Ο αριθμός των κομμάτων που θα μπουν στη Βουλή, η δύναμή τους και η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου θα κρίνουν τις συμμαχίες της επόμενης ημέρας
Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που μπορεί να συγκεντρώσει κανείς από τις έρευνες που διεξάγονται μετά την προκήρυξη των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, είναι προφανές ότι βρισκόμαστε ουσιαστικά σε μια αποτύπωση ισοπαλίας ανάμεσα σία δυο προπορευόμενα κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Οι διαφορές της τάξης του 0,5% υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος δεν αποτελούν φυσικά ουσιώδη διαφορά και εντάσσονται στην καρδιά της περιοχής του στατιστικού σφάλματος, ενώ δεν καταγράφεται καν μονόπλευρο προβάδισμα, αλλά και οι δύο εκδοχές. Προηγείται είτε ο ένας είτε ο άλλος.
Η έκπληξη της ΝΔ
Βεβαίως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η εξέλιξη φαίνεται να ευνοεί τη ΝΔ. Όχι μόνο λόγω της ροής των πρόσφατων αποτυπώσεων, αλλά, κυρίως, σε σχέση με το τι καταγραφόταν πριν από περίπου ενάμιση μήνα. Δηλαδή, ενώ οι πρώτες έρευνες μετά την προκήρυξη των εκλογών που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα έδιναν σταθερά πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ, με διαφορές από 1% ως 3,5% στην πρόθεση ψήφου, οι νεότερες δειγματοληψίες τείνουν να εκμηδενίσουν αυτή τη διαφορά, με ορισμένες έρευνες μάλιστα να δίνουν προβάδισμα της ΝΔ.
Εκείνο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο είναι το τι ακριβώς συνέβη και σχηματίστηκε μια τόσο μεγάλη ανατροπή σε σχέση με όσα γνωρίζαμε στα μέσα Ιουλίου, οπότε ολοκληρώθηκε ο κύκλος των δημοσκοπήσεων «πριν από τα μπάνια». Πώς το «νταμπλ σκορ» υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτάρεσκα είχε αναφέρει, και μάλιστα στη Βουλή, ο Αλ. Τσίπρας, έγινε ξαφνικά ισοπαλία;
Νομίζω, καμία απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν θα είναι ρεαλιστική αν αγνοήσει το ίδιο το γεγονός της προκήρυξης των εκλογών. Όπως αποτυπώνεται διαχρονικά, ιδίως τα τελευταία χρόνια της κρίσης, η πλειοψηφική διάθεση των πολιτών αποστρέφεται σταθερά το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Ο μέσος άνθρωπος, ανεξάρτητα σχεδόν από την πολιτική του τοποθέτηση, αναλαμβάνεται ότι οι εμβόλιμες εκλογές σε μία κοινοβουλευτική περίοδο είναι μάλλον περιττές (και «επικίνδυνες» για την πορεία της οικονομίας) όταν δεν υπάρχει σαφής και απόλυτα κατανοητός λόγος για τη διεξαγωγή τους. Πώς λοιπόν να κριθεί από το κοινό το γεγονός ότι μέσα σε έναν μόνο χρόνο, από τις ευρωεκλογές του 2014 ως το δημοψήφισμα του 2015, είχαμε προσφυγή σε κάλπες κάθε έξι μήνες και τώρα, πριν καν συμπληρωθούν άλλοι τρεις μήνες, ψηφίζουμε ξανά;
Πάνος Σταθόπουλος