«Αν στην διπλανή πόρτα μένει κάποιος σαν την Ντάτα μετακομίστε» λέει χαριτολογώντας η συγγραφέας
Την αναπάντεχη περιπέτεια υγείας της μοιράστηκε με τους φίλους της που πήγαν να την συναντήσουν
Στους αναγνώστες της που έσπευσαν να την συναντήσουν παρουσίασε την Πέμπτη η Λένα Μαντά το καινούριο της βιβλίο «Με λένε Ντάτα» σε ένα άκρως φιλικό περιβάλλον στο βιβλιοπωλείο του ΤΖΕΛΕΠΗ ΕΥΓΕΝΙΟΥ. Η συγγραφέας μετά την παρουσίαση συνομίλησε με το κοινό, όπου και μίλησε για τη περιπέτεια υγείας που αντιμετώπισε πρόσφατα και ακόμα την ταλαιπωρεί και υπέγραψε αντίτυπα του βιβλίου της.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Με λένε Ντάτα… Χρόνια τώρα. Κοντεύω κι εγώ να ξεχάσω πως κάποτε με βάφτισαν Αλεξάνδρα∙ Αλεξάνδρα Σαλβάνου του Ροβέρτου και της Χαριτίνης.
Είμαι ένοχη για όλα τα αμαρτήματα που μπορεί να φανταστεί η Εκκλησία ή η Αστυνομία, κι όμως δεν αισθάνομαι ένοχη για τίποτα. Όλα ήρθαν φυσιολογικά στο δρόμο μου ή σ’ εμένα φάνηκε έτσι. Δεν πέρασε καν από την σκέψη μου ότι μέσα μου γεννιόταν πρώτα το κακό, μετά το χειρότερο, και ποτέ το καλό.
Γεννήθηκα πολύ όμορφη και αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο, μια αόρατη παγίδα για τα υποψήφια θύματά μου. Κανένας δεν περιμένει η όψη ενός αγγέλου να κρύβει με τέτοια μαεστρία τη μαύρη ψυχή ενός σατανά που είναι ταγμένος να σκορπά το θάνατο και τον όλεθρο. Ίσως μάλιστα ο θάνατος, που τόσο εύκολα αποφάσιζα για κάποιους, να ήταν λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμός.
Εχθρούς… Μόνο τέτοιους έκανα στη ζωή μου. Φίλους δεν απέκτησα ποτέ, αλλά δεν αισθάνθηκα και ποτέ την έλλειψή τους. Η φιλία ήταν για μένα αδυναμία, ένα όπλο στα χέρια του αντιπάλου, και δεν ήμουν από αυτές που έδιναν τέτοια περιθώρια, κι ούτε ήθελα περιττά βάρη.
Με λένε Ντάτα. Ζω σε έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω…»
Δεν μετάνιωσα που έγραψα την Ντάτα
Τα βιβλίο «Με λένε Ντάτα» αποτελεί συνέχεια του βιβλίου «Με τα μάτια της ψυχή», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο βιβλία δεν διατηρούν την αυτονομία τους. Η Αλεξάνδρα είχε κερδίσει ήδη την συγγραφέα από το προηγούμενο βιβλίο και την ώθησε να αλλάξει το τέλος του προκειμένου να αποτελέσει την αρχή αυτού. Όπως είπε με ενθουσιασμό και η ίδια η συγγραφέας δεν μετάνιωσε που έγραψε τη Ντάτα, αντιθέτως πέρασε πολύ καλά μαζί της, γιατί, όπως μας εξηγεί «Οι συγγραφείς λατρεύουν να γράφουν για κακούς χαρακτήρες, καθώς μπορούν να γράφουν ότι τους κατέβει στο κεφάλι. Δεν υπάρχει μια ηθική να σε κρατήσει, γιατί το ίδιο σου το πλάσμα είναι εξαιρετικά ανήθικο». Αναφέρει επίσης ότι, οι κακοί είναι πολυδιάστατοι, έχουν μια αλλόκοτη έλξη και περισσότερο ενδιαφέρον, καθώς σου δίνουν την δυνατότητα να πας πιο βαθειά.
