Στο «κόκκινο» βρίσκεται η κατάσταση στην αγορά εργασίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς όπως προκύπτει από νέα έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, μέσα στο 2009 κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 200.000 θέσεις εργασίας. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της έρευνας που έκανε για λογαριασμό της ΓΣΕΒΕΕ η εταιρεία Marc Α.Ε. για τις επιπτώσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας -που πραγματοποιήθηκε σε τυχαίο δείγμα πανελλαδικά σε 831 επιχειρήσεις- μέσα στο πρώτο εξάμηνο χάθηκαν από το χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων 85.250 θέσεις απασχόλησης, αφού το 20,1% μείωσε το προσωπικό του, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου υπολογίζεται ότι 90.000 έως 100.000 θέσεις απασχόλησης θα βρεθούν σε κατάσταση επισφάλειας. Αντίστοιχα, μόλις, το 3,2% απαντά ότι θα αυξήσει το προσωπικό του.
«Λουκέτα»
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, μάλιστα, προκύπτει ότι σε επτά νομούς της χώρας έχουν αυξηθεί τα λουκέτα, καθώς είναι αρνητικό το ισοζύγιο στην έναρξη και τη διαγραφή εταιρειών από τα επιμελητήρια. Συγκεκριμένα, παρότι εννέα στις δέκα μικρομεσαίες επιχειρήσεις διατήρησαν ή ακόμα και μείωσαν τις τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, εντούτοις βλέπουν για το επόμενο εξάμηνο τη ζήτηση να σημειώνει σημαντική κάμψη, όπως απαντά το 72% (στον κλάδο της μεταποίησης το σχετικό ποσοστό ανέρχεται στο 81,7%).
Το «πάγωμα» στις πληρωμές έχει επηρεάσει και τις προοπτικές, καθώς οι μισές σχεδόν επιχειρήσεις (47,5%) εκτιμούν ότι θα μειώσουν τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές τους το επόμενο εξάμηνο και το 35,4% εκτιμά ότι θα μείνουν σταθερές. Σε κάθε περίπτωση η κατάσταση αυτή οδηγεί σε επιδείνωση των προοπτικών για την απασχόληση. Ενδεικτικό της επιδείνωσης είναι ότι το 69,6% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι θα διατηρήσει το προσωπικό σταθερό, ενώ σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας του Μαΐου το ποσοστό αυτό ήταν 78,5%.
Επιπλέον, από τους αναλυτές της έρευνας επισημάνθηκε ότι ο δείκτης που αφορά στην απασχόληση, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση επισφάλειας, αυξάνεται με ρυθμό 108%. Βασική αιτία του προβλήματος θεωρείται η «κρατική ακρίβεια» η οποία συμβάλλει στην αύξηση του λειτουργικού κόστους με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση να προέρχεται από την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ (46,3% των ερωτηθέντων) και των δημοτικών τελών (22,7%).
Εισφορές
Σοβαρό αντικίνητρο στις προσλήψεις νέου προσωπικού στις μικρές επιχειρήσεις για τις επτά στις δέκα επιχειρήσεις είναι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή το μη μισθολογικό κόστος). Οι επιχειρηματίες εξέφρασαν την αντίθεσή τους και στη θεσμοθετημένη ρύθμιση για έλεγχο των φορολογικών στοιχείων τους από ιδιωτικές εταιρείες, καθότι εκτιμούν ότι υπάρχει κίνδυνος για τα φορολογικά τους στοιχεία που θα μεταβληθούν σε εμπορεύσιμο είδος. Επιπλέον σε ποσοστό 69,3% θεώρησαν ότι τα πρόσφατα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης κινούνται σε λάθος κατεύθυνση.
Βρόχος οι ακάλυπτες
Σύμφωνα με την έρευνα, το πρόβλημα των ακάλυπτων επιταγών εν μέσω οικονομικής κρίσης αποτελεί «ωρολογιακή βόμβα» όχι μόνο για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά και για τις υγείες επιχειρήσεις.
Όπως προκύπτει από την έρευνα δύο στις τρεις επιχειρήσεις δηλώνουν ότι πραγματοποιούν συναλλαγές μέσω επιταγών, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά στον τομέα της μεταποίησης (78%) και αυτές που απασχολούν περισσότερα από 6 άτομα (84,4%). Από τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συναλλαγές μέσω επιταγών περίπου οι μισές (47,2%) καλύπτουν με επιταγές πάνω από το 50% των συναλλαγών τους.
Το εμπόριο και η μεταποίηση πραγματοποιούν το 65% και το 67% των συναλλαγών τους αντίστοιχα. Ωστόσο, το πρόβλημα των ακάλυπτων επιταγών αφορά το 51% των επιχειρήσεων του δείγματος και αφορά ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις μεταποίησης καθώς και επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους από πλευράς απασχόλησης και τζίρου, για τις οποίες η μεταχρονολόγηση επιταγών ξεπερνά τους έξι μήνες.
Μάλιστα, το 35% των μεταποιητικών επιχειρήσεων απαντά ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των ακάλυπτων επιταγών, ενώ το 27% ότι παρέμεινε σταθερό. Γενικότερα, οι επιχειρήσεις ζητούν να τεθεί ένα χρονικό όριο στην εξόφληση των επιταγών. Συγκεκριμένα, το 70% των επιχειρήσεων ζητά να επεκταθεί το όριο αυτό στους έξι μήνες. Τα ευρήματα της έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ αμφισβητεί από την πλευρά του το υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο κάνει λόγο απαντώντας στις ανακοινώσεις της Συνομοσπονδίας για διαπιστώσεις και για καταστροφολογία και για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Επιμέλεια:
Μαριάννα Ξανθοπούλου