«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…»
Γιώργος Σεφέρης
Τα μπουλούκια των μαστόρων της πέτρας που ταξίδευαν παλιότερα δουλεύοντας σε όλα τα Βαλκάνια και όχι μόνο, είχαν τη δική τους συνθηματική γλώσσα, για να μη γίνονται κατανοητοί από τους πελάτες τους και για να μην τους κλέβουν την τέχνη τους.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που όταν μιλάνε φαίνεται να μην μπορούν να ολοκληρώσουν μια πρόταση με τέτοιο τρόπο ώστε να επικοινωνήσουν ακριβώς αυτό που θέλουν. Άλλοι επιδιώκουν συστηματικά να χρησιμοποιούν εξεζητημένες λέξεις και φράσεις, πολύπλοκες μακροσκελείς προτάσεις, ξύλινο λόγο, σαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκρύψουν την αδυναμία τους να μιλήσουν απλά ή να εντυπωσιάσουν.
Ανάμεσα σε τόσους ποιητές που ταξίδεψαν στις θάλασσες της ελληνικής γλώσσας, ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει: «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη». Αν φανταστούμε αυτήν τη φράση σαν συνταγή καθημερινής θεραπείας, η αρρώστια της αδυναμίας μας να κάνουμε μια αληθινή συ-ζήτηση ίσως γίνει ιάσιμη.
Οι παράλληλοι μονόλογοι περισσεύουν. Μαζί με αυτούς πορεύονται η έλλειψη παιδείας, αυτοσυνειδησίας και η διχόνοια. Αλήθεια γιατί δεν αλλάζει αυτό, ποιους άραγε να βολεύει περισσότερο αυτή η κατάσταση; Το να έχει δηλαδή δημιουργηθεί μια σύγχρονη Βαβέλ, το να βομβαρδιζόμαστε ασταμάτητα από άσχετα, ανούσια και ανάλαφρα μηνύματα, το να ατροφεί σταδιακά κάθε μορφή βαθύτερης σκέψης.
Μιας σκέψης που από το εγώ θα μπορούσε, μετά κόπων και βασάνων, να φτάσει στο εμείς, στο πανανθρώπινο και το αιώνιο, θα μπορούσε να φτάσει ή να επιστρέψει στη φύση, στον αέναο κύκλο της. Θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και στην ομόνοια, στην ομοψυχία.
«Οι τύραννοι ω ‘Ελληνες με το να γνωρίζουν την αφ’ εαυτών των αδυναμίαν, πάντοτε επροσπάθησαν διαμέσον της ασυμφωνίας, να κυριεύουν και τυραννούν την ταλαίπωρον ανθροπώτητα, και πάντοτε διά μέσον αυτής επέτυχον του σκοπού των: η ασυμφωνία βέβαια είναι ένα αλάνθαστον προγνωστικόν σημείον δουλείας». Πώς άραγε μπορεί να ένιωθε, να εννοούσε, να ζούσε τα όσα έγραφε ο Ανώνυμος Έλληνας το 1815, όταν αναζητούσε την Ελληνική Νομαρχία του; Πώς θα είχαν νόημα αυτά τα λόγια και σήμερα, όχι μόνο ως ιστορικό ανάγνωσμα αλλά ως παιδευτικό άγγελμα;
Σε μια εποχή που ο δρόμος αποκαλύπτει ολοφάνερα πια τα λάθος μονοπάτια που πήραμε, που πέφτουμε στη μια λακκούβα μετά την άλλη, που δεν μπορούμε να απαντήσουμε στα παιδιά μας πότε θα τελειώσει όλο αυτό, τι θα γινόταν αν ξεκινούσαμε από τα απλά; Αν ο καθένας μόνος του και με δασκάλους από τα περασμένα αναλάμβανε στον τομέα του αυτό που ανέλαβε ένας Ρήγας απ’ το Βελεστίνο όπως το σημειώνει στο έργο του «Φυσικής Απάνθισμα»:
«Όθεν αφορώντας ο σκοπός µου εις το να ωφελήσω το γένος µου, και όχι προς επίδειξιν να επισωρεύσω λέξεις εις αυτό µου το απάνθισµα, έπρεπε να το εκθέσω µε σαφήνειαν όσο το δυνατόν, οπού να το καταλάβουν όλοι, και να αποκτήσουν µίαν παραµικράν ιδέαν της ακαταλήπτου φυσικής».
Αν όπου φυσική, βάζαμε φύση; Αν όπου φυσική, βάζαμε ζωή;
Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός