
Πρωταπριλιά του 1890
Ψαλέντος του “Χριστός ανέστη”, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες.
Ο μπάρμπ’ – Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης, από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο “να πάρη καιρόν” και, αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναϊδριον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαετής περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπα-Κυριάκου.
Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ’ αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.
Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις·
– Παπά, παπά!…
(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως παπά τον πατέρα των).
– Παπά, παπά!… ο παπα-Σφοντύλας… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη – Βήμα η πεθερά του… κι η παπαδιά… κουβαλούν…
απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… τους είδα… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άη – Βήμα… κι η πεθερά του… κι η παπαδιά.
Μόνος ο παπα-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά του υιού του, ιδού δε πως εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπα-Θοδωρής ο Σφοντύλας, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς δια της εξωθύρας του ιερού βήματος, εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του”
Αλλ’ ο παπα-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του… απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον, εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος.
Αλλ’ ο μπαρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων και εξήλθε κατόπιν του.
Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη·
– Παπά, παπά, που πας;
– Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω.
Δεν ήξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είναι ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν, να ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόντου. Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν, ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν.
– Που πας; επέμενεν ο μπαρμπα-Μηλιός.
– Ας διαβάζη ο μπάρμπ’ – Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων κι έφθασα.
Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ’ – Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν’ αναγνώση άλλα, ή όσα από στήθους εγνώριζεν.
– Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπα-Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη. Σας αφήνω την παπαδιά μου!
Και λέγων έτρεχεν.
Ο μπαρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού.
– Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε.
Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκοίταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ’ αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα.
Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του.
– Και πως να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ’ η παπαδιά εννιά… κι εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ’ εδώ, κι ο άλλος απ’ εκεί…
Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος, εκείνης, παρά την οδόν.
Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πως και που να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλός του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
– Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;…
Και δεν έπιε.
Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
– Τι κάμνω εγώ, είπε, που πάω;
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού·
– Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε·
Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
Αλλ’ ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπαρμπα – Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα· πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς χειρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια.
O Δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμει Πάσχα εις τα Καλύβια, δια να φυλάξει δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είναι ότι τον έστειλε να καλοπεράσει πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και “τσουπλακιές ή “χαλκοδέρες”. … Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεoς να τον φιλεύση τον μπαρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε, – να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!…
Ο μπαρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις η τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το Χριστός ανέστη κατ’ ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής·
Κ’στο – μπρε – Κ’στος ανέστη
εκ νεκρών θανάτων,
θάνατον μπατήσας,
κι έντοις – έντοις μνήμασι,
ζωήν παμμακάριστε!
Και όμως, μεθ’ όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών…” με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν…”
Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες…
(Απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)
Για την μεταφορά
Χρύσα Μπαΐρα