Η ξανθιώτισσα συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκικά ρήγματα, μία χώρα σε αναζήτηση ταυτότητας», μιλά για τις ατέρμονες ζυμώσεις κεμαλικών και ισλαμιστών και τη διαφορά προσέγγισης σε φλέγοντα ζητήματα, όπως ο εθνικισμός και η παράνομη μετανάστευση, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία
“Στην Ελλάδα βλέπουμε πάντα την Τουρκία υπό το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό βέβαια είναι εν μέρει λογικό, αλλά κάπως παραποιημένο. Οι μεταβολές στις αρχές του 2000 στην Τουρκία ήταν συνταρακτικές, άλλαξαν συνειδήσεις». Αυτά τα λόγια μου έμειναν περισσότερο στην πρώτη μου -και όχι τελευταία ελπίζω- συζήτηση με την Αμαλία φαν Χεντ, την καταξιωμένη ανταποκρίτρια της έγκυρης ελβετικής εφημερίδας Neue Zurcher Zeitung, που εντρύφησε σε θέματα Τουρκίας, Κύπρου, (κουρδικού) Βόρειου Ιράκ και Καυκάσου.
Η δημοσιογράφος με τις ξανθιώτικες ρίζες και με τις αναμνήσεις της πόλης από τα παιδικά της χρόνια, βρέθηκε πρόσφατα στην Ξάνθη και παρουσίασε το βιβλίο της «Τουρκικά ρήγματα, μία χώρα σε αναζήτηση ταυτότητας», στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης. Η δημοσιογραφική μαρτυρία μια ελληνίδας για τις πολιτικές εξελίξεις, τις κοινωνικές αναταράξεις και τις εθνικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές ζυμώσεις στην Τουρκία των τελευταίων τριάντα χρόνων, μαγνητίζει την προσοχή των κατοίκων της Ξάνθης, για πολλούς και συχνά διαφοροποιημένους λόγους. Το πραγματικά ενδιαφέρον όμως στο βιβλίο της Αμαλίας φαν Χεντ είναι ότι η συγγραφέας παραμένει μέχρι την τελευταία σελίδα ένας τρίτος παρατηρητής, αντικειμενικός και ανεπηρέαστος, που καταγράφει όσα αναζήτησε, είδε και άκουσε από τα κοσμοπολίτικα εστιατόρια της Ιστικλάλ, μέχρι τους λατρευτικούς τόπους θρησκευτικών αιρέσεων στα βάθη της Τουρκίας.
Στην αντικειμενική της ματιά την βοήθησε αναμφίβολα η πολυετής παραμονή της στην Ελβετία, καθώς και η κοινή ζωή με το σύζυγό της Βέρνερ φαν Χεντ, ο οποίος είναι επίσης δημοσιογράφος και αυτή την περίοδο γυρίζει ένα ρεπορτάζ μεγάλου μήκους για την ελληνική κρίση.
Στο βιβλίο της η Αμαλία φαν Χεντ περιγράφει και αναλύει τους παράγοντες που συντέλεσαν στη δραστική αλλαγή της ηγεσίας της Τουρκίας και τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού των πολιτών της, με τα κύρια ρήγματα αλληλεπίδρασης και αλληλοσύγκρουσης ανάμεσα στην καταγωγή της εθνότητας από την κεντρική Ασία, την ισλαμική παράδοση που είναι ενσωματωμένη στην τουρκική ιστορία και την υπόσχεση της πορείας προς τον δυτικό εκσυγχρονισμό.
Στη συνέντευξη της στο «Ε» περιγράφει με ευρηματικό τρόπο τους παραλληλισμούς, αλλά και τις μεγάλες διαφορές σε φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα και την Τουρκία, όπως ο εθνικισμός και η ακροδεξιά, η παράνομη μετανάστευση και η σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη, μιλά για την κρίση στην χώρα μας, την εξαθλίωση, το κενό πολιτικής αποφασιστικότητας από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα και την σύγχρονη απαίτηση του να δίνει κανείς «χώρο» στα απόψεις του άλλου και να σέβεται την διαφορετικότητα, στην πορεία προς την ανάκαμψη.
«Ε»: Η Τουρκία είναι τελικά ένα κοσμικό ή ένα ισλαμικό κράτος;
Α.v.G.:Το κοσμικό κράτος των κεμαλιστών καταλύεται συνεχώς. Μέχρι τώρα στηριζόταν σε τρεις κύριους πυλώνες: ο στρατός πλέον είναι τελείως αποδυναμωμένος, η προεδρία έφυγε κι αυτή από τον έλεγχό τους και η δικαιοσύνη όλο και περισσότερο περνάει σε άλλες δυνάμεις με ισλαμικές τάσεις.
