποριστικά, είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχόμαστε πολλούς ρόλους μαζί και να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση.
“E”: Ο Τσέχωφ συνήθιζε να αποκαλεί τη λογοτεχνία ‘ερωμένη’ του. Εσείς, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας στο θέατρο, πως θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με αυτό;
Σ.Μ.: Πολύ ενδιαφέρον. Βεβαίως, έτσι την αποκαλεί. Το θέατρο είναι ο βιοπορισμός μου, λειτουργεί για μένα όπως οι συνεδρίες σε γιατρό. Χρειάζομαι αυτήν την άμεση επικοινωνία με τον κόσμο, την έχω ανάγκη. Το ζητούμενο είναι να μη μεταδίδεις τη ναρκισσιστική τάση, την οποία έχουμε στη φύση μας οι ηθοποιοί, αλλά να λειτουργούμε ως μεταβιβαστές του αυτούσιου νοήματος και κλίματος του συγγραφέα.
“E”: Μετά την εμπειρία σας σε παραστάσεις της επαρχίας ή μάλλον περιφέρειας, όπως λέτε και εσείς, θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εικόνα για την ανταπόκριση του κοινού σε παραστάσεις, οι οποίες δεν είναι και τόσο εύπεπτες;
Σ.Μ.: Το κοινό της περιφέρειας είναι πιο αγνό, δέχεται με πιο ανόθευτο τρόπο τα μηνύματα, επιδοκιμάζει ή απορρίπτει αμέσως. Διψάει για την παρακολούθηση θεάτρου παρά την κρίση, κλείνει την τηλεόραση και θέλει να βρεθεί με άλλους για να μοιραστεί ένα μήνυμα. Έτσι, υποδέχεται το αύριο καλύτερα και ξέρει ο καθένας πως αυτά που σκέφτεται το βράδυ στο κρεβάτι, όταν κλείσει το φως, τα σκέφτεται και ο άλλος. Έχουμε τους ίδιους φόβους, τις ίδιες ανησυχίες και τις ίδιες ελπίδες.
“E”: Στο κοινό της περιφέρειας, είχατε καθιερωθεί ως κωμικός ηθοποιός, εξαιτίας των τηλεοπτικών σας εμφανίσεων. Γνώμη, η οποία άλλαξε άρδην μετά τη συμμετοχή σας στο «Νησί». Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Σ.Μ.: Η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος και απαιτούνται ιδιαίτερες δεξιότητες. Μακάρι να έχω προτάσεις για κωμωδία, αλλά δε ξέρω αν τα καταφέρνω. Δεν είμαι φύσει κωμικός ηθοποιός. Το θεωρώ κατάρα, γιατί βρίσκεσαι συνεχώς σε μια διαδικασία στρέβλωσης της πραγματικότητας. Βέβαια οι κωμικοί ηθοποιοί είναι πολύ αγαπητοί στο κοινό, γιατί το απενοχοποιούν και το κάνουν πιο ανάλαφρο. Θεωρώ πως είμαι θέσει κωμικός, προσπαθώ να γίνω.
Χριστίνα Παπαδοπούλου