Μία καλοκαιρινή αλληγορία του Θωμά Βουγιουκλή
Ένα ταξίδι αισθήσεων και εμπειριών στις επιθυμίες και τις επιλογές του ανθρώπου
Μ’ ένα δοκίμιο γεμάτο καλοκαίρι το «Ε» αποχαιρετά τους αναγνώστες του για τις ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών. Μ’ ένα ευχάριστο και αλληγορικό κείμενο με τον ευρηματικό τίτλο «ρόδα κινώ», ο Θωμάς Βουγιουκλής, έχοντας ως αφετηρία ένα λαχταριστό μυρωδάτο ροδάκινο ξεκινά ένα ταξίδι στις επιθυμίες, τις παρορμήσεις, τις επιλογές, τα εσωτερικά εμπόδια, τη λογική και το συναίσθημα του ανθρώπου. Με περιγραφές που αφυπνίζουν με έντονα ερεθίσματα όλες τις αισθήσεις, ο ξανθιώτης καθηγητής του ΔΠΘ μεταφέρει τον αναγνώστη σ’ ένα «ζεστό, δροσερό» αυγουστιάτικο απόγευμα κάπου στην Ελλάδα και στην αγαπημένη καθημερινή συνήθεια της απόλαυσης ενός ροδάκινου. Οι συμβολισμοί της ιστορίας ωστόσο, ξεπερνούν τις οικείες κινήσεις, τη γαργαλιστική πλούσια μυρωδιά και τις γνώριμες εικόνες της μορφής που παίρνει το φρούτο μέχρι να μείνει στα χέρια μας μόνο το κουκούτσι. Η περιγραφή γίνεται μία αναζήτηση στις επιλογές του ανθρώπου, την υποκειμενικότητα των κριτηρίων, τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων, αλλά και στην κατάκτηση εν τέλει του κοινού προορισμού της ηδονής και της απόλαυσης. Τις αφυπνισμένες αισθήσεις, τις βιωματικές εμπειρίες και τους στοχασμούς συντροφεύουν με διακριτικό, αλλά καταλυτικό τρόπο η φύση, η δημιουργία και η γοητεία του ταξιδιού.
Έτσι, ανεπαίσθητα η απόλαυση ενός ροδάκινου μετουσιώνει τον προορισμό της ζωής. Άλλα όπως συμβαίνει πάντα, ό,τι αξίζει περισσότερο είναι το ταξίδι. «Ροδάκινό μου. Ρόδα κινώ και ταξιδεύω», τα λόγια του ίδιου του Θωμά Βουγιουκλή.
Ελένη Διαφωνίδου
ediafonidou@empros.gr
Ρόδα κινώ
Ζεστό, δροσερό καλοκαιρινό απόγευμα, Ελλάδα.
Θέλω να φάω κάτι. Θέλω να φάω ένα ροδάκινο. Στο καλάθι με τα φρούτα έχει αρκετά ροδάκινα. Διαλέγω. Όλα φαίνονται ίδια. Με την πρώτη ματιά. Όλα είναι διαφορετικά με την δεύτερη. Το χρώμα. Το χνούδι, μ’ ανατριχιάζει. Το απαλό, μ’ ανατριχιάζει. Φαγουρίζομαι. Το μέγεθος; Άλλο πρόβλημα και τούτο. Εξαρτάται από το πόσο θέλω να φάω. Αν είναι μικρό λέω να προχωρήσω σε δεύτερο. Αν είναι πολύ νόστιμο λέω να προχωρήσω επίσης σε δεύτερο. Δεν είναι όμως πιο νόστιμο το ένα; Και το μοναδικό; Μπερδεύτηκα στην νέα παράμετρο. Μπερδεύτηκα στην νέα δυνατότητα: μου δίνεται η ευκαιρία να σκοτώσω την ποιότητα με την ποσότητα! Κι αν βαρυστομαχιάσω; Πάει η ευχαρίστηση του πρώτου, του μοναδικού, του ένα, του αποκλειστικού. Κάτι που θέλω μόνον εγώ αλλά θέλω και άλλοι να δουν πόσο νόστιμο είναι, πόσο μ’ ευχαριστεί. Το τυχερό που βρέθηκε στο χέρι μου το πάω στη βρύση να το δροσίσω. Να γλυτώσω από το χνούδι του, να το μαλακώσω απαλά. Να μη το χτυπήσω, να μη το ζουλίξω. Εκεί ανακατεύεται η αφή με την τριβή και την απάλειψή της. Εκεί που νοιώθεις στην αφόρητη ζέστη να βάζεις το κεφάλι σου στο νερό του καταρράκτη. Εκεί που θέλεις να κάνεις το καλό στο ροδάκινο, όχι σε σένα. Άσχετα αν μοιάζει λίγο σαν τσιγάρο πριν την εκτέλεση!
