Έκθεση ζωγραφικής της κας Κωστούλας Χαλκίδου-Παρασκευοπούλου με θέματα από το Λιβίσι, απογόνου του θανατωθέντος παπα-Χαστά
Παγκόσμια ευαισθητοποίηση για την μη μετατροπή του οικισμού σε πολυτελές τουριστικό θέρετρο
Στις φετινές Γιορτές Παλιάς Πόλης το ΠΑΚΕΘΡΑ συμμετείχε με δύο εκθέσεις. Η μία από αυτές αποτελούνταν από έργα ζωγραφικής της κας Κωστούλας Χαλκίδου – Παρασκευοπούλου με θέματα από το ελληνικό χωριό Λιβίσι (σήμερα Kayakoy) της Λυκίας στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Μια ‘’ρίζα’’ της κας Παρασκευοπούλου πάει πίσω στο Λιβίσι, που σήμερα (ακατοίκητο από το 1923) είναι ένας απέραντος ερειπιώνας-κιβωτός μνήμης. Στην έκθεση, που παραμένει στον υπόγειο χώρο του ΠΑΚΕΘΡΑ, υπάρχουν σύγχρονες φωτογραφίες από την επίσκεψη του κ. Βασίλη Αϊβαλιώτη, που βοηθούν τον επισκέπτη να κατανοήσει τον χώρο πληρέστερα.
Τουριστικό θέρετρο ή αρχαιολογικός χώρος;
Ο τίτλος που του έχει αποδοθεί ως χωριό-φάντασμα, φαίνεται να του ταιριάζει απόλυτα, έτσι όπως στέκει άδειο και ερημωμένο από όταν έφυγαν οι τελευταίοι κάτοικοί του το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από πέρυσι έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, μετά την απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας να δημοπρατήσει την ενοικίαση του Λιβισίου για 49 χρόνια κα την δημιουργία ξενοδοχείου 220 κλινών. Ανάλογα σχέδια που είχαν ανακοινωθεί παλιότερα δεν προχώρησαν, ενώ οι αντιδράσεις κάποιων οικολόγων ή ακτιβιστών φαίνεται ότι πέφτουν στο κενό. Βέβαια, ο παραδοσιακός ιστορικός οικισμός κινδυνεύει, αν δεν ληφθούν μέτρα, να μετατραπεί σε λίγα χρόνια σε ένα σωρό από ερείπια. Το ζητούμενο, όμως, παραμένει ο χαρακτήρας της λύσης. Έτσι, μετά τους προσφυγικούς συλλόγους, οι Έλληνες αρχιτέκτονες έρχονται και αυτοί με τη σειρά τους να εκφράσουν επιφυλάξεις για τη σχεδιαζόμενη μετατροπή τμήματος του Λιβισίου σε τουριστική εγκατάσταση.
Λιβίσι: Το χωριό-φάντασμα της Μικράς Ασίας
Στην θέση όπου βρίσκεται το Λιβίσι θεωρείται ότι υπήρξε η αρχαία Καρμυλησσός. Διέθετε μια αμιγώς ελληνική, ακμάζουσα κοινότητα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού είχε φθάσει να αριθμεί 6.500 κατοίκους, στην πλειονότητά τους περιοδεύοντες τεχνίτες. Ήταν χριστιανοί με τις εκκλησίες τους και τα σχολεία τους, οι οποίοι ζούσαν σε αρμονία με τους μουσουλμάνους των γειτονικών οικισμών. Αυτό μέχρι να αρχίσουν οι διωγμοί. Ήδη από το 1914 οικογένειες άρχισαν να εκτοπίζονται, άνδρες να εξορίζονται στο πλαίσιο του σχεδίου των Νεοτούρκων για την εκκένωση των παραλίων από τους Έλληνες. Όσα μέλη οικογενειών είχαν απομείνει και κατοικούσαν στα 700 σπίτια του οικισμού υποχρεώθηκαν να φύγουν οριστικά και αμετάκλητα βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923.
Η «κατάρα» του χωριού-φάντασμα
Στην Ελλάδα, Μακρηνοί και Λιβισιανοί εγκαταστάθηκαν ως επί το πλείστον στην Αττική, στην περιοχή που ονομάστηκε Νέα Μάκρη. Άλλοι διασκορπίστηκαν σε Ρόδο, Ιτέα, Φαράκλα Ευβοίας ή στο εξωτερικό. Ωστόσο, οι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους δεν ‘’ρίζωσαν’’ ποτέ σ’ αυτά. Θρύλοι άρχισαν να πλανώνται πάνω από το Λιβίσι, ότι οι Λιβισιανοί είχαν «καταραστεί» τον τόπο που άφησαν πίσω τους, διασκορπίζοντας τα οστά των νεκρών τους μέσα στα σπίτια πριν φύγουν, ενώ στα σοκάκια του κυκλοφορούσαν «φαντάσματα». Η λύση του μυστηρίου είναι μάλλον πιο «πεζή», αφού οι ανταλλαγέντες μουσουλμάνοι που έφτασαν στο Λιβίσι, προέρχονταν από την Μακεδονία και την Θράκη και ήταν γεωργοί. Ο κάμπος που απλώνεται μπροστά από τον οικισμό είναι μικρός και δίνει μόνο λίγες εκτάσεις για γεωργία. Μη μπορώντας να βιοποριστούν, οι περισσότεροι έφυγαν, ενώ όσοι έμειναν, εγκατέλειψαν οριστικά τον οικισμό έπειτα από έναν καταστροφικό σεισμό το 1957. Το Λιβίσι ρήμαξε από ανθρώπους, αλλά και από το πλιάτσικο. Πόρτες, παράθυρα και οτιδήποτε κρίθηκε χρήσιμο χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών στα γειτονικά χωριά. Ο οικισμός απέμεινε με τα «φαντάσματά» του.