«Ε»: Ποια είναι τελικά η σύγχρονη τουρκική ταυτότητα;
Τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Τουρκία σημειώθηκαν πολλές εξελίξεις. Ο κεμαλισμός θεωρείται η επίσημη ιδεολογία του τουρκικού κράτους, με επιμονή στην απόρριψη του οθωμανικού παρελθόντος, το οποίο όμως αντί να εξασθενεί, επανήλθε ως αναπόσπαστο κομμάτι της τουρκικής ταυτότητας. Ο κεμαλισμός είχε σαφή προσανατολισμό προς τη Δύση. Οι στρατηγοί του Κενάν Εβρέν προώθησαν την ισλαμική σύνδεση για να εκτονώσουν το αριστερό ρεύμα της εποχής. Σήμερα, οι συνθήκες ενθάρρυναν την ανάπτυξη μίας τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης.
Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ δημιουργήθηκε ένας πολύ στενός διάδρομος αξιοποίησης των ορυκτών αποθεμάτων της κεντρικής Ασίας από τον Καύκασο προς την Τουρκία, η οποία για πρώτη φορά έγινε μεγάλος παίκτης στην παγκόσμια ενεργειακή πολιτική. Συνειδητοποιώντας τις ασιατικές καταβολές του φύλου, για να μπορέσει να περιβληθεί ιδεολογικού χαρακτήρα το εγχείρημα, ο Τουρκούτ Οζάλ τόνισε την τουρκική ταυτότητα. Όταν στη συνέχεια οι αγορές προσανατολίστηκαν στις ισλαμικές χώρες ο Ταγίπ Ερντογάν τόνισε τις ισλαμικές καταβολές. Αλλά αυτό ενέχει και έναν μεγαλοϊδεατισμό γιατί ξέρουν ότι είναι ηγέτιδα δύναμη.
«Ε»: Η Τουρκία συνεχίζει να θέλει να γίνει μέλος της ΕΕ;
Τώρα δε το θέλει. Στις αρχές 2000 το θέλανε πραγματικά. Οι ισλαμιστές καταλάβαιναν ότι χωρίς τη βοήθεια της Ευρώπης δε θα κέρδιζαν με τίποτα τους στρατηγούς. Τα πέντε πρώτα χρόνια κάνανε απίθανες μεταρρυθμίσεις. Ξαφνικά έσπασαν μεγάλα ταμπού, όπως το κουρδικό, το αρμένικο, ο Ερντογάν επισκεπτόταν το Πατριαρχείο, έγινε έκθεση φωτογραφίας με τα γεγονότα του ’55 στην Ιστικλάλ, δημιουργήθηκαν καινούργιες συνειδήσεις στους νέους ανθρώπους. Στην Ελλάδα αυτά δε τα πήραν είδηση. Δυστυχώς, εδώ βλέπουμε πάντα την Τουρκία υπό το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που είναι και εν μέρει λογικό, αλλά κάπως παραποιημένο.
Οι Τούρκοι βέβαια, στη συνέχεια συνειδητοποίησαν ότι Σαρκοζί και Μέρκελ έδιναν συνέχεια αναβολές κι έτσι έστρεψαν το βλέμμα στις αραβικές χώρες, κύρια για τις εξαγωγές τους. Βλέπουν ότι «στη Συρία μας βλέπουν σαν μεγάλους ήρωες, η Αραβία μας θαυμάζει, έχουμε υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης και οι ευρωπαίοι μας βλέπουν σαν φτωχούς συγγενείς. Γι’ αυτό 75% που ήταν υπέρ της ένταξης στην ΕΕ το 2000 σήμερα έχει κατρακυλήσει στο 45%.
«Ε»: Ο εθνικισμός που έχει ενισχυθεί σαν τάση στην Ευρώπη και τελευταία και στη χώρα μας έχει κοινά σημεία με την ακροδεξιά στην Τουρκία;
Η Ευρώπης σήμερα ταλανίζεται από ένα καινούργιο δεξιό κίνημα, που εμένα προσωπικά με τρομάζει. Κι αυτό γιατί ορισμένες φορές εμφανίζεται κάτω από αριστερές πτυχές. Όπως για παράδειγμα, οι προκαταλήψεις που επικράτησαν ότι «ο Έλληνας είναι τεμπέλης» ή ότι «η Τουρκία βασανίζει ανθρώπους». Είναι εκφάνσεις που φτάνουν περίπου στο ρατσισμό.
