Η Χαρίκλεια Μαργαριτοπούλου μετά την επιστολή του Γιώργου Αποστολίδη στο «Ε» διηγείται τη διαδρομή του χανιού και δίνει πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς
Πρόκειται για ένα από τα 53 χάνια της Ξάνθης, με ιδιοκτήτες που είχαν καταγωγή από την Ήπειρο. Ένα αρχιτεκτονικό κτίσμα, απομεινάρι μιας ολόκληρης εποχής, που σήμερα έχει ρημάξει
Με αφορμή την επιστολή του ξανθιώτη δικηγόρου Γιώργου Αποστολίδη στην εφημερίδα μας για την «περιπέτεια» που περνά για χρόνια το «Χάνι Βρέντζιου», η κ. Χαρίκλεια Μαργαριτοπούλου, με δική της επιστολή δίνει διαφωτιστικές πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και για τη διαδρομή του κτιρίου. Η κ. Μαργαριτοπούλου δίνει πληροφορίες για τα «χέρια» που άλλαξε το χάνι, αλλά και η ίδια καταλήγει ότι τελικά ένα ακόμη αρχιτεκτονικό κτίσμα ερήμωσε και ρήμαξε, αποτελώντας «ακόμη ένα δείγμα για να θυμίζει την ελληνική παράνοια της Γραφειοκρατίας και την αδιαφορία των φορέων του Κράτους».
Η επιστολή της κ. Μαργαριτοπούλου: «Χάνι Βρέντζου ή σωστότερα Χάνι Μαργαρίτη»
Κύριε Διευθυντά ,
Παίρνοντας αφορμή από το δημοσίευμα στην εφημερίδα σας «Χάνι Βρέντζου» ή Ένα δείγμα της Ελληνικής Γραφειοκρατίας, επιτρέψτε μου, προς αποκατάσταση της αλήθειας (σε ότι αφορά τους κτήτορες) να αναφερθώ εν συντομία στο ιστορικό του. Γιατί πίσω από κάθε κτίσμα είτε πρόκειται για αρχιτεκτονικό αριστούργημα είτε για ένα απλό λαϊκό κτίσμα, όπως υπονοεί ο αγαπητός και εκλεκτός συμπατριώτης μας, δικηγόρος, κ. Γεώργιος Αποστολίδης, υπάρχουν άνθρωποι που μόχθησαν και εργάσθηκαν για την δημιουργία του. Και βέβαια τα χάνια δεν ήταν ξενοδοχεία πολυτελείας αλλά σταθμοί, στέκια, που εξυπηρετούσαν οδοιπόρους και χωρικούς προσφέροντας διαμονή, διατροφή, ανάπαυση και διανυκτέρευση και στάβλους για τα ζώα. Το χάνι αυτό, που βρίσκεται επί της οδού Π. Τσαλδάρη, γνωστό μέχρι σήμερα ως «Χάνι του Μαργαρίτη» και όχι «Βρέντζου», είναι ένα από τα 53 χάνια, που σύμφωνα με τον ιστορικό και πολυβραβευμένο ξανθιώτη ιστορικό Πέτρο Γεωργαντζή, κτίσθηκαν στη Ξάνθη στην περίοδο της οικονομικής ακμής της (1870-1910) (Πέτρου Γεωργαντζή: Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης. Θρακικά Χρονικά, ετήσια έκδοση- Ξάνθη, 38/1983, σ.134). Ιδιοκτήτες του χανιού αυτού υπήρξαν ο Δημήτριος Θεοδώρου Μοράβας και ο Μαργαρίτης Ιωάννου Αντώτσιος (μετέπειτα Μαργαριτόπουλος), με καταγωγή και οι δύο από την Λάιστα του Ζαγορίου της Ηπείρου. Ο Μαργαρίτης Ιωάννου, ο παππούς μου, ήρθε στη Ξάνθη πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, σε ηλικία περίπου δέκα ετών. Ο Δημήτριος Μοράβας ήταν αρχικά εγκαταστημένος στη Γιάλοβα της Μικρασιατικής Τουρκίας και ήρθε στη Ξάνθη, μετά τη δολοφονία του αδελφού του από Τούρκους ληστές, φοβούμενος και αυτός για τη ζωή του, προς το τέλος της δεκαετίας του 1870, φέρνοντας μαζί του, λένε, επτά χιλιάδες λίρες. Εδώ συναντήθηκε με τον συμπατριώτη του τον Μαργαρίτη Ιωάννου, που ήταν ήδη ένας πετυχημένος επαγγελματίας, και αποφάσισαν να συνεταιρισθούν για να χτίσουν, όπως ονειρευόταν και συνήθιζαν οι Ηπειρώτες, «φούρνο, μαγαζί και χάν’». Το χάνι κτίσθηκε από πετροκτιστάδες των Μαστοροχωριών της Ηπείρου. Όταν τελείωσε η ανοικοδόμησή