Α. Στο προηγούμενο σημείωμά μας εκτέθηκε η κατάσταση περί τις απόπειρες ρύθμισης της εκκλησιαστικής περιουσίας έως το 1981. Το χρονικό αυτό σημείο αποτελεί ιστορική τομή για την Χώρα μας λόγω του εξαιρετικά απαιτητικού εκσυγχρονιστικού βήματος, της πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ από 01.01.1981, και δεν έχει να κάνει μόνο με την κυβερνητική αλλαγή εκ των Εθνικών Εκλογών του έτους εκείνου και την θριαμβευτική εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ με 48%. Το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ήδη από το 1980 εξήγγειλε την κρατικοποίηση/κοινωνικοποίηση (; ) της εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες – είχε έλθει η ώρα για την εφαρμογή του λοιπόν. Η εκφρασμένη βούληση των Υπουργών (και) Θρησκευμάτων των Κυβερνήσεων 1981-1986 ήταν προς την κατεύθυνση των εργασιών και των αποτελεσμάτων της Επιτροπής επί Υπουργίας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη/ΝΔ από 1979-1980 περί οριστικής λύσης στο ζήτημα, αλλά άλλες πολιτικές επιλογές της περιόδου με μείζονες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες περιέπλεξαν το περιουσιακό ζήτημα στην ευρύτερη δημαγωγία περί το θέμα του χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας και εκτράχυναν άνευ προφανούς στόχευσης τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας (καθιέρωση ως ισότιμου πολιτικού γάμου/1982, τροποποίηση Οικογενειακού Δικαίου κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος/1983, Συμφωνία Παραμονής των Αμερικανικών Βάσεων/1983, Εκλογές με πολωμένο κλίμα/1985, πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης/1986, έναρξη εργασιών Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου/1986).
Στο τέλος του 1986 μετά το απογοητευτικό για το κυβερνών Κόμμα ΠΑΣΟΚ αποτέλεσμα των Δημοτικών Εκλογών ήταν προφανές ότι από τις οριστικώς και πλήρως εγκαταληφθείσες μείζονες πολιτικές Διακηρύξεις του κυβερνώντος Κόμματος («Έξω από την ΕΟΚ, Έξω από το ΝΑΤΟ, Έξω οι Αμερικανικές Βάσεις, Ο Λαός στην Εξουσία») έπρεπε για λόγους πολιτικής επιβίωσης να ανασυρθεί από τα αζήτητα και να προβληθεί ως αγωνιστικά ώριμο αίτημα των «καιρών» η δήμευση / κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας – αυτό κλήθηκε να υλοποιήσει η φωτεινή κατά τα λοιπά παρουσία του Αντώνη Τρίτση, διορισθέντος στην θέση του ΥΠΕΠΘ στον κυβερνητικό ανασχηματισμό του τέλους 1986 και εντεταλμένου ειδικώς προς τούτο.
B. 1. Σχεδόν αιφνιδιαστικά στα τέλη 1986 – αρχές 1987 ο Υπουργός (και) Θρησκευμάτων, Αντώνης Τρίτσης, κατέθεσε στην Βουλή των Ελλήνων Σχέδιο Νόμου, που ψηφίσθηκε με ταχείες διαδικασίες ως Ν.1700/1987 (Α’ 61). Οι προβλέψεις του Νόμου αυτού αφενός μετέβαλλαν ευθέως το σύστημα της συναλληλίας στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους σε σύστημα πολιτειοκρατικό και τελικώς στο σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας, αφετέρου αποπειράθηκαν να αφαιρέσουν την μοναστηριακή περιουσία από τις Ιερές Μονές, αλλά και να εξασφαλίσουν ότι η δήμευση αυτή δεν θα ελεγχόταν … δικαστικώς ή άλλως πως με το παιδαριώδες «στρατήγημα», να καταργήσουν θεσμικώς στην ουσία τις ίδιες τις Ιερές Μονές! Ειδικώς κατά το άρ. 8 του Νόμου1700/1987 οι Μονές έχαναν την νομική προσωπικότητά τους, η δε εκπροσώπησή τους ανετίθετο στον πλήρως κρατικό χωρίς εκκλησιαστική εκπροσώπηση ΟΔΕΠ / «Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιατικής Περιουσίας», ο οποίος εντός αποκλειστικής/αποσβεστικής προθεσμίας … έξι (6) μηνών από την δημοσίευση του Νόμου έπρεπε (!) να μεταβιβάσει στο Ελληνικό Δημόσιο το … σύνολο της μοναστηριακής περιουσίας, άλλως κατά ρητή διάταξη του αυτού Νόμου η περιουσία αυτομάτως και αυτοδικαίως με την παρέλευση του 6μηνου θα περιερχόταν στο Ελληνικό Δημόσιο άνευ άλλου τινός και χωρίς την παρεμβολή ακόμα και αυτού του δοτού ΟΔΕΠ! Η αυτόματη αφαίρεση της περιουσίας των λοιπών Εκκλησιαστικών Νομικών προσώπων πλην των Ιερών Μονών προβλέφθηκε με όμοια διαδικασία σε άλλα άρθρα του Νόμου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν οξεία και κάθετη, ενώ εις επίρρωση του δίκαιου αγώνα της αμέσως προσέτρεξαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά ακόμα και ο Ρωμαιοκαθολικός Πάπας της Ρώμης!! Η κρίση ήταν επί θύραις την ίδια στιγμή, που η Χώρα διερχόταν την Εθνική Κρίση του Μαρτίου 1987 στο Αιγαίο με την Τουρκία και τις Ενοπλες Δυνάμεις των δύο Κρατών και της συμμάχου της Ελλάδας και τότε Βουλγαρίας να βρίσκονται με το δάκτυλο στην σκανδάλη των όπλων. Η Εκκλησία σοφά επέλεξε την δικαστική οδό για την προστασία των δικαιωμάτων της, η δε παράδοξη θετική κρίση του ΣτΕ περί της συνταγματικότητας του Ν.1700/1987 (Απόφαση ΣτΕ 5μελούς σύνθεσης 5057/1987) είναι σχολικό υπόδειγμα προχειρότητας. Δεύτερες σκέψεις στην Πολιτεία υπέδειξαν την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής υπό την πίεση αυτή την φορά της εκφρασμένης βούλησης της Ιεραρχίας, να άρει το Αυτοκέφαλο και να επανυπαχθεί ως Αρχιεπισκοπή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και την επιδίωξη συμβιβαστικής λύσης με την εκβιαζόμενη ήδη Εκκλησία, κάτι που έγινε και τελικώς υπεγράφη με συμβολαιογραφική πράξη (!) Σύμβαση Εκκλησίας – Δημοσίου (11.05.1988), που κυρώθηκε διά του Ν. 1811/13.10.1988 (Α’ 231). Η Συμφωνία Πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Σεραφείμ [Τίκα], προέβλεπε ότι όσα αγροτολειβαδικά, αγροτικά και δασικά ακίνητα νέμονταν οι Ιερές Μονές μετά το 1952 χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας θα παραχωρούνταν στο Δημόσιο με σύμβαση, ενώ οι Μονές θα παρακρατούσαν μικρή έκταση περίξ αυτών για λόγους περιβαλλοντικής (!) προστασίας. Τελικώς μόλις 149 Ιερές Μονές αποδέχθηκαν την συμφωνία, ενώ η Πολιτεία ανέλαβε να καταβάλει στις αυτές Μονές το 1% του προϋπολογισμού του ΥΠΕΠΘ. Με τον Ν. 1811/1988 προβλέφθηκε ότι όσες Μονές δεν συμμετείχαν στην συμφωνία, θα διέπονταν από τον Ν. 1700/1987. Η μόνη θετική διάταξη του Ν.1811/1988 ήταν η ανάληψη της υποχρέωσης μισθοδοσίας των 85 Ιεροκηρύκων του ΟΔΕΠ έναντι της παραχώρησης της ακίνητης περιουσίας. Εκτοτε κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτούς τους Νόμους.
Μία σημείωση με μεγάλη σημασία : η Σύμβαση δεν εφαρμόσθηκε ποτέ έως και σήμερα από καμία Ιερά Μονή, Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο ή Ιερά Μητρόπολη του Ελλαδικού Χώρου. Πλην μίας και μόνης από όλες : της Ιεράς Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας με Μητροπολίτη τότε (1988) τον σήμερα Αρχιεπισκόπο Αθηνών Ιερώνυμο, που επιδιώκει με αντίστοιχες «συμβάσεις» την ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ίσως για να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων θεσμικώς την μοναχική εξαίρεσή του τότε και το αρνητικό παράδειγμα εξόδου από την επίσημη γραμμή της Εκκλησίας της Ελλάδος…
2. Η δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας από τον Ν. 1700/1987 δεν έμεινε αναπάντητη από τα θύματά της. Σειρά Ιερών Μονών και αριθμός Ιερομονάχων και Μοναχών διά των υπ’αρ. 13092/ 16.07.1987 και 13984/15.05.1988 Αναφορών – Προσφυγών τους ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ – ΕΣΔΑ) στο Στρασβούργο προσέβαλλαν την νομιμότητα των Ν. 1700/1987 και Ν. 1811/1988. Η Επιτροπή εξέτασε την 05.06.1990 τις Αναφορές-Προσφυγές επί του παραδεκτού και τίς παρέπεμψε προς εκδίκαση της ουσίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ-ΕΣΔΑ) στο Στρασβούργο. Την 09.12.1994 το ΕΔΑΔ εξέδωσε την τελική Απόφαση 10/1993/405/483-484 και δικαίωσε τις προσφεύγουσες Ιερές Μονές (Χειριστής Δικηγόρος των Ιερών Μονών ο Καθηγητής Παναγιώτης Μπερνίτσας). Οι οκτώ διάδικες Ιερές Μονές απαίτησαν κατ’άρ. 50 ΕΣΔΑ ως συνολικό ποσό χρηματικής ικανοποίησής τους το ποσό των [παρακαλώ, κρατηθείτε!!!] επτά τρισεκατομμυρίων εξακοσίων σαράντα δισεκατομμυρίων διακοσίων πενήντα πέντε εκατομμυρίων διακοσίων δεκατριών χιλιάδων και εκατόν είκοσι δραχμών [7.640.255.213.120 δρχ]. Το ποσό αυτό έχει (από το 1994!) επιφυλαχθεί το ΕΔΑΔ να προσδιορίσει και να επιδικάσει πλέον τόκων και λοιπών εξόδων και επιβαρύνσεων, αφού θα έχει ενημερωθεί για την πιθανότητα και την δυνατότητα ή μη επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Ιερών Μονών. Το ηττηθέν Ελληνικό Δημόσιο έσπευσε δρομαίως να συμμορφωθεί στο διατακτικό της Απόφασης διά του άρ. 55 Ν. 2413/1996 (Α’ 124), ενώ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΚΤΟ είναι το ζήτημα της επιδίκασης από το ΕΔΑΔ καταβολής της δυσθεώρητης αποζημίωσης (αν δεν σφάλαμε στους υπολογισμούς το ποσό ξεπερνά τα … είκοσι πέντε δισεκατομμύρια (25.000.000.000) ευρώ! Δηλαδή η Πολιτεία οφείλει στην Εκκλησία ένα Μνημόνιο ακόμη!…).
