Παλιότερα όμως ήταν το λογιστικό βιβλίο στο οποίο καταχωρούσε ο μπακάλης τα καθημερινά ψώνια τήςοικογένειας, τα οποίαψώνια ελλείψει ρευστού προμηθευόμασταν από το μπακάλικο με πίστωση και ο μπακάλης τα καταχωρούσε με βάση το . . .διπλογραφικόσύστημα όπωςτο ονομάζουν οι λογιστές, ή μάλλον ήταν ένα . . .τριπλογραφικό σύστηματο οποίομε την ευκαιρία, θα το στείλουμε στην Εφορία να το μελετήσουν οιειδικοί για νατο εφαρμόσουν μήπως και δει άσπρη μέρα το ταμείο τού κράτους που είναισυνέχειαμείον, αλλά μάλλον για να υιοθετηθεί ένα τέτοιο τριπλογραφικό σύστημα,έναςμόνο μπορεί να το επιβάλει, το εκ Βρυξελών αφεντικό, εκείνος οδαιμόνιος κύριος. . . Ολιρενίδης.
Το λογιστικό σύστημα λοιπόν τού βερεσέ, τής γνωστήςπίστωσης, που ήταν αποδεκτό από τους δυο τρεις μπακάληδες τού χωριού, λειτουργούσε ως εξής. Ο αρχηγός τηςοικογένειαςσε συνεννόηση με τον μπακάλη της προτίμησής του και συνήθως μ’ αυτόντουπλησιέστερου μπακάλικου, άνοιγε έναν λογαριασμό για ψώνια , με μόνη άγραφη εγγύηση την υπόσχεσή του, ότιμόλις θαμαζεύονταν ένα ποσό στο περίπου, δηλαδή στο πάνω κάτω, θα φρόντιζε νατονεξοφλεί, ή τέλος πάντων κάτι θα έκανε για να συνεχίσει και να μη χάσειτηνπίστωση. Δεν υπογράφονταν χαρτιά και τέτοια, αλλά ο προφορικός λόγοςήταν το«ομόλογο» για την ανοιχτή πίστωση. Έτσι μετά από τις τυπικέςδιαδικασίες έκλεινεη συμφωνία και ο μπακάλης έδινε στον πατέρα μου το γνωστό τεφτέρι μεγραμμένοστο εξώφυλλο το όνομα και το επίθετο. Με το τεφτέρι αυτό, πηγαίναμε στοσυγκεκριμένο μπακάλικο και ψωνίζαμετααπαραίτητα για τις ανάγκες τής οικογένειας. Το είδος, την ποσότητα καιτην αξίααπό τα ψώνια που παίρναμε, τα σημείωνε ο μπακάλης στο τεφτέρι μας, αλλά έγραφε τα ίδια και σε έναπρόχειρο τετράδιοδικό του, από τοοποίο το βράδυ τα«ξεσήκωνε» και τα περνούσε στη μερίδα μας σε ένα χοντρό κατάστιχο, κι’ότανγέμιζε η σελίδα έγραφε από κάτω «εις μεταφορά σελίς τάδε» και δόστουόλο καιπαραπίσω, κι’ όταν δεν είχε άλλες σελίδες στο ένα βιβλίο, υπήρχε καιδεύτερο.
Κρίμα όμως που δε σώθηκαν αυτά τα βιβλία, από τις σελίδεςτων οποίων παρέλασε κόσμος και κοσμάκης και κάλυψαν τις στοιχειώδειςκαθημερινές μας ανάγκες,τα βιβλία μετον ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα και τις ανορθογραφίες τού μπακάλη. Στα τεφτέρια θα εύρισκεκανείςσήμερα, τόσα στοιχεία που θα μπορούσε να παρουσιάσει ολόκληρη μελέτηγια τιςτότε ανάγκες, τησυχνότητα αγοράςορισμένων ειδών, τις εξοφλήσεις και τόσα άλλα από τα οποία θα έβγαινε ένα συμπέρασμα για ταπαλιά «ωραία χρόνια».Το Τεφτέρι έπαιξεένα πολύ μεγάλο ρόλοστη διαμόρφωση τού χαρακτήρα και τής ψυχολογίας μας γενικά . Στα σπίτιαμας στοχωριό, μπορεί στα περισσότερα να μην υπήρχαν βιβλία και σε πολύ λίγα ναυπήρχανένα δυο, κι’ εκείνα γύρω από τη θρησκεία, ο βίος κάποιου αγίου, ησύνοψη ή τοπολύ κάποιο Αναγνωστικό τού Δημοτικού Σχολείου τής παλιάς εποχής πουσώθηκε,μπορεί να μην υπήρχε τίποτα που να βοηθήσει στο άνοιγμα τού μυαλού, υπήρχε όμως εκείνο το αναθεματισμένοΤεφτέρι, τοΤεφτέρι που όσο το μισούσαμε, τόσο μάς ήταν απαραίτητο.
