Θυμάμαι πως ήταν Οκτώβρης του 1983. Η πτήση μας έφτασε στο Διεθνές αεροδρόμιο Kai Tak του Hong Kong στις οχτώ η ώρα το πρωί. Πρώτη φορά o Βασίλης σ αυτό το πολύβουο αεροδρόμιο που οι πτήσεις έφταναν κατά κύματα εκείνη την ώρα από την Ευρώπη και την Αμερική με τα τεράστια αεροπλάνα των τετρακοσίων επιβατών. Αναγγελίες αναχωρήσεων και αφίξεων κάθε ένα λεπτό. Κίτρινοι, λευκοί, μαύροι όλοι περπατώντας πάνω στους διαδρόμους με τις λαστιχένιες βούλες. Ανάμεσά τους και ο Βασίλης από τη Θεσσαλία που πρώτη φορά έμπαινε σε ένα τέτοιο ταχυκίνητο ανθρωπομάνι. Τελικός προορισμός του η κοντινή Καντώνα της Κίνας και η εμπορική έκθεσή της.
Ήταν μέρα Σάββατο. Άλλαξε λίγα χρήματα στο ανταλλακτήριο του αεροδρομίου και κατευθύνθηκε στο γραφείο ευρέσεως ξενοδοχείου. Στον πίνακα ήταν γραμμένα πάνω από διακόσια ξενοδοχεία και δίπλα στο όνομα του καθενός υπήρχε η ένδειξη Fully booked( κλεισμένα όλα τα δωμάτια). Ο πρώτος ιδρώτας ήταν ζεστός, ο δεύτερος παγωμένος. Που να πάει τώρα ο Βασίλης, που να βρει ξενοδοχείο από το Σάββατο έως την Δευτέρα που είχε προγραμματίσει να φύγει για την Καντώνα; Ολομόναχος σε έναν ξένο τόπο με άγνωστους ανθρώπους από όλα τα σημεία της γης, σε μια πόλη τέρας των δεκαπέντε εκατομμυρίων κατοίκων. Κάθισε σε ένα κάθισμα απέναντι από τον πίνακα των ξενοδοχείων για να καταφέρει να συλλάβει το μέγεθος του προβλήματος του και να αυτοσυγκεντρωθεί. Κάθε λίγο μια κοπέλα από το γραφείο των ξενοδοχείων έβγαινε και φώναζε ‘’ ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Peninsula με εφτακόσια πενήντα δολάρια η βραδιά’’. Άκουσε την αναγγελία ο Βασίλης και ξαναανάβλυσε ο παγωμένος ιδρώτας, στην τσέπη του βρίσκονταν 600 δολάρια. 250 που επέτρεπε ο νόμος και άλλα 350 που είχε βγάλει παράνομα. Έκανε έναν απλό υπολογισμό και βρήκε πώς αν έκλεινε το δωμάτιο θα έπρεπε λογικά να σηκωθεί από τις πέντε να το παραδώσει γιατί τα λεφτά δεν έφταναν για όλη την νύχτα, μέχρι στις πέντε καλά ήταν, μετά ούτε δολάριο για καφέ χωρίς ζάχαρη.
Τότε επενέβη η θεία χάρις. Ένας ψηλός, μισόξανθος αδύνατος κύριος, με μισά γυαλιά πρεσβυωπίας κατεβασμένα στη μύτη, με το πουκάμισο βγαλμένο έξω από το παντελόνι και παρουσιαστικό κοσμοπολίτη και πολυταξιδεμένου ανθρώπου, κατάλαβε την αγωνία του Βασίλη και του απηύθυνε το λόγο. Μην βιάζεσαι του είπε, σε λίγο θα αναγγείλουν και φθηνότερα ξενοδοχεία. Μίλησε πολύ φιλικά και είπε στον Βασίλη πώς ήταν Ολλανδός έμπορος που εκείνη την ημέρα γιόρταζε την πεντηκοστή επίσκεψή του στο Hong Kong. O Βασίλης αναθάρρεψε και έπιασε κουβέντα μαζί του. Ο Ολλανδός λεγόταν Metty Zahreparvar, έμενε στο Ρότερνταμ και ήταν Ιρανικής καταγωγής. Ταξίδευε συχνά στη Άπω Ανατολή και εμπορευόταν έπιπλα και είδη δώρων. Η ώρα τώρα άρχισε να κυλά πιο ήρεμα για τον Θεσσαλό ταξιδιώτη. Η κουβέντα στράφηκε κάποια στιγμή και στους Περσικούς πολέμους και ο Metty έδειξε στο πρόσωπό του μια πίκρα και μια αυτοσυγκράτηση, αλλά και ο Βασίλης, δεν ήταν ώρα τώρα για κομπορυμοσύνες και εθνικούς παλληκαρισμούς και απέφυγε με εύσχημο τρόπο την εξέλιξη της κουβέντας.