Ξεκινάω απ’ την κορυφή. Εκεί που ήταν το κοτσάνι. Το βαθούλωμα. Ο αντίχειρας και ο δείχτης αντιμέτωποι στριμώχνουν λίγη φλούδα. Την τραβάω. Μεγαλώνει, καθότι γιαρμάς. Και όταν φτάνει στα όριά του ξαναμικραίνει και απολήγει σε μια μύτη. Αυτή την φλούδα αν την απλώσεις μοιάζει με καρδιά. Ανθρώπινη καρδιά από δέρμα. Σαν τατουάζ. Σαν I love you! Και από κάτω η δροσερή σάρκα. Λεία και πορώδης ταυτόχρονα. Σφίγγει τους χυμούς της. Χυμώνει το βλέμμα. Ακούγεται η ροή στο λαρύγγι πριν ακόμα αποσχηματιστεί. Χρώμα; Δεν ξέρω. Κυκεώνας χρωμάτων. Ότι θέλεις βάζεις. Ότι θέλεις μελετάς. Ότι σ’ αρέσει θέλεις. Κλείνεις τα μάτια και το χρώμα εξακολουθείς να το βλέπεις. Έχει χρώμα η οσμή; Έχει οσμή το χρώμα; Η ευωδιά της ακούει την επιθυμία μου να την κατασπαράξω! Κόβω ένα κομμάτι με το μαχαίρι, ξεφεύγει από την άλλη σάρκα, από μια άλλη μεριά ξεκολλάει απ’ το κουκούτσι. Και κείνο το σκληρό δεν λυπάται τον αποχωρισμό γιατί ελπίζει στην αποστολή του. Εκείνο το σκληρό δεν θυμώνει ούτε και αν το πετάξεις στο χώμα. Άλλωστε εκεί θέλει να βρεθεί. Το ήθελε από την αρχή. Να φυτρώσει, να ξαναγεννηθεί ν’ ανθίσει. Εκείνο το σκληρό, δημιουργεί. Θα δημιουργήσει, θα εκπληρώσει την αποστολή του. Και το κουκούτσι μύγδαλο! Κουκούτσι μυαλό. Αλλά ζωή. Δεν το βάνει η σκέψη σου. Δεν το βάνει ο λογισμός σου. Αλλά αν έχεις την υπομονή να το παρατηρήσεις θα το θαυμάσεις, θα απορήσεις, θα επιβεβαιώσεις τις ρήσεις. Που άκουγες αλλά δεν πίστευες ή που πίστευες υπερβολικά. Πικρό, σκληρό αλλά καρδιά. Φύτρα.
Η απόλαυση συνεχίζεται. Θέλεις να τεμαχίσεις τη σάρκα και δεν θέλεις. Στη διαδικασία της μάσησης λευτερώνεται λίγος χυμός που προπομπός κατέρχεται μυροσκορπίζοντας τον οισοφάγο. Μυροσκορπίζοντας το στομάχι που παρόλο έτοιμο ξαφνιάζεται. Ξεχνάει την τελετή υποδοχής. Παραμένει στην αποδοχή. Η μπάντα του αχ! Της ηδονής η μπάντα, παιανίζει. Τον παιάνα της ζωής. Της δικής μου, της δικής μας. Συνεχίζω την διαδικασία κόβοντας, τεμαχίζοντας. Κάπου προς το τέλος κόβω μικρότερα κομμάτια να επιβραδύνω την απόλαυση. Τί είπα; Να μεγαλώσω την απόλαυση λιανίζοντάς την.
Να ανακεφαλαιώσω την απόλαυση. Να αποκαλύψω τον δολοφόνο. Τον κλέφτη της απόλαυσης. Η ηδονή του φυσικού. Η ηδονή της φύσης. Το αμάρτημα της ζωής. Η ζωή του αμαρτήματος. Η αποκαθήλωση, η αποκάλυψη τώρα και το τώρα της αποκάλυψης. Χείλια, χίλια μίλια δροσιά εντός μου, βάλσαμο, σπαθόλαδο στο έλκος.
Κλείνω τα μάτια μη μου αποσπάσουν την ηδονή. Κλείνω τα μάτια μου και ταξιδεύω εντός μου. Στόχος και διαδικασία. Σκοπός και διαδρομή.
Ροδάκινό μου. Ρόδα κινώ και ταξιδεύω.
Θ. Βουγιουκλής, 14-7-2012