Η εγκύκλιος Νεφελούδη αφορά και όσους έχουν καταθέσει αίτηση για τον νόµο Κατσέλη και εκκρεµεί η έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθµό
Ποιες είναι οι 9 περιπτώσεις
Διευρύνονται µε εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας οι κατηγορίες δανειοληπτών του τ. ΟΕΚ που µπορούν να ενταχθούν στην ευνοϊκή ρύθµιση του 2018. Η εν λόγω ρύθµιση αφορά τους περίπου 80.000 δανειολήπτες από ίδια κεφάλαια του καταργηθέντος ΟΕΚ, εκ των οποίων περίπου οι µισοί έχουν ήδη απαλλαγεί από το χρέος τους, καθώς αυτό ήταν έως 6.000 ευρώ και διεγράφη στο πλαίσιο της νέας ρύθµισης. Η νέα εγκύκλιος του γενικού γραµµατέα Ανδρέα Νεφελούδη, που «πατάει» πάνω σε πρόσφατη υπουργική απόφαση της υπουργού Εργασίας Εφης Αχτσιόγλου, διευκρινίζει το πλαίσιο ένταξης για τους δανειολήπτες που έχουν αιτηθεί την υπαγωγή τους στον νόµο Κατσέλη (3869/2010) -εντάσσονται ακόµη και όσοι έχουν πρωτόδικη απόφαση, αλλά όχι τελεσίδικη- όπως επίσης και για δικαιούχους οι οποίοι δεν ιδιοκατοικούν και δεν κάνουν χρήση της κατοικίας τους, ενώ «κλειδώνει» την παράταση των αιτήσεων έως 31 Δεκεµβρίου 2019.
Εννέα περιπτώσεις
Αναλυτικά, στην ευνοϊκή ρύθµιση που θεσµοθετήθηκε το 2018 για τους δανειολήπτες από ίδια κεφάλαια του τ. ΟΕΚ µπορούν πλέον να υπαχθούν µε αίτησή τους δανειολήπτες που έχουν καταθέσει αίτηση για τον νόµο Κατσέλη και εκκρεµεί η έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθµό, ή έχουν ζητήσει την ανάκληση ή µεταρρύθµιση δικαστικής απόφασης. Ο δανειολήπτης εντάσσεται στη ρύθµιση µε την προσκόµιση παραίτησης από την αίτηση του νόµου 3869/2010 ή δικαστικής απόφασης ή δικαστικού συµβιβασµού.
Την ίδια στιγµή, η εγκύκλιος διευκρινίζει πως η προϋπόθεση της ιδιοκατοίκησης δεν ελέγχεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Εάν έχει επέλθει θάνατος του αρχικού δικαιούχου και η κατοικία και το δάνειο έχουν περιέλθει στους κληρονόµους του, οι οποίοι αντιµετωπίζονται όπως ακριβώς οι αρχικοί δικαιούχοι.
Εφόσον ο χρήστης της κατοικίας για ειδικούς λόγους (όπως οικογενειακούς, εύρεση εργασίας σε άλλη πόλη ή εκτός χώρας) αναγκάζεται σε αλλαγή τόπου κατοικίας.
Εφόσον η εκµίσθωση προκύπτει ως αναγκαία λόγω οικονοµικής ανέχειας για τη διαβίωση του δικαιούχου και της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή θα συνεκτιµώνται στοιχεία όπως η ανεργία, ο αριθµός των προστατευόµενων µελών, το κατά κεφαλήν οικογενειακό εισόδηµα, επιστροφή στην πατρική κατοικία λόγω ανεργίας.
Σε περίπτωση που ο δικαιούχος δεν εκµισθώνει την κατοικία του, αλλά κάνει µερική χρήση αυτής (π.χ. λίγους µήνες τον χρόνο).
Σε περίπτωση που η κατοικία παραµένει κενή (όπως, π.χ., στην περίπτωση ανήµπορου υπερήλικα, ο οποίος διαµένει µε τα τέκνα του).
Σε περίπτωση που η κατοικία καθίσταται ακατάλληλη για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του δικαιούχου, π.χ. λόγω αύξησης των µελών της οικογένειας, λόγω ΑµεΑ του οποίου οι ανάγκες δεν µπορούν να εξυπηρετηθούν εξαιτίας ανυπαρξίας σχετικών προδιαγραφών στην οικία κ.ά., ή ο δικαιούχος έχει προβεί σε µίσθωση ή αγορά άλλου ακινήτου µε λήψη δανείου και παράλληλη εκµίσθωση της οικίας.
Σε όλες τις περιπτώσεις εκµίσθωσης της οικίας δεν λαµβάνεται υπόψη το ύψος του µισθώµατος που εισπράττεται συγκριτικά µε το τυχόν καταβαλλόµενο για µίσθωση άλλης κατοικίας.
Εφόσον η οφειλή του δανειολήπτη δεν υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ, καθώς αυτή διαγράφεται.
Εάν η κατοικία παραµένει σε ηµιτελή κατάσταση.