Κάποια στιγμή μετά από τρείς ώρες άρχισαν να αναγγέλλονται φθηνότερα ξενοδοχεία. Ένα από αυτά ήταν και το ξενοδοχείο Shamrock στην Nathan Road, τον κεντρικότερο δρόμο της μεγαλούπολης. Έκλεισαν δύο μονόκλινα και με το μικρό λεωφορειάκι του ξενοδοχείου ξεκίνησαν για την πόλη. Πριν μπουν στα δωμάτιά τους ο Metty προσκάλεσε τον Βασίλη για τραπέζι το βράδυ. Ούτω και εγένετο, πήγαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Hollydai Inn στις οκτώ . O Metty παρήγγειλε με άνεση άρχοντα τα καλλίτερα εδέσματα και τα ομορφότερα γλυκά. Ήπιαν εκλεκτό κρασί Καλιφόρνιας και όταν ζήτησε λογαριασμό πλήρωσε ένα ποσό της τάξης των διακοσίων δολαρίων με την πιστωτική του κάρτα. Ο Βασίλης έκπληκτος τον ρώτησε πόσο περιθώριο κατανάλωσης είχε από την κεντρική τράπεζα της Ολλανδίας και εκείνος του απάντησε ‘’απεριόριστο’’. Τότε σε μας υπήρχε αυστηρός έλεγχος συναλλάγματος και οι πιστωτικές κάρτες στο εξωτερικό είχαν μάλλον διακοσμητικό χαρακτήρα στο πορτοφόλι μας.
Ύστερα  από το δείπνο πήγαν σε έναν παράπλευρο δρόμο όπου ο Metty έδειξε στον άπειρο Βασίλη ένα γραφείο όπου θα έπρεπε να έρθει την Δευτέρα για να βγάλει εισιτήριο για την Καντώνα. Ενημέρωσε ακόμη τον Έλληνα πραματευτή πώς εκείνος μετά δύο ημέρες θα έφευγε για την Taipei της Taiwan όπου θα έμενε στο ξενοδοχείο Brother. Εφθασαν στο Shamrock καληνυχτίστηκαν και πήγαν στα δωμάτιά τους. Τέτοια τύχη ούτε στο όνειρό του δεν είχε δει ο ανίδεος Βασίλης ο εμπορευόμενος. Τέτοια τύχη και τόση απλόχερη καλοσύνη. Είναι αυτό που λένε ‘’να σε θέλει’’.
Κυριακή την άλλη μέρα και προείχε ένας πρωινός περίπατος στην κεντρική οδό Nathan με τα ατελείωτα ορθάνοιχτα καταστήματα γεμάτα κάμερες φωτογραφικές μηχανές, κιάλια, ρολόγια και ραδιόφωνα. Τόσα πολλά ηλεκτρονικά είδη που στο τέλος αισθανόσουν όπως κάποιος που έχει φάει έναν περίδρομο και εξακολουθούν να του δείχνουν ψητές γουρουνοπούλες και κοκορέτσια. Στο τέλος είχε την τάση αποφυγής βλέμματος στις βιτρίνες.
Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο ρώτησε αν ο κ. Zahreparvar ήταν ακόμη στο δωμάτιό του η είχε βγει , για να λάβει την απάντηση πως ο κ. Zahreparvar είχε φύγει μία μέρα νωρίτερα για το αεροδρόμιο. Ο Βασίλης αισθάνθηκε σαν να του ήρθε το ταβάνι στο κεφάλι, ένοιωσε απέραντη μοναξιά και έναν ασήμαντο αλλά υπαρκτό φόβο.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε άχρωμα και μάλλον πληκτικά μέσα στην πνιγηρή μοναξιά ενός ξένου τόπου με ασυνήθιστες μυρουδιές και μια ακαταλαβίστική γλώσσα κοφτών συνθημάτων παρά λέξεων. Ένα λιτό δείπνο και προσπάθεια ύπνου επειδή το βιολογικό ρολόι με την αλλαγή των επτά ωρών είχε αποσυγχρονισθεί .
Φοίβος Ιωσήφ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