του, το 1880, χάραξαν, στη κεντρική είσοδό του, στη μαρμάρινη τοξωτή πλάκα του υπέρθυρου που πλαισιωνόταν από μαρμάρινες παραστάδες με επίκρανα, την παρακάτω ανορθόγραφη, κτητορική – αναμνηστική επιγραφή: «Ο Δημήτριος Θ’ Μοράβας Μαργαρίτης Ηοάνου Ηπηρώται 1880». Πριν από λίγα χρόνια, κάποιοι, καλοπροαίρετα βέβαια, θέλοντας να τονίσουν τα χαραγμένα γράμματα για να είναι πιο ευδιάκριτα, τα έβαψαν με μαύρο χρώμα, αποδίδοντάς τα όμως διαφορετικά. Έτσι στο όνομα Ηοάνου, το όμικρον έγινε σίγμα και το νι έγινε γιώτα, με αποτέλεσμα το ανορθόγραφο Ιωάννου να φαίνεται Ησαϊου. Αυτό σύντομα θα διορθωθεί. Λανθασμένα, επίσης, ο αναπληρωτής καθηγητής στον Τομέα Αρχιτεκτονικής Σχεδιασμού και Κατασκευών στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ξάνθης του ΔΠΘ, κ. Νικόλαος Λιανός, στο κείμενό του «Μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτηρίων της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης», αναφέρει ότι τα παραπάνω ονόματα ανήκουν στους «μαστόρους» του χανιού (Ξάνθη, η πόλη με τα χίλια χρώματα, 2008, Δήμος Ξάνθης, Πακεθρα, σελ. 82). Η αρχιτέκτων Χριστίνα Ζαρκάδα, στην ειδική αρχιτεκτονική μελέτη που έκανε για το συγκεκριμένο χάνι, το χαρακτηρίζει «αντιπροσωπευτικό» συγκρότημα, δείγμα των χανιών που κτιζόταν την περίοδο εκείνη (Χριστίνας Ζαρκάδα: «Τα χάνια της Ξάνθης. Το χάνι γενικά. Αρχιτεκτονική εξέλιξη και λειτουργία». Θρακικά Χρονικά. Ετήσια έκδοση. Ξάνθη 37/1982, σελ. 197,198). Μετά το θάνατο του παππού μου, ο πατέρας μου, Ιωάννης Μαργαριτόπουλος, παραχώρησε (πούλησε) το μερίδιό του, το έτος 1929, στον γαμπρό του, Κωνσταντίνο Βρέντζιο, σύζυγο της αδελφής του, Χρυσούλας. Έμεινε δε γνωστό ως χάνι του «Μαργαρίτη» γιατί ο παππούς μου ήταν πιο γνωστός, από ότι ο Μοράβας, που λίγα χρόνια έζησε στη Ξάνθη, η δε εκμετάλλευση από τον Κωνσταντίνο Βρέντζιο ήταν ολιγόχρονη. Στα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων, σύμφωνα με το προσωπικό μου αρχείο, το χάνι είχε αναλάβει ένας Οθωμανός, ονόματι Αζίμ. Στις 8 Απριλίου του 1941, με την είσοδο των Γερμανών στη πόλη της Ξάνθης, επιτάχθηκε και στρατωνίσθηκαν Γερμανοί στρατιώτες μέχρι τις 5 Μαΐου 1941, που παραδόθηκε η περιοχή στους Βουλγάρους. Στη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, 1941-1944, την εκμετάλλευση του χανιού την είχε αναλάβει Βούλγαρος έποικος. Όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 έφυγε η οικογένεια Βρέντζιου από την Ξάνθη, το 1958, τη διαχείριση ανέλαβε ο Δημήτριος Μήτσας, από τη Χωριστή Δράμας, σύζυγος της εγγονής του Θεοδώρου και της Μαρίας Μοράβα, της Μαρίας Πολυχρόνη Χατζή και κληρονόμου του άλλου ημίσεως του χανιού. Μετά το θάνατο του Δημητρίου Μήτσα, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, το χάνι, το οποίο είχε κριθεί διατηρητέο, έμεινε ανεκμετάλλευτο και αναξιοποίητο, να καταρρέει χρόνο με το χρόνο, με αποτέλεσμα να παραμένει μόνο η κεντρική είσοδος και ένας τοίχος όρθιος προς την πλευρά της υπαίθριας λαϊκής αγοράς, με τα παράθυρα να χάσκουν σαν μάτια αδειανά. Θλιβερό απομεινάρι μιας ολόκληρης εποχής και ακόμη ένα δείγμα για να θυμίζει την ελληνική παράνοια της Γραφειοκρατίας και την αδιαφορία των φορέων του Κράτους.