Στην Πολυτεχνική Σχολή του Δ.Π.Θ., στο κτήριο που βρίσκεται μέσα στην πόλη, αν βρεθεί κανείς θα δει κάτω από φυλλωσιές και παχιές σκιές μεγάλα τραπέζια και τους φοιτητές γύρω γύρω με απλωμένα τα βιβλία τους, να διαβάζουν για την εξεταστική, να ανταλλάσσουν σημειώσεις και να συζητάνε για τα μαθήματα, τις εξετάσεις και το καλοκαίρι που έρχεται.
Κάπου εκεί βρήκαμε και τη γωνιά…μελέτης της Ανατολής, όπου φοιτητές από Παλαιστίνη και Ιορδανία, μαζί με Έλληνες, από άλλες περιοχές της χώρας μοιράστηκαν μαζί μας τις σκέψεις τους για τη σχολή, τη χώρα που τους φιλοξενεί, αλλά και τα μέρη που άφησαν πίσω.
Στο πανεπιστήμιο της Ξάνθης φοιτούν συνολικά 12 Άραβες, 5 Ιορδανοί, 5 Παλαιστίνιοι, ένας από Συρία και ένας από Λίβανο, εκ των οποίων 2 είναι ελληνοάραβες.
-Η ελληνική χώρα και η γλώσσα της
Ο Άμερ, χριστιανός 28 χρονών είναι από την Ιορδανία και σπουδάζει στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Επέλεξε να σπουδάζει στην Ελλάδα, λόγω των παροτρύνσεων της μητέρας του που ήρθε για διακοπές εδώ και μαγεύτηκε. «Η Ξάνθη είναι όμορφη πόλη, ανθρώπινη και, αν το σκεφτείς, έχει περίπου τα πάντα, Έχει ησυχία και είσαι κοντά στη φύση». Σ’ αυτό συμφωνούν και οι υπόλοιποι, που κάνουν τη διάκριση μεταξύ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης με την Ξάνθη, που την θωρούν πιο φιλόξενη και ανοιχτή πόλη. Ο Γιούσεφ είναι 24 χρονών και ήρθε από την Παλαιστίνη πριν 6 χρόνια. «Από μικρός ήθελα να σπουδάσω στην Ευρώπη, ήρθα στην Ελλάδα γιατί ήταν πιο εύκολα και πιο οικονομικά. Η Ξάνθη είναι μια πόλη ανθρώπινη και μας έφερε πιο κοντά».
Όταν ρωτήσαμε για τη γλώσσα η απάντηση ήρθε άμεσα από όλους: «δύσκολη γλώσσα». Ο Γιούσεφ λέει: «όλοι κάναμε 6 μήνες γλώσσα σε Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, πριν έρθουμε για σπουδές εδώ, αλλά τη γλώσσα τη μάθαμε στη συναναστροφή μας με τους άλλους φοιτητές». Και είναι αλήθεια, όλοι μιλάνε πολύ καλά ελληνικά.
-Οι συμμείξεις των πολιτισμών
Ο 23χρονος Νίκος είναι συμφοιτητής τους και κατάγεται από Αλεξανδρούπολη. «Τους ξέρει από πάντα», όπως λέει, μιας και νιώθει πολύ δεμένος μαζί τους «δεν υπάρχει διαφορά και ακόμα κι αν υπάρχει έχει ενδιαφέρον». Σ’ αυτό συμφωνεί και η Αγγελική από το τμήμα Παραγωγής και Διοίκησης που σημειώνει: «ακόμα και στα φαγητά μοιάζουμε. Μια φορά ρώτησα αν κι αυτοί μαγειρεύουν όσπρια, βέβαιη ότι η απάντηση θα ήταν αρνητική κι όμως διαψεύστηκα!». Αλλά και ο Γιώργος με τη σειρά του, που σπουδάζει μαζί τους, δε βρίσκει πια διαφορά στη δική του καθημερινότητα με τη δική τους. Ενώ φέρνει στο μυαλό του τον τρόπο που τους γνώρισε αρχικά στην αίθουσα κι αργότερα στη «γύρα» καταλήγει ότι: «τελικά έμαθα κι εγώ αρκετές αραβικές λέξεις και τραγούδια». Και από την πλευρά του ο Χασάν, ο 24χρονος αρχιτέκτονας από την Παλαιστίνη, τα ίδια σκέφτεται για την παρέα: «δεν έχει να κάνει με το από πού είσαι και τι μουσική ακούς, αν ταιριάζεις με τον άλλο, δεν υπάρχει τίποτα να σε χωρίζει». Ο Γιούσεφ για πολύ καιρό έκανε παρέα μόνο με Έλληνες, αλλά μετά άρχισε να αποζητά και λίγο τη…ράτσα του μιας και δεν έχει γυρίσει καθόλου στην πατρίδα του αφότου έφυγε και ήθελε μια επαφή για να μην ξεχάσει: «μ’ αρέσει η παρέα με Έλληνες, πέρα από το ότι κάνω παρέα με άτομα που ταιριάζω, με βοηθάνε και με το πανεπιστήμιο, με τα ελληνικά και η ζωή είναι πιο εύκολη έτσι».