Τα γεγονότα με την ακροδεξιά και στην Ξάνθη με θορύβησαν επίσης. Κι όμως θα ήθελα να ρωτήσει κάποιος και τους μουσουλμάνους για τις ενοχλήσεις στα χωριά τους. Πρέπει να ξέρουμε και την άλλη πλευρά. Αυτό λείπει στην Ελλάδα. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο. Όλα τα κόμματα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει ο καθένας να δει και τα δικά του λάθη, αλλιώς δεν προχωράμε.
Σήμερα, μέσα σε αυτή την κρίση, υπάρχει πάρα πολύς θυμός και το καταλαβαίνω, όμως το εύκολο είναι να βρεις εύκολες λύσεις, όπως κάνει η Χρυσή Αυγή. Αλλά αν ήθελε η Χ.Α. να είναι σωστή, δε θα έπιαναν να χτυπήσουν τους μετανάστες που δεν μπορούν να περπατήσουν από την πείνα, αλλά όλους εκείνους και τους Έλληνες που βάζουν 20 άτομα σε ένα διαμέρισμα ή τους διακινητές που κάνουν εμπόριο ανθρώπων ή ακόμα και τους αγρότες που βάζουν αλλοδαπούς να δουλεύουν με ψίχουλα.
Η ακροδεξιά στην Τουρκία έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι παντού σε όλα τα κόμματα, στη συνείδηση κεμαλικών και ισλαμιστών. Πού θα βάζαμε τα σύνορα; Στην αποδοχή της ύπαρξης των 15 εκ. Κούρδων, ας πούμε; Ότι δεν επιτρέπεται οι αλεβίτες να έχουν τους ναούς τους; Ή το ταμπού με το αρμένικο ζήτημα; Πάντως, ο εθνικισμός στην Τουρκία δεν αναπτύσσεται παράλληλα με την οικονομική κρίση γιατί εκεί τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη έχει ρυθμούς γρηγορότερους από ποτέ. Σαν ιδεολογία υπάρχει σε όλα τα κόμματα γι’ αυτό δεν έχει ανάγκη να αναπτυχθεί, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Απλά, οι ακροδεξιοί «με τη βούλα» μεταχειρίζονται πιο πολλή βία.
«Ε»: Σχετικά με την προσέγγιση της παράνομης μετανάστευσης, ποιες είναι οι διαφορές;
Η Ευρώπη δε μπορεί να αποφύγει την παράνομη μετανάστευση, αφού μέχρι τώρα φαινόταν στα μάτια των μεταναστών σαν παράδεισός. Το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό, όχι ελληνικό. Είναι μεγάλο λάθος της πολιτικής της Μέρκελ, που προσπάθησε να ξεχωρίσει την Ευρώπη σε καλούς και κακούς, όταν ξέσπασε η κρίση. Οι νότιοι δεν κατόρθωσαν να κάνουν κοινό μέτωπο, ούτε η αριστερά κατάφερε να συμβάλει κάνοντας συμμαχίες στο νότο για να έχουν φωνή.
Η Τουρκία έκανε ακόμη περισσότερα λάθη στην πολιτική της, πιστεύοντας ότι είναι υπερδύναμη.Δημιούργησε μία ενιαία ζώνη διακίνησης υλικών και πνευματικών αγαθών, σαν Σένγκεν, με τον αραβικό κόσμο, κατάργησε τις βίζες και τώρα ο καθένας μπορεί να περάσει και όντας ανεπιθύμητος από την Τουρκία, αφού δεν έχει τι να τους κάνει, φτάνει στα σύνορα της Ελλάδας.
Η Αμαλία φαν Χεντ μας μίλησε λίγο πριν το τέλος της συνάντησής μας για την παρουσίαση του βιβλίου της στην Ξάνθη, σημειώνοντας ότι οπωσδήποτε ήταν μία σημαντική εμπειρία και για την ίδια και ότι συγκινήθηκε πολύ. Επίσης, μνημόνευσε τον κ. Τάσο Καραδέδο, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς την ενθάρρυνσή του δε θα είχε πραγματοποιηθεί η παρουσίαση. Η ξανθιώτισσα δημοσιογράφος ζει στην Αθήνα και έχει ξεκινήσει την προετοιμασία για τη συγγραφή του νέου της βιβλίου.
Ελένη Διαφωνίδου
ediafonidou@empros.gr