Η θεσμοθέτηση της συνυπευθυνότητας της τραπεζών στην έκδοση των ακάλυπτων επιταγών θεωρείται ως ο καταλύτης για την αντιμετώπιση του νοσηρού φαινομένου που ταλαιπωρεί την αγορά και υποθηκεύει τις συναλλακτικές πρακτικές.
Η θέση αυτή απηχεί απόψεις κυβερνητικών στελεχών αλλά και παραγόντων θεσμικών οργάνων και η προώθησή της επί του παρόντος συναντά την καθολική αντίδραση του πιστωτικού συστήματος, που παρά ταύτα θεωρεί ότι υπάρχει έστω και περιορισμένης έκτασης επικίνδυνο φαινόμενο μοναδικής συλλήψεως στον ευρωπαϊκό χώρο με την κυκλοφορία των ακάλυπτων επιταγών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιταγή, αντί να είναι μέσο πληρωμής όπως ισχύει διεθνώς, στην Ελλάδα συχνά είναι υποκατάστατο της νομισματικής κυκλοφορίας, δεδομένου ότι (όπως παραδέχεται η Τράπεζα της Ελλάδος) γίνονται «ανεξέλεγκτες ανταλλαγές μεταχρονολογημένων επιταγών μεταξύ επιχειρηματιών, δηλ. οι λεγόμενες επιταγές ευκολίας, οι οποίες εκδίδονται χωρίς κάλυμμα».
Για την κατάσταση αυτή ευθύνονται φυσικά και οι τράπεζες, «στα συρτάρια» των οποίων, λόγω ενεχύρου ή προεξόφλησης φυλάσσονται επιταγές που αγγίζουν τα 10 δισ. ευρώ, με απροσδιόριστο το συνολικό ύψος των επιταγών που κυκλοφορούν στην αγορά.
Η ΤτΕ θεωρεί ότι η συνέχιση ως σήμερα της διαδικασίας έκδοσης μεταχρονολογημένων επιταγών επιβάλλει πέραν της επαγρύπνησης και τη λήψη μέτρων. Συνεισφέρει δε στον προβληματισμό που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, θέτοντας υπόψη μέτρα που έχουν ληφθεί στο εξωτερικό για παρόμοιες διαδικασίες.
Στο πλαίσιο αυτό διεθνώς έχουν υιοθετηθεί τρεις τρόποι:
– Η υποχρεωτική χρήση της δίγραμμης επιταγής στις επιχειρηματικές συναλλαγές πάνω από ένα ορισμένο ποσό, η οποία, σημειωτέον, θα συμβάλει όχι μόνο στον περιορισμό των ακάλυπτων επιταγών αλλά και στον περιορισμό της παραοικονομίας και στην καταπολέμηση ου ξεπλύματος παράνομου χρήματος.
– Η θέσπιση εγγυητικής ευθύνης του πιστωτικού ιδρύματος, δηλ. της υποχρέωσής του να πληρώνει το ίδιο τυχόν ακάλυπτες επιταγές μέχρις ενός συγκεκριμένου ποσού ή ποσοστού.
– Η δυνατότητα χορήγησης από τα πιστωτικά ιδρύματα σε πελάτες με σχετικά χαμηλότερο βαθμό φερεγγυότητας ενός βιβλιαρίου επιταγών, στις οποίες είναι προτυπωμένο ένα συγκεκριμένο ανώτατο επιτρεπτό ποσό.
Παραλλαγή του μέτρου αυτού είχε επιχειρηθεί να εφαρμοστεί στο πιστωτικό μας σύστημα προ δεκαπενταετίας με την έκδοση εγγυημένου ποσού ανά φύλλο επιταγής, μέτρο που ουσιαστικά ατόνησε λόγω ακριβώς της τότε απόφασης των τραπεζών να μην έχουν καμία ευθύνη για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών.
Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι, αν όχι στο σύνολο αλλά στην συντριπτική πλειοψηφία, οι επιταγές που χαρακτηρίζονται ως ακάλυπτες και κοινοποιούνται στον Τειρεσία για κυρώσεις σε βάρος των εκδοτών τους είναι εκτός εκείνων που το πιστωτικό σύστημα διαφυλάσσει ως ενέχυρο ή έχει προεξοφλήσει αφού οι τράπεζες έχουν φροντίσει να «ξεσκαρτάρουν» τις επιταγές που αποδέχονται.
Κατά συνέπεια και τα όποια μέτρα σχεδιάζονται να αναληφθούν με απλοποίηση των διαδικασιών υπαγωγής ή εξόδου από τον Τειρεσία αφορούν εκ προοιμίου τους εκ προθέσεως κακόπιστους στις συναλλαγές.
Αλλάζει ο Τειρεσίας
Ο σχεδιασμός επί του παρόντος για τις αλλαγές στο ποινολόγιο του Τειρεσία όταν διαπιστώνεται αθέτηση στην εξόφληση υποχρεώσεων εστιάζονται σε δύο επίπεδα.
Πρώτον στον να μη γίνονται αναγγελίες στον Τειρεσία και κατά συνέπεια να μην υπάρχει κύρωση στις περιπτώσεις όπου η αθέτηση υποχρεώσεως είναι πολύ μικρού ποσού και όχι όταν δεν εξοφλείται η υποχρέωση, όπως σήμερα, 500 ευρώ.
Δεύτερον στο να προκύπτει ουσιαστική αθέτηση στην εξόφληση και όχι πρόσκαιρη αδυναμία και πολύ περισσότερο αμέλεια. Κατά αυτό τον τρόπο δεν θα «αναγορεύεται» μια επιταγή ως ακάλυπτη επειδή ο αντίστοιχος λογαριασμός στην τράπεζα δεν είχε την ημέρα πληρωμής μέχρι και τις οκτώ επόμενες ημέρες αρκετό διαθέσιμο υπόλοιπο, όπως σήμερα, αλλά η σφράγιση θα γίνεται μετά την πάροδο διαστήματος δύο – τριών εβδομάδων. Ταυτόχρονα η έξοδος από τον Τειρεσία δεν θα γίνεται, όπως κατά κανόνα σήμερα, μετά από δύο χρόνια αλλά σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα υπό την προϋπόθεση βέβαια της εξόφλησης της οφειλής.
Σημειώνεται τέλος ότι η αξία των ακάλυπτων επιταγών ανήλθε στο εννεάμηνο του 2009 στα 2,420 δισ. ευρώ έναντι 815,3 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ είναι ήδη δύο φορές μεγαλύτερη από το σύνολο του 2008.