«Δεν αντέχω άλλο αυτόν τον πόνο!», μια έκφραση οικεία για όποιον υποφέρει με χρόνιο πόνο, όπως λέγεται ο πόνος που διαρκεί για διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών. Τα αίτια του διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση (ασθένειες όπως καρκίνος και αρθρίτιδα, βλάβη στα νεύρα, τραυματισμοί). Όμως οι συνέπειές του καθολικά δυσάρεστες για τη λειτουργικότητα και ψυχική ισορροπία του πάσχοντα ανθρώπου.
Ο χρόνιος πόνος μειώνει την ικανότητα για συγκέντρωση και μνήμη και οδηγεί συχνά σε μειωμένη παραγωγικότητα, κάποιες φορές ακόμα και σε ανικανότητα για εργασία. Μην μπορώντας να συμβάλλει στην οικογένειά του και κοινωνία στον ίδιο βαθμό ή με την ίδια αποτελεσματικότητα όπως παλιά, το άτομο νιώθει συχνά αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας, βασανίζεται από σκέψεις ότι δεν αξίζει πια. Άγχος εισβάλλει στη ζωή του, γίνεται πιο νευρικός, εκφράζει απελπισία για την ανικανότητά του να ελέγξει τον πόνο. Με την πάροδο των χρόνων μπορεί να οδηγηθεί στην παραίτηση και κατάθλιψη.
Ακούγεται παράδοξο να μιλήσει κανείς για τον ρόλο που παίζει η ψυχολογία σε ένα κατ’ εξοχήν σωματικό πρόβλημα όπως ο πόνος. Κι όμως, η “στάση” του ανθρώπου προς τον πόνο μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο την ψυχική του υγεία και παραγωγικότητα αλλά και να αλλάξει την ίδια την εμπειρία του πόνου. Αποφασιστικής σημασίας είναι “η πεποίθηση αναπηρίας”. Σκέψεις όπως «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα», «Είμαι βάρος στην οικογένειά μου» αναπόφευκτα οδηγούν σε άγχος και απελπισία. Απελπισμένος ο άνθρωπος μειώνει αυτά που κάνει και γιατί φοβάται μήπως χειροτερεύσει τον πόνο αλλά και γιατί είναι τόσο ψυχικά πεσμένος που δεν έχει διάθεση να κάνει τίποτα. Η πεποίθηση «Αφού δεν μπορώ να τα καταφέρω όπως παλιά, τότε ποιος ο λόγος να προσπαθώ;» οδηγεί σε παραίτηση. Έτσι γεννιέται ένας φαύλος κύκλος: όσο λιγότερα κάνει το άτομο, τόσο πιο άσχημα αισθάνεται για τον εαυτό του αλλά και τόσο χειροτερεύει η σωματική του κατάσταση. Οι μυς ατονούν από την έλλειψη άσκησης και ο πόνος χειροτερεύει.
Το πρώτο βήμα για να σπάσει κανείς αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι να αποδεχτεί, να ‘αγκαλιάσει’ την παρουσία του πόνου στη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγαπά τον πόνο αλλά ότι αναγνωρίζει τον πόνο σαν μέρος της ζωής του. Μειώνει τις υψηλές προσδοκίες που έχει για τον εαυτό του και δέχεται ότι δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί στο επίπεδο που λειτουργούσε όταν ήταν καλά. Ταυτόχρονα όμως είναι σημαντικό να συνεχίσει να λειτουργεί, έστω και λίγο, να ασχολείται με δραστηριότητες, να κάνει μικρά βήματα κάθε μέρα. Να διαπραγματευθεί με την οικογένεια ή την δουλειά έναν άλλο ρόλο, με λιγότερες απαιτήσεις και μεγαλύτερη ευελιξία. Και όταν καταφέρνει έστω και κάτι μικρό, να συγχαίρει τον εαυτό του. Όχι «Πώς έχω καταντήσει να κάνω τόσο λίγα!» αλλά «Μπράβο μου που δεν το βάζω κάτω!»
Σοφία Μεσσάρη
Κλινική Ψυχολόγος & Οικογενειακή Θεραπεύτρια
sophiamessari@gmail.com