Η ευθύνη του πολιτικού και του πνευματικού κόσμου για την υπόδειξη λύσεων στο σημερινό απελπιστικό αδιέξοδο της ολόπλευρης κρίσης είναι τεράστια, πλην όμως λίγα γίνονται. Στην αντίστοιχη από πλευράς κρισιμότητας των περιστάσεων μέσα σε συνθήκες πολεμικής και παρατεταμένης οικονομικής καταστροφής και προϊούσας κοινωνικής διάλυσης περίοδο του Φθινοπώρου 1945 στο φως της δημοσιότητας ήλθε η γνωστή στην Ιστορία ως “Προκήρυξη Των Οχτώ”. Η Προκήρυξη, που βρίσκεται στο Αρχείο Σταμάτη Μερκούρη στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ – Αθήνα), υπογράφθηκε την 12.10.1945 – την πρώτη επέτειο της Απελευθέρωσης της Αθήνας – και δημοσιεύθηκε στον Τύπο της εποχής από τους Νίκο Καζαντζάκη, Αγγελο Σικελιανό, Βασίλη Ρώτα, Σταμάτη Μερκούρη, Ιωάννη Σοφιανόπουλο, Μάριο Βάρβογλη, Δημήτριο Φωτιάδη και Ροδόλφο Κράους. Η Προκήρυξη με καζαντζάκεια γραφή υποδεικνύει από την ιεροπρέπεια του σικελιανού ύφους της τον συντάκτη της. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε εκτενή αποσπάσματά της :
“Ενας χρόνος κλείνει σήμερα από την ημέρα της επαίσχυντης φυγής των Ούνων από την πατρίδα μας. Σαν ακρίδα όπου πέφτει όλη μαζί και αποσκεπάζει τα σπαρτά ενός τόπου, για να φάει τα πάντα από τη ρίζα, μα που ξαφνικά ένας άνεμος την ξεσηκώνει και την σπρώχνει προς τη θάλασσα ακυβέρνητη ν’αφανιστεί, έτσι κι ο γιγάντιος άνεμος της Εθνικής Αντίστασής μας, μέσα κι έξω από την Ελλάδα, 12 του Οκτώβρη του 44, εξεσήκωσε τους Ούνους από τα άγια χώματά μας, πανικόβλητους και αλλόφρονους και τους εκέντρισε τελειωτικά, να πέσουνε στον όλεθρο απ’τον ύστατο γκρεμνό!
Ακόμα ωστόσο σ’ όλη την Ελλάδα (…) η φωτιά της πιο τρανής θυσίας ανάβονταν παντού στις υψηλότερες κορφές του Ηρωισμού μας, σα μιά απροσμέτρητη τσοπάνικη φωτιά, ενώ σύγχρονα οι μύριοι των αδιήγητων μαρτυρίων του λαού μας τόποι, Δίστομο, Καλάβρυτα, Κομμένο, Λιγγιάδες, Κλεισούρα, Βιάνο, Καλλιθέα, Κοκκινιά, Καισαριανή και τόσοι άλλοι, αναδίνανε την άχνα από το αίμα των αδελφικών θυμάτων (…). Και στις πλαγιές και στα πυρπολημένα και καταματωμένα ακρόποδα του φοβερού βουνού της νέας μας Λευτεριάς, μανάδες, αδελφές, αρραβωνιαστικές, παιδιά, γυναίκες, βρέφη αυτών των ίδιων μας των ηρώων, που παλαίψανε, σφαχτήκαν, κρεμαστήκανε, εκαήκανε για να μας ελευτερώσουν, εσηκώσανε με τέλεια καρτερία και με πίστη αφάνταστη την όψη τους σ’ εμάς !
(…) Οσο για μας, που έχουμε πάρει πάνω μας την ηθική πρωτοβουλία να σκορπίσουμε αυτό το κείμενο ως τις άκρες της Ελλάδας, ο σκοπός μας είναι σήμερα διπλός : από τ’ώνα μέρος να σαλπίσουμε ως τα πέρατα του Ελληνικού μας κόσμου την απέραντή του ευθύνη ν’αγκαλιάσει όλα τ’απορφανισμένα λείψανα από τις οικογένειες των καινούργιων μας ιστορικών ηρώων με μία αμέριστη και θετική και οργανωμένη από μέρους του στοργή, κι από το άλλο ν’αναγγείλουμε πλατύτατα στον ίδιο αυτό κόσμο, ότι έχοντας συνειδητοποιήσει ολόκληρη τη σημασία αυτής της ημερομηνίας, που ξεκινώντας απ’ τις 28 Οχτώβρη του 1940, αποκορυφώνει τον τετράχρονο αγώνα μας ενάντια στον κατακτητή, με μιά τεράστια κάθαρση και μ’ ένα θρίαμβο ανάλογο προς τις διάμεσες θυσίες ολόκληρου του Ελληνικού Λαού.
Αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε (…) ένα Πανελλήνιο Πανηγυρισμό των κορυφαίων τούτων ημερομηνιών της ιστορίας μας, πανηγυρισμό, όπου φιλοδοξούμε να υψωθεί όχι απλά στο επίπεδο ενός κοινού εθνικού μνημοσύνου, αλλ’ ως τα εγκαίνια μίας νέας μας πνευματικής, κοινωνικής και γενικά ιστορικής παράδοσης. Φιλοδοξούμε δηλαδή από τη συμβολικά Πανεθνική και Πανομαδική υπόμνηση της κολοσσιαίας σημασίας των παραπάνω ημερομηνιών, να κάνουμε ένα νέο και πάντοτε ενεργό ιστορικό θεσμό, κατά τον τρόπο που έκαμαν οι αρχαίοι, όταν πραγματοποίησαν στην Αθήνα τον θεσμό των Προμηθεϊκών Δαδοφοριών, με το σκοπό η φλόγα της ελευθερίας και της ζωής να μεταδίδεται αδιάκοπα στους αιώνες, από άτομο σε άτομο, από γενεά σε γενεά !
Γι’ αυτό το λόγο και ακριβώς γι’ αυτούς τους παραπάνω όπως τους προσδιορίσαμε σκοπούς, τη μέρα τούτη, 12 του Οχτώβρη του 1945, καταθέτουμε αυτό το κείμενο σα μιά έκκληση απ’τη μια μεριά προς όλη την Ελλάδα, να ορθωθεί ομόψυχα στο μέγα ιστορικό της χρέος μπρος στο θάμα της καινούργιας της κοινωνικής και ιστορικής αλληλεγγύης κι απ’ την άλλη, σα μιά εγγύηση προσωπική μας, ότι θα δουλέψουμε ολόψυχα στο μεταξύ για να προσφέρουμε (…) τον θεσμό που παραπάνω υποσχεθήκαμε, και πως την ώρα που θα χρειάζεται, θα προσκαλέσουμε σε τούτο το Εργο, όχι απλά σαν θεατές, αλλά και ως συνεργάτες – όπου πρέπει και όταν πρέπει – αντιπροσωπευτικά και ζωντανά στελέχη απ’τον ίδιο που χρωμάτισε με το αίμα του τη νέα μας Εθνική Εποποιϊα, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ.(…)”.
Οι υπογράφοντες “Οχτώ” αποτελούσαν επίλεκτα στελέχη της “elite” της εποχής : δύο παγκοσμίου φήμης λογοτέχνες, ένας μεγάλος συνθέτης της Εθνικής Σχολής, δύο μόλις αφυπηρετήσαντες Υπουργοί στην Κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα (1945), τρεις μεγάλοι πνευματικοί ταγοί. Και δεν εφείσθησαν πρωτοβουλιών και δράσεων. Αξιολόγησαν ως προτεραιότητα άμεσης ανάγκης την πολυβασανισμένη Ελληνική Οικογένεια και έθεσαν υπό την προσωπική εγγύησή τους – εγγύηση όχι μόνο στα λόγια, όταν ο λόγος του άντρα μετρούσε σαν συμβόλαιο … – τον όποιο σχεδιασμό. Και όλα αυτά, όταν η καθημαγμένη και διαγουμισμένη Ελλάδα είχε συθέμελα καταστραφεί από τους Ούνους : ξέρετε, τον νομαδικό λαό, που ήλθε διωγμένος από την Ανατολή και κατάφερε και εγκαταστάθηκε στην Κεντρική Ευρώπη και που κοντεύει να προκαλέσει σήμερα και τον Τρίτο, ενώ έχει αυτουργήσει δύο Παγκοσμίους Πολέμους, που έληξαν αμφότεροι με τον Ρωσικό Στρατό να παρελαύνει υπερήφανα στο κατεστραμμένο Βερολίνο και την τρισένδοξη και πολυματωμένη Ελληνική Σημαία να κυματίζει με ουρανομήκη ιστό της τα άταφα κορμιά των Αδελφών μας εδώ και επτά δεκαετίες αιθέρια και λυγερή στους Νικητές …
Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.