Ο συγγραφέας του βιβλίου «Γαλάζια αγελάδα» Βασίλης Τσιαμπούσης μιλά για τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη, τις «εμμονές» των συγγραφέων και την… εξωστρέφεια των Ελλήνων που «βάζει το χεράκι της» στα χαμηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας της χώρας
Η Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης, το βιβλιοπωλείο «Πυργελή» και οι εκδόσεις «Μεταίχμιο» παρουσίασαν το απόγευμα του Σαββάτου 15 Φεβρουαρίου το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιαμπούση «Γαλάζια Αγελάδα». Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο ζεστό και φιλικό χώρο του Λαογραφικού Μουσείου, ενώπιων φίλων του βιβλίου, που βρέθηκαν στο χώρο για να γνωρίσουν από κοντά τον συγγραφέα και να συνομιλήσουν μαζί του. Το «Ε» έκλεψε λίγο από το χρόνο του κ. Τσιαμπούση και του απηύθυνε ερωτήσεις προκειμένου να τον γνωρίσετε και εσείς.
«Ε»: Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Β.Τ.: Ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου είναι οικογενειακές μου μνήμες. Πάνω σε αυτές τις οικογενειακές μνήμες οικοδομήθηκε ένα βιβλίο, το οποίο έχει βεβαίως στοιχεία μυθοπλασίας και στο τέλος μορφοποιήθηκε σε αυτό το μυθιστόρημα.
«Ε»: Ποιος είναι ο κύριος αφηγητής του βιβλίου;
Β.Τ.: Ο κύριος αφηγητής του βιβλίου είναι υπαρκτό πρόσωπο και είναι ο Γιώργος Μούτσος, ο οποίος έχει μια διαδρομή από τα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας, ανέβηκε στο αντάρτικο με τους εθνικιστές αντάρτες, σπούδασε μετά στην Θεσσαλονίκη δικηγόρος, έγινε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός, καρατομήθηκε από τον Μητσοτάκη, όταν αυτός ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος, επειδή θεωρήθηκε ως Καραμαλικός και μιλάει όχι μόνο για αυτή τη διαδρομή, αλλά και για τις προσωπικές του σχέσεις μέσα στην ίδια οικογένεια. Κυρίως όμως μιλάει για τις επιπτώσεις που είχε το γεγονός ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε από τον Δαλάση. Καταλαβαίνετε ότι και η οικογένεια σκορπίζει ξαφνικά, βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση και τις προσπάθειες που κάνανε όλα τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να τα βγάλουν πέρα.
«Ε»: Όλα τα βιβλία περνάνε κάποιο μήνυμα στον αναγνώστη του, του αφήνουν κάτι. Το δικό σας βιβλίο τι μήνυμα περνάει και σε τι είδους αναγνωστικό κοινό απευθύνεται;
Β.Τ.: Ο συγγραφέας δεν περνάει μηνύματα. Ούτε καταγγέλλει, ούτε διδάσκει, ούτε μοιράζει το δίκαιο. Ή τουλάχιστον έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ το δίκαιο του συγγραφέα. Ο συγγραφέας ψυχαγωγεί. Βέβαια, το δικό μου μυθιστόρημα ώρες-ώρες είναι βαρύ με την έννοια ότι έχει πολύ μεγάλη ένταση και πολύ μεγάλη πίκρα. Αλλά ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα σημαίνει ότι κάποιος το παίρνει, το διαβάζει και όταν το τελειώνει έχει αισθανθεί μια συγκίνηση και μια πλήρωση. Από εκεί και πέρα δεν θέλω να δώσω κανένα άλλο μήνυμα. Αυτός που το διαβάζει καταλαβαίνει.
«Ε»: Το βιβλίο σας εν ολίγοις είναι και μια περιήγηση στην πολιτική ιστορία του τόπου μας τα τελευταία χρόνια…
Β.Τ.: Βεβαίως, είναι μια περιήγηση στα πολιτικά πράγματα, αλλά έχει και πάρα πολλά άλλα πράγματα. Μιλάει για τους πρόσφυγες στην ανατολική Μακεδονία και τις προσπάθειες που κάνανε να επιστρέψουν στην Ελλάδα, το πώς τους αντιμετώπισε η πατρίδα όταν επέστρεψαν σε αυτή. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο ισορροπημένο και μιλάει για τα πάθη και της μια πλευράς και της άλλης.
«Ε»: Από εκείνες τις μέρες και από την ζωή που περιγράφετε στο βιβλίο σας έχει αλλάξει τίποτα στην σημερινή πολιτική κατάσταση; Πάμε προς το καλύτερο ως τώρα;
Β.Τ.: Όχι δεν πάμε προς το καλύτερο. Εκείνο το οποίο δεν έχει αλλάξει είναι ο φανατισμός. Γιατί η περίοδος του 1944, η οποία περνάει έντονα μέσα στο βιβλίο, ήτανε μια περίοδος στην οποία επικράτησε ο φανατισμός και τα μίση. Δεν έχουμε αλλάξει πάρα πολύ μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων, μεταξύ των μερίδων που συγκροτούν τις πολιτικές παρατάξεις.