Με το Τεφτέρι είχαμε μια βαθιά σχέση ανάγκης αλλά καιμίσους. Το Τεφτέρι ήταν κάτι που δεν ήθελες να το βλέπεις και να το σκέφτεσαι, αλλά και που το είχε στο νου της όλη ηοικογένεια μη παραπεταχτεί και χαθεί, γιατί τότε αλίμονο τοσύνολο από ταχρωστούμενα ήταν στην όποια διάθεσητούμπακάλη αλλά γενικά οι φόβοι μας αποδείχτηκαν αβάσιμοι, γιατί και που το χάσαμε μερικέςφορές για λίγο, δενέγινε τίποτα, όμως και μόνη η ιδέα και ο φόβος για «πανωγράψιμο»μπορούσε ναφέρει την οικογένεια σε άσχημες καταστάσεις. Το είχαμε σε μέρος που ναμηχάνεται, σε μέρος που να το ξέρουμε όλοι, γιατί όλα τα μέλη τήςοικογένειας πουήταν σε ηλικία να πάν μέχρι τον μπακάλη, μπορούσαν να το μεταφέρουν,και βέβαιαπάντα για αγορά μετρημένων ειδών μπακαλικής και με τη ρητή εντολή, « ναφέρειςμόνο αυτά που σού είπα, αλλιώς θα σε σκοτώσω. . .»,και το θα σε σκοτώσωεννοούσε το ξύλο που θα φας αν παρακούσεις και αυτή η απειλή ήταν μενμιακαθαρά φραστική απειλή, η οποία λέγονταν χωρίς πρόθεση αλλά τηνακούγαμε καιτην είχαμε συνηθίσει από τα πρώτα χρόνια που μάς επιφόρτισαν με τοθλιβερόκαθήκον να πηγαίνουμε στον μπακάλη.
Και άκουγες κάθετόσο, την παράκληση τής Μάνας , «ναδούμε πόσα μαζεύτηκαν στο τεφτέρι» και δόστου προσθέσεις και κρατούμενα, και «πολλά τα βγάζεις, ξαναμάστα να μην έκανεςλάθος. . .» κάθε τόσοή ίδια συζήτηση, και το τεφτέρι, εκεί στον τόπο του, πάνω στο τζάκι στηγωνία,κάτω από την «κρίνα» με τον καφέ και τη ζάχαρη, για να στέκεται ίσιοαπό το τσαλάκωμαπου πάθαινε κάθε φορά που το πηγαίναμε στον μπακάλη, γιατί δε χωρούσεκαλά σταπαιδικά χέρια μας και το σπάζαμε λίγο,και το σφίγγαμεκιόλας μην το χάσουμε, και ευτυχώς που είχαμε τη δική μας παραγωγή στααπολύτωςαπαραίτητα, πατάτες καιφασόλια, και ταφασόλια τριών ειδών, άσπρα παρδαλά και κίτρινα, κι’ αυτά από το μισόστρέμμα που είχαμεποτιστικό, ερχότανκαι ο χειμώνας με τα δύσκολα, ρούχα και παπούτσια, υπολογίσιμα και τατετράδιακαι όλα τα απαραίτητα για το σχολείο, το χειμώνα το τεφτέρι παραφούσκωνε κι’ όλο και περίμενε οπατέρας να τονξοφλήσει ο ξυλέμπορας, ή να βγάλει εκκαθάριση ο Συνεταιρισμός.
Στο Τεφτέρι μας απότα «εισαγόμενα ξενικά» κάπουκάπουεμφανίζονταν το ρύζι, οι ρέγγες, και αραιά και πού οι φακές και ταμακαρόνια-τακοφτά για να τρώγεται το ζουμί με το κουτάλι-, και πολύ σπάνια καμιά φορά τα ρεβίθια έτσιγια να ξεχάσουμετη γεύση της φασολάδας η οποία πέρασε στο ντιενέι μας.
