Αποκριά στην αυλή του καραγκιόζη
Η αυλή του Καραγκιόζη στολίστηκε. Οι μπομπονιέρες του γάμου του Μπαρμπαγιώργου στόλισαν το σκηνικό του μπερντέ. Η Αγλαΐα ήταν επί της υποδοχής. Φρόντισε το φτωχικό της να είναι παστρικό κι άνοιξε την αυλή της, όπως μόνο οι φτωχοί ανοίγουν την καρδιά τους.
Οι καλεσμένοι κατέφθαναν όλοι με το δώρο τους, άλλοι με ένα τηγάνι, άλλοι με μια σκούπα, άλλοι με μια φουφού. Όλοι πάντως είχαν φορέσει την καλύτερη διάθεσή τους, τόσο πολύτιμη τις μέρες τις καθημερινές!
Τα κολλητήρια έτρεχαν ανάμεσά τους και μάζευαν κλαδιά για ν’ ανάψει η φουφού. Ο Καραγκιόζης έφερε ένα γραμμόφωνο που είχε πάρει απ’ τον Χατζηαβάτη, όταν είχε γίνει γραμματικός, για να έχουν και μουσική αλλά δεν είχε πλάκες… Έβαλε λοιπόν τον Χατζηαβάτη με την καλή του φωνή να τραγουδά κι άρχισε να κάνει πλάκες στους φίλους του.
Έλεγε στον Μορφονιό να μπει στον χορό κι όλοι πιάνονταν απ’ τη μύτη του! Πείραζε τον Διονύσιο που είχε φέρει και το ομπρελίνο τση νόνας του γιατί ξέχασε να βάλει Μάρτη! Έβαζε τα κολλητήρια να κλέβουν το κομπολόι του Σταύρου, όταν αυτός πλησίαζε να μιλήσει στη βεζυροπούλα με τα… άπταιστα γαλλικά του!
Αυτός που τη γλίτωσε αυτήν τη φορά ήταν ο Μπαρμπαγιώργος. Όχι ότι τον λυπήθηκε ο Καραγκιόζης αλλά ο Μπάρμπας του, για μία επιτέλους φορά και επειδή θα γινόταν γαμπρός, έφερε κοψίδια, λουκάνικα, σουβλάκια. Όλοι χόρευαν, ο Καραγκιόζης έτρωγε…
Σταμάτησε μόνο όταν ο Χατζηαβάτης έπιασε ένα τραγούδι, πώς το έλεγε, για ένα σεντονάκι και μια λάμπα τρελή. Τότε όλοι μικροί-μεγάλοι πιάστηκαν και μπήκαν στον χορό. Μα ο Μπάρμπας όλο ρωτούσε: «Πού είν’ η κόρη που μου ΄ταξες ότι θα μου δώσ’ς, βρε ανηψούδι μ’;». «Έρχεται, έρχεται» έλεγε ο Καραγκιόζης κι όλο έτρωγε.
Όταν τέλειωσαν τα κοψίδια, πάλι ρωτάει ο Μπάρμπας: «Πού είν’ η κόρη που θα πάρ’, ανηψιέ; Δεν κρατιέμ’». «Α Μπάρμπα, δεν τα ‘μαθες; Ήρθε μαζί κι ένας υιός και χάσαμε την κόρη! Κι όχι μόνο αυτή, μαζί χάσαμε και το μυαλό μας!».
Μόλις το άκουσε αυτό ο Μπαρμπαγιώργος, τον πήρε στο κυνήγι. Ενώ όλοι γελούσαν, ο Χατζηαβάτης έβγαλε νέο τελάλημα να τ’ ακούσει όλος ο ντουνιάς: «Ακούσατε, ακούσατε, από ιό το χάσαμε, από ιό το χάσαμε!». Ε, ρε γλέντια!
Από ιό το χάσαμε
Μαύρε Καραγκιόζη, στο γάμο σου ήρθαμε
Αποκριές να φάμε και να γελάσουμε.
Το δρόμο για την αυλή σου φέτος πήραμε
τον πόνο μας σιμά σου να διασκεδάσουμε.
Σαράντα μέρες φτιάχναμε για σένα μπομπονιέρες
κουφέτα δεν εβάλαμε στο τρύπιο σου σακούλι.
Και δε στο κρύβω ζήσαμε τις πιο ωραίες μέρες
χίλιες ευχές κεντήσαμε στο κόκκινό τους τούλι.
Ο Μπαρμπαγιώργος ο γαμπρός και συ να ‘σαι η νύφη
με μια φωνή σου ευχόμαστε: ωραίους απογόνους.
Και αν το τέταρτο παιδί θα βγει ένα κουτορνίθι,
ας γεννηθεί με το καλό και με ολίγους πόνους.
Μαύρε Καραγκιόζη μου, το ξύλο δε γλυτώνεις
εσύ όπου μας έμαθες το γέλιο και το δάκρυ.
Δίχως παρά, όσα αγαπάς πιάνεις και καμαρώνεις.
Στο νου πάντα θα σε ‘χουμε στην πίσω του την άκρη.
Μα ήρθανε, πιο δύσκολοι στον κόσμο μας καιροί
από ιό το χάσαμε αυτό το καρναβάλι.
Εμείς όπου γλεντήσαμε μες στη δική σου αυλή
τραγούδια εγεμίσαμε το τρύπιο μας τσουβάλι.
Να ξεχυθούνε και να παν
στον ουρανό να φτάσουν.
Όσοι το γέλιο αγαπάν,
ποτέ δε θα γεράσουν.
Από ιό χάσαμε μυαλό και καρναβάλι,
μα του Καραγκιόζη ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει.
Όλοι μαζί γιορτάσαμε το μαύρο μας το χάλι.
Έρχονται τα καλύτερα. Ο δρόμος περιμένει.