Βρίσκομαι μπροστά σε σχιζοειδείς σκέψεις. Ένας Τσίπρας που σε λίγα χρόνια κατάφερε να εξοβελίσει από το κόμμα του ακόμη και αυτούς που τον ανέδειξαν. Που κατάφερε να κάνει την αριστερά κυβερνητικό κόμμα (υπό άλλες συνθήκες το γεγονός και μόνο αυτό θα μπορούσε να κλείσει τον ιστορικό κύκλο της μεταπολεμικής Ελλάδας και του εθνικού διχασμού). Που κατάφερε από φοβισμένο μαϊντανό των Συνόδων Κορυφής της Ε.Ε. να βρίσκεται στο επίκεντρό τους (ακόμη και με αρνητικό τρόπο). Που κατάφερε τον σχεδιασμό του Σαμαρά για «αριστερή παρένθεση» να τον κάνει απαξιωτική έξοδο από την ενεργό πολιτική για τον πρώην πρωθυπουργό. Που κατάφερε να κάνει σημαία του αυτά που ο Παπανδρέου επεδίωξε και πέτυχε ή απέτυχε (κούρεμα χρέους, δημοψήφισμα, πολιτική συναίνεση σε επίπεδο φαίνεσθαι τουλάχιστον) αφήνοντας στον πρώην πρωθυπουργό το στίγμα του προδότη και στον εαυτό του την εικόνα του λαοπρόβλητου ηγέτη. Που στήνει καθημερινά υπουργούς εξωτερικών και αρχηγούς κρατών σε Euro working group, Eurogroup, Συμβούλια ηγετών Ε.Ε., συμβούλια ηγετών Ευρωζώνης σε συνεχείς συνεδριάσεις, παρουσιάζοντας τίποτα ή έστω αυτά που θα έπρεπε να έχει παρουσιάσει μήνες πριν.
Κι από την άλλη; Λύθηκε κάποιο θέμα της χώρας; Έξι μήνες τώρα (το ¼ χρονικά της διακυβέρνησης Παπανδρέου) μήπως λύθηκε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας; Μήπως λύθηκε το πρόβλημα χρηματοδότησής της; Μήπως προχώρησαν μεταρρυθμίσεις; Μήπως προωθήθηκε η επιχειρηματικότητα; Μήπως ξεκίνησε επενδυτικό κλίμα; Μήπως ένιωσαν εκτός από υπερήφανοι και ασφαλείς οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι; Αφού μας έλεγε ότι όλα αυτά είναι θέμα πολιτικής βούλησης και μόνο και όχι της πελατειακής συγκρότησης του κράτους. Τα μνημόνια έληξαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σίγουρα δεν σκίστηκαν. Τώρα παρακαλάμε για νέα. Οι μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκαν στην επανασύσταση της ΕΡΤ και στις επαναπροσλήψεις ή νέες προσλήψεις στο δημόσιο. Τώρα από πού θα πληρωθούν; Θα δούμε. Στην παιδεία ακυρώνεται ότι απέμεινε από την επιδρομή της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου. Οι τράπεζες έκλεισαν και δεν ξέρουμε πότε θα ανοίξουν διαλύοντας πλέον και τις λίγες υγιείς παραγωγικές επιχειρήσεις αυτού του τόπου. Θεσπίστηκαν θέσεις αναπληρωτών Γενικών Γραμματέων και extra ειδικών συμβούλων υπουργών και ο Πρόεδρος των ΕΛΠΕ αύξησε την αντιμισθία του …
Η ανάγκη επιβίωσης της κάποτε παράνομης -εν πάση περιπτώσει πάντα στο πολιτικό περιθώριο- αριστεράς στην Ελλάδα, είχε βιωματικά αναγάγει τον τακτικισμό σε υπέρτατο στόχο. Ακόμη, η ενοχή των σταλινικά δομημένων κομμάτων, έχει δημιουργήσει ανάγκη συνεχούς επιβεβαίωσης της δήθεν δημοκρατικότητάς τους. Αυτές οι λειτουργίες όταν –σε συνθήκες ακραίας κρίσης είναι αλήθεια- εμφανίζονται ως εκδοχή λειτουργίας ενός σύγχρονου κράτους (άσχετα αν δεν έχει απομείνει τίποτα από αυτό) και ιδίως όταν πρέπει η Ελλάδα να συνδιαλλαγεί με πρώην αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες, φαντάζει, όπως περιγράφηκε προ ημερών, ως «λειτουργία ανηλίκου». Γι’ αυτό οι εταίροι ζητούν κάποιον ενήλικο να συζητήσουν. Όταν διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει στοιχειώδης καταγραφή και ιεράρχηση αναγκών και προτεραιοτήτων αδυνατούν –ή στην καλύτερη περίπτωση αδημονούν- να συζητήσουν και να καταλήξουν. Οι γενικεύσεις «να το δούμε πολιτικά», «να τα λύσουμε όλα», «ας ξεκινήσουμε και στον δρόμο βλέπουμε» δεν είναι δυσνόητες από μεριάς τους. Είναι ακατανόητες.
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας αναδεικνύεται σε μέγα τακτικιστή. Μόνο που δεν αρκεί. Πολύ φοβούμαι ότι προκειμένου να ξεπεράσει την εγγενή αδυναμία του ιδίου και του κόμματός του, να μιλήσει και να συμφωνήσει θετικά και συντεταγμένα, οδηγείται στην ιδεοληψία, που ούτως ή άλλως τον διακατέχει. Όταν βρίσκεσαι σε τέτοια θέση δεν είναι δυνατόν να θέτεις το να μην αποδειχθείς «παντός καιρού» και ελλειμματικά αριστερός, πάνω από τη σωτηρία της πατρίδας. Και εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να δώσει την ευκαιρία στον ελληνικό λαό να απαντήσει στο πραγματικό ερώτημα: ευρώ ή δραχμή. Τακτικιστής και απέναντι στον ελληνικό λαό;
Σωκράτης Ξυνίδης