Γ. Την σύντομη, αλλά έκλαμπρη, περίοδο της αρχιερατείας στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών του κυρού Χριστόδουλου (1998-2008) το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν ετέθη. Με προσεκτικές κινήσεις και ζυγισμένες από τον Προκαθήμενο ενέργειες ως προς την ακίνητη περιουσία αντί του ανυπόληπτου ΟΔΕΠ η Εκκλησία συγκρότησε την Οικονομική Υπηρεσία της και κατέγραψε για πρώτη φορά στην Ιστορία της την περιουσία της, ακίνητη και κινητή, αλλά κυρίως αντί των αιφνιδιασμών και της έντασης προωθήθηκε η σύμπραξη και η συνεργασία Εκκλησίας – Κράτους ιδίως στο ΕΣΠΑ τριών (3) προγραμματικών περιόδων επ’ ωφελεία της κοινωνίας. Μεγάλο βάρος δόθηκε στην τακτοποίηση και την βελτίωση διά αυξήσεων του μισθολογικού και αναγνώρισης υπηρεσιακών επιδομάτων του Κλήρου της Εκκλησίας, Επισκοπικού και πρεσβυτερίου, καθώς και η ένταξη στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Όταν ο κυρός Χριστόδουλος εκοιμήθη αδοκήτως και αιφνιδίως, το σύνολο του ευεργετηθέντος Κλήρου τΟν πένθησε ειλικρινώς.
Δ. Την περίοδο της ενσκυψάσης οικονομικής κρίσης και συνεχιζόμενης ύφεσης και της σκληρής εφαρμογής ιδίως του Β’ Μνημονίου η Βουλή ψήφισε τον Ν. 4111/ 25.01.2013 (Α’ 18), κατά τον οποίο ρητώς διευκρινίσθηκε ότι οι μισθοδοτούμενοι κληρικοί της Εκκλησίας της Ελλάδος μισθοδοτούνται από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό, τον Ν. 4182/2013 περί σύστασης Εταιρείας Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιοεπισκοπής Αθηνών, ενώ την 11.02.2014 η Κυβέρνηση Συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ προέβη διά του Ν. 4301/2014 σε πλήρη συνεννόηση με την Εκκλησία στον διοικητικό χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, τον διαχωρισμό από το Δημόσιο Τομέα και την Γενική κυβέρνηση του Κράτους, ενώ ρυθμίσθηκε ομοίως ότι στα ζητήματα της Εκκλησίας εφαρμόζεται ο Καταστατικός Χάρτης της και οι κατ’ εξουσιοδότηση του Χάρτη εκδιδόμενοι Κανονισμοί της Συνόδου, ενώ στις σχέσεις με την Πολιτεία η Εκκλησία υποχρεούται να εφαρμόζει την κρατική νομοθεσία, όταν διαχειρίζεται κρατικό χρήμα (πχ επιχορηγήσεις) ή κοινοτικούς πόρους (πχ ΕΣΠΑ). Την ίδια περίοδο η Κυβέρνηση Συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (άνευ της αποχωρησάσης ήδη ΔΗΜΑΡ) την 07.10.2014 αναγνώρισε ότι αποτελούν πλήρεις τίτλους κυριότητας για τα μοναστηριακά ακίνητα τόσο τα προεδρικά διατάγματα της δεκαετίας 1930 περί υπαγωγής της μοναστηριακής περιουσίας στον κρατικό ΟΔΕΠ, όσο και η Σύμβαση της 18.09.1952 μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους.
Ε. Την 06.11.2018 εκδόθηκε το Κοινό Ανακοινωθέν του Πρωθυπουργού, Αλεξίου Τσίπρα, και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιερωνύμου [Τίκα] για την ρύθμιση των ζητημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας. Στα δύο Σημειώματά μας προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι οι δύο κορυφαίοι πολιτειακοί συμβαλλόμενοι κάνουν ότι δεν γνωρίζουν όλο το ιστορικό της διαφοράς, όπως επιγραμματικώς τό παραθέσαμε.
Στο τρίτο Σημείωμά μας θα εκθέσουμε συνοπτικώς το δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο της καταβολής μισθοδοσίας του Κλήρου με δαπάνες του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτημα βασικό για την ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι η κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας έγινε – υποτίθεται – για την ανάληψη της μισθοδοσίας του Κλήρου. Τι άλλη έκπληξη μάς περιμένει άραγε;
Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής
Δικηγόρος ΔΣΑ – Νομική Υπηρεσία ΟΑΕΔ
ioanniskymionis@yahoo.gr