Υστέρηση εσόδων πάνω από 4 δις ευρώ
Τα capital controls που επιβλήθηκαν στα τέλη Ιουνίου και η στάση πληρωμών που κήρυξε η κυβέρνηση σε προμηθευτές του Δημοσίου, νοσοκομεία και επιχορηγούμενους φορείς, προκειμένου να εξασφαλίσει κονδύλια για την πληρωμή των μισθών και συντάξεων οδήγησαν στην κατάρρευση του προϋπολογισμού στο επτάμηνο του 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν, τα έσοδα καταγράφουν υστέρηση άνω των 4 δισ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες παρουσιάζονται συγκρατημένες συνεπεία της στάσης πληρωμών από το ελληνικό Δημόσιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες στα τέλη του επόμενου μήνα ή το αργότερο στις αρχές Οκτωβρίου η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει στη Βουλή συμπληρωματικό προϋπολογισμό, κάτι άλλωστε που ορίζεται στο τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε η Ελλάδα με τους δανειστές.
Ωστόσο, και ο νέος συμπληρωματικός προϋπολογισμός ο οποίος θα προβλέπει έλλειμμα, αντί για πλεόνασμα, της τάξης του 0,25% του ΑΕΠ, είναι ενδεχομένως δύσκολο να επιτευχθεί, με στελέχη του οικονομικού επιτελείου να εκτιμούν ότι το έλλειμμα του τρέχοντος προϋπολογισμού θα ξεπεράσει τη μισή μονάδα του ΑΕΠ.
Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στα στοιχεία του διαστήματος Ιανουαρίου – Ιουλίου και στις προβολές που κάνουν στους επόμενους μήνες. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, μέχρι το τέλος του έτους θα πρέπει να εισπραχθούν περί τα 28,7 δισ. ευρώ, δηλαδή να εισπράττονται ανά μήνα περί τα 5,74 δισ. ευρώ, όταν στο επτάμηνο εισπράττονταν κατά μέσο όρο 3,8 δισ. ευρώ ανά μήνα. Επίσης στο προαναφερθέν διάστημα καταγράφεται σημαντική μείωση των έμμεσων φόρων κατά 700 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου που έχει τεθεί. Η πτώση των εσόδων από τους φόρους επί των συναλλαγών αναμένεται να διογκωθεί εξαιτίας της αύξησης στους συντελεστές του ΦΠΑ στα τέλη Ιουλίου.
Πάντως και σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου καταγράφεται ένα πλασματικό πρωτογενές πλεόνασμα 3,7 δισ. ευρώ το οποίο είναι αποτέλεσμα της μη καταβολής των κονδυλίων στους επιχορηγούμενους φορείς του Δημοσίου και τους προμηθευτές.
Ειδικότερα:
1. Τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 24,8 δισ. ευρώ μειωμένα κατά 4,1 δισ. ευρώ έναντι του στόχου. Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν υστέρηση της τάξης των 3,4 δισ. ευρώ. Η υστέρηση, έναντι του στόχου οφείλεται:
• Στην παράταση υποβολής δήλωσης και πληρωμής της α΄ δόσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
• Στην παράταση υποβολής δήλωσης και πληρωμής των δόσεων του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
• Στη μη βεβαίωση και πληρωμή της α΄ δόσης του ΕΝΦΙΑ.
• Στη μη είσπραξη εσόδων από τη μεταφορά αποδόσεων από τη διακράτηση ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος (ANFAs & SMPs) ύψους 1.724 εκατ. ευρώ.
2. Οι επιστροφές εσόδων σε φορολογούμενους και επιχειρήσεις ανήλθαν σε 1,54 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 318 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (1,863 δισ. ευρώ).
3. Οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 26.516 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένες κατά 3,1 δισ. ευρώ έναντι του στόχου, κυρίως λόγω της μείωσης των πρωτογενών δαπανών κατά 2,883 δισ. ευρώ, των ταμειακών δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα κατά 358 εκατ. ευρώ και των καταπτώσεων εγγυήσεων κατά 81 εκατ. ευρώ.
4. Σημαντικά μειωμένες είναι οι πιστώσεις προς τα νοσοκομεία και τους επιχορηγούμενους φορείς. Συγκεκριμένα:
• Οι επιχορηγήσεις στα νοσοκομεία ανήλθαν στα 250 εκατ. ευρώ έναντι ετήσιου στόχου 1,1 δισ. ευρώ. Δηλαδή στο επτάμηνο τα νοσοκομεία αποδόθηκε μόλις το 22,3% της ετήσιας επιχορήγησης.
• Τα επιδόματα κοινωνικής προστασίας ήταν περιορισμένα στο επτάμηνο του έτους. Συγκεκριμένα αποδόθηκε στους δικαιούχους μόλις το 21,2% της ετήσιας δαπάνης ή διαφορετικά μόλις 306 εκατ. ευρώ έναντι ετήσιας επιχορήγησης 1,44 δισ. ευρώ
• Οι επιχορηγήσεις στους φορείς ανήλθαν στα 461 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο αποτελεί το 34,3% της ετήσιας δαπάνης.
5. Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) διαμορφώθηκαν σε 1,2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 1,37 δισ. ευρώ, έναντι του στόχου (2,57 δισ. ευρώ). Αντίθετα, τα έσοδα του ΠΔΕ ήταν αυξημένα και ανήλθαν στα 2 δισ. ευρώ έναντι στόχου 1,88 δισ. ευρώ.