Ταξίδι στον χρόνο ή συμφιλίωση με το βαρύ παρελθόν;
Η κα Παρασκευοπούλου μας υποδέχθηκε στον χώρο της έκθεσης, μιλώντας μας για το κίνητρο να απεικονίσει εικαστικά τον χώρο όπου έζησαν οι πρόγονοί της. Σε μία γωνιά της έκθεσης υπάρχουν κάποια επεξηγηματικά κείμενα, που αναφέρονται εν συντομία στην ιστορία του χωριού, στον παπα-Δημήτριο ή αλλιώς γνωστό ως παπα-Χαστά, από το παρατσούκλι του οποίου πήραν το όνομά τους κάποιες οικογένειες της πόλης μας. Ο μαρτυρικός ιερέας του χωριού ήταν ο προπάππος της κας Κωστούλας και λειτουργούσε στην κάτω εκκλησιά της Παναγίας της Πυργιώτισσας. «Απολάμβανε της εκτίμησης όλου του χωριού, όπως μου εξιστορούσε η μητέρα μου, και ήταν υπεύθυνος για την συλλογή των χαρατσιών», μας εξιστορεί η κα Παρασκευοπούλου, «γι’ αυτό και όταν κάποτε οι κάτοικοι δυσκολεύονταν να καταβάλλουν τους υψηλούς φόρους, ο προπάππος μου κρυβόταν προσποιούμενος τον άρρωστο. Από την φράση: ‘’παπά χαστά’’ (‘’ο παπάς είναι άρρωστος’’ στα τουρκικά) έμεινε το παρατσούκλι αυτό». Κατά τους συστηματικούς εκτοπισμούς που γίνονταν την τετραετία 1914-1918, ο παπα-Δημήτρης υποβλήθηκε σε βασανιστήρια με ραβδισμούς και τέλος υπέκυψε στις κακουχίες στα 80 του χρόνια.
Από το Λιβίσι στην Χρύσα της Ξάνθης μέσω Μυτιλήνης
Η σχέση της κας Κωστούλας με το Λιβίσι φτάνει πίσω στον παππού της Μιχαήλ, που σκοτώθηκε στην σφαγή στην Σμύρνη το 1922, και ακόμη πιο πίσω στον ιερέα παπα-Δημήτρη, όπως αναφέραμε. Ο πατέρας της, Ιωάννης Χαλκίδης, με καταγωγή από τα Κοτύωρα του Πόντου, νυμφεύθηκε την Ειρήνη, που μεγάλωσε στα Λύγδα στο σαντζάκι της Σμύρνης. Γι’ αυτό και οι γονείς της, νεαρά παιδιά την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών, πέρασαν μέσω της Μυτιλήνης στην Ελλάδα, αλλά ακολούθησαν το καράβι και την πορεία όχι των Λιβισιανών και των Μακρηνών προς τον Πειραιά, αλλά των κατοίκων των Λύγδων. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν στην Ξάνθη και εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό της Χρύσας. Παρότι η ίδια δεν έχει επισκεφθεί ακόμη το προγονικό της χωριό, το έκανε η μεγάλη της κόρη, Άννα, που ζει στην Αγγλία. Από τις φωτογραφίες που έφερε πίσω η κα Παρασκευοπούλου φιλοτέχνησε με μολύβι και κάρβουνο 30 περίπου έργα, θέλοντας αφενός να αποτυπώσει ένα κόσμο που χάνεται, αφετέρου να δώσει το στίγμα του χωριού-φάντασμα, με κρυμμένα βλέμματα μέσα στα έργα να ακολουθούν τον σύγχρονο επισκέπτη. Μας εξομολογείται ότι δεν αντέχει να βλέπει και να ακούει πώς αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τους πρόσφυγες σήμερα, αφού οι πρόγονοι πολλών από εμάς βιώσαν παρόμοιες συνθήκες και καταστάσεις πριν μερικές δεκαετίες. Έχει προγραμματίσει να επισκεφθεί το χωριό, για να νιώσει την αύρα της ιστορίας που περιμένει την δικαίωση. Μάλιστα, πέρα από την έκθεση αυτή, το ΠΑΚΕΘΡΑ έχει δρομολογήσει για τον Οκτώβριο μια εκδήλωση με την παρουσία αρχιτεκτόνων, συμβούλων της UNESCO, που θα μιλήσουν για την αξία των σπάνιων κτισμάτων της περιοχής.