«Ε»: Πολλοί λένε ότι ο αναγνώστης ταυτίζεται με χαρακτήρες των βιβλίων που διαβάζει. Οι συγγραφείς όταν γράφουν, γράφουν κάποιες εμμονές ή κάποια πράγματα που τους απασχολούν πολύ έντονα;
Β.Τ.: Οι συγγραφείς έχουν τις εμμονές τους και αναφέρονται συχνά σε αυτές. Όσο για τους αναγνώστες, φυσικά και ένα βιβλίο δεν είναι αυθύπαρκτο. Το βιβλίο συμπληρώνεται και από τον συγγραφέα και από τον αναγνώστη. Αυτό δεν το λέω με την έννοια ότι κάποια βιβλία ταιριάζουν σε κάποιους αναγνώστες. Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να διαβάσει με διαφορετικό τρόπο ένα βιβλίο. Να βρει μέσα μηνύματα, μπορεί να βρει ομοιότητες, κοινές συγκινήσεις, τα οποία μπορεί να μην βρει ένας άλλος αναγνώστης. Δηλαδή, ο κάθε αναγνώστης, ενώ διαβάζει το ίδιο βιβλίο με τους άλλους, διαβάζει ένα δικό του μυθιστόρημα. Είναι και εκείνος συμμέτοχος μέσα σε αυτή τη διαδικασία, διότι το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο γραφή. Είναι και ανάγνωση. Ο αναγνώστης έχει ίση συμμετοχή με τον συγγραφέα.
«Ε»: Πως αντιδρά ο κόσμος στην παρουσίαση του βιβλίου σας;
Β.Τ.: Στις μέρες μας οι παρουσιάσεις βιβλίων είναι ένα τακτικό φαινόμενο και ο κόσμος μη μπορώντας να ξεχωρίσει εξαρχής ποια είναι βιβλία ποιότητος και ποια δεν είναι, καθώς δεν διαβάζει πολύ, έχει απογοητευτεί και δεν πηγαίνει πολύ σε παρουσιάσεις. Εντούτοις ο συγγραφέας θεωρεί ότι πάντα έχει να πει κάποια πράγματα για το βιβλίο του.
«Ε»: Πόσο καιρό σας πήρε να γράψετε το βιβλίο σας;
Β.Τ.: Μου πήρε δύο χρόνια με πολύ εντατική δουλειά. Δούλευα πάνω στο βιβλίο 8-10 ώρες ημερησίως.
«Ε»: Έχει γεννηθεί μέσα σας η ιδέα για το επόμενο; Έχετε ετοιμάσει κάτι καινούριο;
Β.Τ.: Εγώ δεν είμαι πολύ της προγραμματισμένης δουλειάς. Εγώ περιμένω κάτι να έρθει μέσα στο μυαλό μου και σιγά σιγά να το καλλιεργώ, να κάνω κάποιες απόπειρες, να κρατήσω κάποιες σημειώσεις και αν όλο αυτό καταλήξει σε βιβλίο καλώς. Μπορεί βέβαια να μην καταλήξει και πουθενά. Αυτή τη στιγμή έχω δυο θέματα στο μυαλό μου, τα οποία λέω ότι θα μπορούσαν αν γίνουν μυθιστόρημα, χωρίς να ξέρω αν πραγματικά θα μπορέσουν να γίνουν.
«Ε»: Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος που ακόμη έχει αναγνωστικό κοινό σε αντίθεση με την ποίηση και την διήγηση. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Β.Τ.: Είναι ανεξήγητο. Πιστεύω ότι ο κόσμος διαβάζοντας σήμερα ένα μυθιστόρημα θέλει να ταυτιστεί με κάποια πρόσωπα. Και αυτό το πράγμα μέσα στα διηγήματα δεν προφταίνει να το πετύχει λόγω της έκτασης. Θέλει ένα μεγάλο μύθο, θέλει περιγραφές χαρακτήρων. Το διήγημα είναι μια αστραπή.
«Ε»: Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα έχει περιοριστεί πάρα πολύ…
Β.Τ.: Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα ήταν πάντα περιορισμένο σε σχέση με τις άλλες χώρες. Δεν είναι στην κουλτούρα μας να διαβάζουμε. Και για αυτό έχουν δοθεί πάρα πολλές ερμηνείες. Πρώτα από όλα δεν μας μαθαίνουν στο σχολείο να διαβάζουμε. Δεύτερον, ο καιρός είναι τόσο καλός που το καλοκαίρι δεν θέλεις να καθίσεις μέσα στο σπίτι και να διαβάσεις. Είμαστε πιο εξωστρεφείς. Ενώ το διάβασμα αναφέρεται σε πιο εσωστρεφή άτομα. Σήμερα βέβαια, υπάρχει και η οικονομική κρίση και ο κόσμος δεν μπορεί να αγοράσει βιβλία. Επιπλέον, κάθε Κυριακή όλες οι εφημερίδες δίνουν τόσα βιβλία που θεωρεί πεταμένα χρήματα να πληρώσει ξανά για να αγοράσει κάποιο άλλο.
«Ε»: Εσείς θα δίνατε το βιβλίο σας σε μια εφημερίδα να το μοιράσει;
Β.Τ.: Γιατί όχι;
Γεωργία Ταραξοπούλου