Η Ντάτα είναι ένα παράξενο πλάσμα
Το βιβλίο ξεκινάει το 1912, όταν δηλαδή γεννήθηκε η ηρωίδα. Ένα πλάσμα γονιδιακά κακό, μιας και ο πατέρας της δεν ήταν και ο καλύτερος άνθρωπος. «Είμαστε όλοι εν δυνάμει μια χειροβομβίδα, έτσι και απασφαλίσεις την περόνη δεν ξέρεις τι θα σε βρει. Την περόνη της Ντάτας την απασφάλισε ο πατέρας της, που ήταν και ο πρώτος που πλήρωσε το τίμημα». Η Ντάτα είχε δικούς της νόμους, έβγαλε από τη μέση, όπως υποστηρίζει και η κ. Μαντά, μόνο όσους άξιζε. Ένα πλάσμα αλλόκοτο, το οποίο, ενώ είχε χρήματα, επέλεξε να βουτήξει στον υπόκοσμο, στον οποίο υπήρχε η ειλικρίνεια που δεν βρήκε στα σαλόνια που μεγάλωσε. Ένα πλάσμα που αν και με μια πρώτη ματιά φαντάζει απόλυτα κακό και με την έλλειψη της ικανότητας για αγάπη, διαβάζοντας κανείς ανάμεσα στις γραμμές μπορεί να δει μια γυναίκα που είχε ερωτευτεί κάποτε και είχε πληγωθεί. «Φοβάται να αγαπήσει όπως και οι περισσότεροι νέοι σήμερα. Λέξεις όπως το σ’ αγαπώ, μου λείπεις, ευχαριστώ και συγνώμη δεν χρησιμοποιούνται συχνά από τους νέους», τονίζει η κ. Μαντά. Επίσης αποκαλύπτει ότι έχει δανείσει στην Ντάτα στοιχεία του χαρακτήρα της. Είναι και η ίδια σκληρή, όπως δηλώνει, και επιλέγει να κρατά δίπλα της λίγους και καλούς αλλά δεν φοβάται η ίδια την αγάπη, καθώς της έχει δοθεί απλόχερα από τον σύζυγο της. Κλείνοντας την παρουσίαση του βιβλίου της η συγγραφέας αποκαλύπτει ότι «όταν τελειώσει το βιβλίο ο αναγνώστης δεν θα στεναχωρηθεί…θα νιώσει μια γαλήνη και μια ανακούφιση ίσως και κάποιες φορές μια άγρια χαρά γιατί όλοι κρύβουμε μέσα μας κάτι».
Η περιπέτεια υγείας της
«Ήταν τελείως γελοίο να μην βγω να το πω, από τι στιγμή που μοιράζομαι την ιδιωτική μου ζωή με τους αναγνώστες μου, μέσω του blog μου. Δεν κρύβω σκελετούς στην ντουλάπα μου.» υποστήριξε η κ. Μαντά. «Από τη στιγμή που μαθαίνεις πως ναι μεν θα ταλαιπωρηθείς άλλα θα βγεις απολύτως καλά από όλη αυτή την περιπέτεια παίρνεις τα πάνω σου και σου δίνει λίγο κουράγιο να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες οι οποίες δεν είναι και λίγες» και συμπληρώνει «εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα από εμένα. Το λέω με πλήρης συνείδηση, γατί έχω λάβει γράμματα που με έκαναν να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί». Τέλος, προέτρεψε τους παρευρισκόμενους να μην χρησιμοποιούν λέξεις όπως επάρατος νόσος. Όπως τονίζει και η ίδια ονομάζεται καρκίνος. Πρέπει να βρεις την δύναμη να το πεις, για να μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις.
Γ.Τ.