Η Μάνα κάθε χρόνο , έφκιαχνε τραχανά και χυλοπίτες που τιςλέγαμε «φύλλα» κι’ έτσι περνούσαμε «πορευόμασταν», αλλά ποτέ δενμπόρεσα νακαταλάβω γιατί το χειμώνα μέσα στο Τεφτέρι φαινόταν ταχτικά το τουρσίλάχανο,γιατί το αγοράζαμε, αφού στον τόπο μαςτα καρπολάχανα ευδοκιμούν, αλλά μάλλονκανείς δεν έκανε την αρχή να φυτέψει, άλλη ιστορία κι’ αυτή και θαπούμε κάποτεγια το πώς και πότε «ήρθαν» τα καρπολάχανα στο χωριό, εύκολο το τουρσίκαιφτηνό να γίνει, αλλά στο χωριό οι περισσότεροι το προτιμούσαν «αγοραστό» και όσο φτηνό να ήταν, πολλέςφορές φέρναμε στουςγονείς το επιχείρημα ότι αν φκιάχναμετουρσί στο σπίτι, αντί να το αγοράζουμε με το Τεφτέρι, θα μπορούσαμεστη θέσητου να παίρναμε. . . .χαλβά, μέλι και άλλα . . . ημιαπαγορευμένα.
Το Τεφτέρι μάς σημάδεψε , σημάδεψε και επηρέασε τηνψυχολογία μας. Έτσιζούσαμε τότε,φοβισμένοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, με μόνο προορισμό τηΘεσσαλονίκη για τους άτυχους που έπρεπε να κάνουν κάποια εγχείρηση.
Κρατώντας σφιχτά το τεφτέρι, περπατούσαμε από το σπίτι στομπακάλικο χωρίςγέλιο και με μόνη τησκέψη να υπακούσουμε στην αυστηρήεντολήτης Μάνας , να μην τολμήσουμε να πάρουμε κάτι παραπανίσιο από όσαέπρεπε. Αυτήη αυστηρή Μητρική εντολή συνοδευμένη με την απειλή της τιμωρίας, στοβάθοςέκρυβε τον πόνο και την αγωνία για την επιβίωση της οικογένειας , μαζίκαι τηβουβή και ανέκφραστη κραυγή για όσα δενμπορούσε η Μάνα να τα εκφράσει αλλιώς, για όσα περίμενε και δεν ήρθαν,για όσαη ζωή τής στέρησε χαρίζοντάς τα σε άλλους απλόχερα, σε άλλους που δεντα άξιζανγιατί δεν κοπίασαν να τα αποχτήσουν.
Αυτός ο περιορισμός στην αγορά με το τεφτέρι από το μπακάλικο, έκρυβε πόνο καιμιααναγκαστική υποταγή στην ανέχεια, αφού ηΜάννα γνώριζε καλά τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας , έχοντας μπροστά της τις ανάγκεςπρώτα του σπιτιού καιύστερα τις ατομικές τού καθενός μας και μετρώντας τα μελλοντικά ελάχιστα έσοδα, από τα λιγοστάμπαρμπουνοφάσουλαπου θάπαιρνε ο έμπορος και την αναμενόμενη και αόριστη χρονικά εξόφληση του ξυλέμπορα καιτην εκκαθάριση τουδασικού συνεταιρισμού.
Ακόμα έχω στη μνήμη το καταραμένο το Τεφτέρι που στοεξώφυλλο μπροστά έγραφεNOTTES μεκαλλιγραφικά γράμματα. Είχε μια ουδέτερη όψη, αλλά μέσα του έκρυβε τοδράμα τηςεπιβίωσης, της οικονομικής εξάρτησης καιτης υποταγής στην ανάγκη, πράγμα που καταγράφηκε στον εγκέφαλό μας και μας σημάδεψε.
Έ λοιπόν αυτό το τεφτέρι, αν μπορούσα κι’αν ήταν δυνατό, θατόσβηνα από τη μνήμη. Και δεν ενδιαφέρομαινα μάθω, ούτε θέλω να ξέρω, γιατί οι θεοφοβούμενοι Βυζαντινοί που μύριζαν σκέτο λιβάνι το είπανέτσι, δενθέλω να μάθω αν το είπαν έτσι επειδή ήταν το πρώτο έντυπο από «διφθέρα» ήτο είχαν σαν «δεύτερο» κατάστιχο για να κρυφτούν από την Εφορία τήςεποχής.
Εκείνο που έμεινε μέσα μας από την εποχή του Τεφτεριού, γιαπολλά χρόνια, ήταν οφόβος και η επιφυλακτικότητααπέναντι σε όλους,γιατί ακόμα και οικαληνύχτες τότελέγονταν με αβεβαιότητα και δεν ήταν τυχαίο που η απάντηση στην Καληνύχτα, ήταν το ξεχασμένο «άντε καικαλό ξημέρωμα»,ναι, «καλό ξημέρωμα» γιατί καιο ύπνοςακόμα ήταν ταραγμένος. . . Γιατί δενήξερες τι σου ξημερώνει. . .
Βαγγέλης Μαυροδής vagelis_mavrodis@yahoo.gr
Λήγοντος Νοεμβρίου 2010