-Τα οικονομικά και η άδεια παραμονής
Πέρα από τα όμορφα και τα ευχάριστα, οι άραβες φοιτητές συναντούν συνεχώς γραφειοκρατία και εμπόδια όταν πάνε να προμηθευτούν την άδεια παραμονής. «Παλιά τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, λέει ο Άμερ, πιο ξεκάθαρα. Στην αρχή θέλαν μόνο βεβαίωση σπουδών και διαβατήριο. Τώρα ζητάν και ασφάλιση που αν δεν σε καλύπτει το πανεπιστήμιο, πρέπει να βγάλεις ιδιωτική και χίλια δυο άλλα». «και αργούν πάρα πολύ», συνεχίζει ο Γιούσεφ, «μπορεί δηλαδή να κάνεις αίτηση, να περιμένεις 11 μήνες και να έχει την άδεια μόνο για τον τελευταίο μήνα πριν ξαναλήξει!. Και πάλι εδώ, οι υπάλληλοι στη Νομαρχία είναι πολύ εξυπηρετικοί. Στη Θεσσαλονίκη πρέπει να περιμένεις 3 και 4 ώρες, ενώ πολλοί πάνε με δικηγόρο γιατί δεν τους βοηθάνε καθόλου οι της Νομαρχίας».
Όσον αφορά τα οικονομικά τους, 3 στους 12 έχουν πάρει υποτροφία από προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών, ενώ οι υπόλοιποι στηρίζονται από την οικογένεια και την προσωπική τους δουλειά. «Τη λέσχη τη λέμε ‘μανούλα’ μας λένε χαμογελώντας, αφού όταν κλείνει δυσκολεύουν τα πράγματα.
«Αυτό που ζητάμε είναι να υπάρχουν νόμοι και πρόνοια, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία, που έχουν πολλούς ξένους και τους αποδέχονται σαν μέρος της κοινωνίας. Εδώ από του χρόνου στο πανεπιστήμιο βάζουν 2 € τη στέγαση και 2 € τη σίτιση μόνο για τους ξένους».
-Η δική τους πατρίδα
Η κουβέντα έρχεται στα μέρη και τα πρόσωπα που άφησαν πίσω. Ο Φαρούκ, έχει επισκεφτεί την πατρίδα του, την Ιορδανία, δύο-τρεις φορές. Όταν πάει πίσω τον ρωτούν για τη ζωή του εδώ, τη σχολή του (κι αυτός ηλεκτρολόγος), τα μέρη που ταξίδεψε στην Ελλάδα και κάθε άλλη λεπτομέρεια. «Είναι ωραία όταν πάω πίσω, όμως κάθε φορά πηγαίνω καλοκαίρι, οπότε σκέφτομαι πότε θα γυρίσω πίσω μιας και στην Ιορδανία, δε μπορείς να το χαρείς τόσο το καλοκαίρι!», λέει χαριτολογώντας ο Φαρούκ. Ο Χασάν από την πλευρά του, νιώθει πιο δεμένος με τον τόπο του. Πήγε πέρυσι στην Παλαιστίνη και στη μικρή του πόλη στη Γάζα, το Μπετ Χανούν (το σπίτι της παπαρούνας), όπου είδε την κατάσταση λίγο πιο ταραγμένη απ’ ότι την είχε αφήσει. «Αλλάξανε τα πράγματα. Μπορεί να ήμασταν 35.000 κάτοικοι αλλά όλοι τους ξέραμε όλους. Τώρα πήγα πίσω και αυτό δεν ήταν το ίδιο. Θέλω να τελειώσω και να γυρίσω πίσω. Είναι ο τόπος μου και θέλω να ‘μαι εκεί». Και ο Γιούσεφ νοσταλγεί το σπίτι της παπαρούνας (είναι κι αυτός από το Μπετ Χανούν). «Έχω να πάω έξι χρόνια, σκέφτομαι ότι άφησα 4 χρονών το μικρό μου αδερφό και τώρα θα είναι 10 χρονών παλικαράκι. Η μητέρα μου, που μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο, μου λέει ότι αφού έμεινα μέχρι τώρα να τελειώσω και μετά να γυρίσω, γιατί δεν ξέρεις, μπορεί να μην μπορέσω να ξαναφύγω, λόγω της κατάστασης που επικρατεί εκεί». Η κουβέντα στάθηκε λίγο στην έκρυθμη κατάσταση στην Παλαιστίνη, τα βιώματα που είχαν οι δυο τους από μικροί, τη συμπεριφορά των μεγάλων, τις ελπίδες και την πολιτική τους στάση και μετά απ’ όλα αυτά ο Γιούσεφ παρατήρησε αυθόρμητα: «τα σκέφτομαι αυτά καμιά φορά και λέω ότι τελικά τα προβλήματα που έχω τώρα δεν είναι και πολύ σημαντικά. Όμως, αυτή είναι τώρα η καθημερινότητά μου».
Αφήνοντας τα παιδιά στο διάβασμά τους παραθέτουμε μια σκέψη: μπορεί η αραβική κοινότητα στην Πολυτεχνική Σχολή της Ξάνθης να μην είναι μεγάλη, είναι ευχάριστη στην υπόλοιπη φοιτητική κοινότητα, αλλά και όχι μόνο. Αφήνει το δικό της στίγμα στο πανεπιστήμιο και ένα άρωμα Ανατολής.
Ε.Δ.