Παρακολουθώ την πολιτική, λόγω οικογενειακής παράδοσης, από μικρό παιδί, από τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια. Ήμουν οκτώ χρονών όταν προσπαθούσα να καταλάβω το προεκλογικό σύνθημα της τότε Αριστεράς (ΕΔΑ) στις εκλογές του 1952, «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Θυμάμαι την απογοήτευση του πατέρα μου, καθώς πρόσθετε τα εκλογικά αποτελέσματα σε κάθε εκλογικό τμήμα, που μετέδιδε το ραδιόφωνο και διαπίστωνε ότι ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς, ο Νικόλαος Πλαστήρας, έχανε κατά κράτος από τον υποψήφιο της Δεξιάς, τον νικητή του εμφυλίου, τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο.
Η εκλογική αυτή νίκη σημάδευσε την πορεία αυτής της χώρας, με την εγκαθίδρυση ενός σκληρού και αυταρχικού κράτους πολιτικών διωγμών και ακραίων διακρίσεων, που παρέμειναν μέχρι την μεταπολίτευση, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποίησε το 1974 το Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγνώρισε το 1981 την ενωμένη Εθνική Αντίσταση, που έβαλε τέρμα στον εθνικό διχασμό και στις πολιτικές διακρίσεις.
Από τα χρόνια του εμφυλίου μέχρι σήμερα η Ελληνική Αριστερά δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα Δεν κατάφερε να αποδεχθεί ένα πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην ελεύθερη οικονομία στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, στον ρυθμιστικό χαραχτήρα του κράτους και στην σχετική, κατά Πουλαντζά, αυτονομία του απέναντι στην εξουσία. Το περίεργο είναι ότι ακόμη και μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ελληνική Αριστερά δεν ακολούθησε την ευρωπαϊκή ομώνυμή της, που αντιμετώπισε ρεαλιστικά τη νέα πραγματικότητα.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, προσπάθησε και κατάφερε, περισσότερο ή λιγότερο, μέσα στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας να στηρίξει τις ευπαθείς ομάδες και να δημιουργήσει το κράτος πρόνοιας, με πόρους από την αύξηση και την ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου. Η δική μας Αριστερά τροφοδοτεί την μεταφυσική προσδοκία της ανατροπής του οικονομικού και πολιτικού status, για χάρη ενός κρατικού μοντέλου παραγωγής και ελέγχου της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους απαιτούμενους πόρους και την διεθνοποίηση της οικονομίας, ούτε τους συσχετισμούς δυνάμεων τοπικά, ευρωπαϊκά και παγκοσμίως.
Αποτέλεσμα αυτού του ουτοπικού αφηγήματος, που, σημειωτέον, έχει απήχηση σε πλατιά στρώματα της κοινωνίας, πέραν της Αριστεράς, είναι η απροθυμία αλλά και η ανικανότητα να συντάξει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο Αριστερής διακυβέρνησης, μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος αστικού καθεστώτος. Όποτε μάλιστα συνέβη να μετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας ή σε ευρύτερα σχήματα για την συμμετοχή σε εκλογές, ακολούθησαν οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί και οι διασπάσεις.
Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η τόση γρήγορη αποσύνθεση ενός Κυβερνώντος κόμματος, δεν το έχω ξαναδεί. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Στον πρώτο χρόνο μιας νέας Κυβέρνησης το κόμμα που κυβερνά είναι πανίσχυρο και ο ηγέτης του αδιαμφισβήτητος. Η εξήγηση βέβαια είναι αυτονόητη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είπε τόσα ψέματα και καλλιέργησε τόσες φρούδες προσδοκίες, χωρίς αυτές να έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ώστε να τον καταπιεί η ίδια η πραγματικότητα. Υπάρχει και κάτι άλλο που ήταν φανερό μόνο σε όσους ξέρουν να διακρίνουν την συγκρότηση και την ικανότητα των ηγετών, πίσω από τα φωτεινά χαμόγελα και τις μεγάλες κουβέντες. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πολύ λίγος για τον ρόλο που τόσο βιαστικά και ανεύθυνα ανέλαβε να διαδραματίσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας μας. Ο τρόπος που μιλούν για αυτόν τα κορυφαία στελέχη του, από τον Βαρουφάκη και την Κωνσταντοπούλου μέχρι τον Γλέζο και τον Λαφαζάνη, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες.
Το βέβαιο είναι ότι ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ανυπέρβλητο αδιέξοδο, που δημιούργησε η ουτοπική και ψευδής του αφήγηση, που αναιρείται από την ανώμαλη προσγείωσή του στην πραγματικότητα. Μηρός γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή ή αλλιώς, μπρός Τρόϊκα και πίσω Λαφαζάνης.
Γιάννης Λασκαράκης