Τον Παύλο Μάτεσι τον παρακολουθούσα κυρίως ως θεατρικό συγγραφέα (Βιοχημεία, Η βουή, Η τελετή, Περιποιητής φυτών, Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Ναβάρο κ.ά.). Αυτό το διάστημα όμως, τον απόλαυσα και ως πεζογράφο, στο έργο «Ο παλαιός των Ημερών». Για το μυθιστόρημα αυτό διάβαζα:
«Με τον Παλαιό των Ημερών, μυθιστόρημα εξίσου εκθαμβωτικό με τη Μητέρα του Σκύλου, επιβεβαιώνεται ότι ο Μάτεσις είναι ένας πολύ μεγάλος μυθιστοριογράφος…» L. Liban, L’Express, Παρίσι
«Ο Παλαιός των Ημερών… έργο άξιο να τοποθετηθεί μεταξύ των καλύτερων της παγκόσμιας λογοτεχνίας…» A. M. SAMBRONI, La Marseillaise.
Ήμουν περίεργος – τι είναι αυτό το βιβλίο;
Ένα εργοβιογραφικό σημείωμα στην αρχή, και μετά σχόλια και πληροφορίες για το έργο αυτό.
Ο Παύλος Μάτεσις (Δίβρη Ηλείας, 12 Ιανουαρίου 1933-Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 2013) Μέχρι τα 19 χρόνια του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών, μουσική (πτυχίο βιολιού) και ήξερε να μιλά πολλές ξένες γλώσσες όπως Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1967 με το θεατρικό έργο Η τελετή, το οποίο ανέβηκε στο Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γιώργου Μιχαηλίδη. Για όλη τη διάρκεια του 1969 έζησε στο Λονδίνο. Επίσης έγραψε και σκηνοθέτησε δυο τηλεοπτικά σήριαλ τα οποία προβλήθηκαν από την ΥΕΝΕΔ (1974-1976) και ένα το οποίο προβλήθηκε από την ΕΡΤ το 1983, το Κυρία Αρσενία σ’ αγαπώ, το οποίο όμως είχε άδοξο τέλος, λόγω έντονης αντίδρασης της τότε προέδρου της Ένωσης Γυναικών Ελλάδος Μαργαρίτας Παπανδρέου και αντί των προγραμματισμένων 13 επεισοδίων προβλήθηκαν μόνο τα έξι. Στο θεατρικό έργο Εξορία, έφτασε σε κορυφαίες επιτεύξεις, αφού με αυτόν τον τρόπο αποκάλυψε ανεξερεύνητες πτυχές της νεοελληνικής συνείδησης. Το 1989 ο Δήμος Αθηναίων του απένειμε το Βραβείο Κάρολος Κουν για το έργο Περιποιητής φυτών. Τον Δεκέμβριο του 2010 έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή του. Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 2013 σε ηλικία 80 ετών, σε ιδιωτική κλινική. Η κηδεία του έγινε δύο μέρες αργότερα στο Νεκροταφείο Παπάγου.
Διαβάζουμε σχετικά με τον Παλαιό των Ημερών:
«Το έργο τελειώνει εβδομήντα χρόνια πριν από την εποχή που αρχίζει η “Μητέρα του σκύλου”. Στη βαθύτερη Ελλάδα, ορεινή δαιμονιακή περιοχή που δύο αιώνες τώρα δεν έχει ευλογηθεί με θαύμα, θα παρουσιαστεί ο Ελισσαίος. Βίαια χαρισματικός, με αγυρτείες και συνένοχο τη λαχτάρα του κόσμου, θα υψωθεί σε θαυματοφόρο άτομο. Ώσπου, χάρη σε μια μεγαλειώδη απάτη (που στήνει ο πλέον προσφιλής του), ο Ελισσαίος θα πραγματοποιήσει και αληθινό θαύμα.
Και θα τρομάξει.
Η ανάγκη του ανθρώπου για θαύματα. Η απαίτησή του να θαυματουργήσει, ανταγωνιζόμενος τις ανώτερές του δυνάμεις. Οι θεοσεβείς γονείς, που θα αφήσουν το παιδί τους να πεθάνει για να τους το αναστήσει ο Ελισσαίος και έτσι να λάβουν δόξα. Το βαθύχρωμο, αγριεμένο, ελληνικό ασυνείδητο. Σκοτεινό, επαναστατικό και επαναστατημένο. Η ωραιότης αγρίων κατορθωμάτων, που τα επιθυμείς αλλά δεν τα αποτολμάς, η απαίτηση του Έλληνα να νικάει, να διεκδικεί ύψος και εύρος Θεού, σε ένα έργο που επιφανειακά μόνο έχει σχέση με θρησκείες. Η ελληνική δίψα όχι για την καθημερινή, αλλά για τη “γιορτινή” πραγματικότητα. Το ελληνικό αίτημα, η ζωή να γίνει παραφορά, αλλοιώς γίνεται βάρος.
Οφειλές: στον Όμηρο, στις ιστορίες για τον Παπουλάκη, στον Φώκνερ Τον τίτλο του βιβλίου τον οφείλω στην Καστοριά».
Πολλοί / πολλές έχουν ασχοληθεί στα τριάντα χρόνια που πέρασαν από την έκδοσή του έργου. Μιλούν για δύο στοιχεία, τη γιορτή και την παρωδιακή χρήση της γλώσσας, που θυμίζουν το καρναβάλι όπως ορίζεται από τον Μπαχτίν.
Τα δυο στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα. Βασίζονται στον λαϊκό πολιτισμό, το ένα υπηρετεί το άλλο και τα δύο μαζί αντιτάσσονται στην επίσημη κοσμοαντίληψη και φέρνουν το γέλιο, αναζωογονητικό στον Ραμπελαί, καθαρτικό στον Μάτεσι.
Η Μαρία Φιλίππου σε άρθρο της γράφει:
«Σε κάποιο χωριό της ορεινής Ελλάδας όλος ο κόσμος μιλά για τον Παλαιό των Ημερών, έναν αγύρτη, μάγο ή απατεώνα που τάζει, υπόσχεται, κάνει θαύματα και στο πέρασμά του ο κόσμος παραληρεί και «παραλύει». Ένα παιδί αφήνεται στην τύχη του και τελικά πεθαίνει με την υπόσχεση της δήθεν ανάστασης. Γυναίκες που δεν μπορούν να συλλάβουν, τελικά εγκυμονούν αφού περνούν ένα βράδυ με τον Παλαιό των Ημερών και μικρά κορίτσια εκδίδονται από τους ίδιους τους γονείς με το άλλοθι ότι απλώς μεριμνούν για τη «φροντίδα» του άρρωστου Ελληνοαμερικανού που επέστρεψε στο χωριό του. Στο πανηγύρι του χωριού επίσης οι πιστοί αλληλοσφάζονται προκειμένου να διεκδικήσουν -ο καθένας για τον εαυτό του βέβαια- μια θέση στην έλευση του θαύματος και τα παραδοξολογήματα γι’ αυτόν που καταφέρνει το φαινομενικά ακατόρθωτο και επιλύει τα προβλήματα των ανθρώπων, δεν αφήνουν σε κανέναν το περιθώριο της μη συμμετοχής στα δρώμενα».
Θα έλεγα ότι πολύ εύστοχα η Μαρία Φιλίππου καταλήγει τονίζοντας τα υπερφυσικά γεγονότα, την παραδοξολογία και τον μυστικισμό που διαπνέουν το βιβλίο.
Θα πρόσθετα ότι όλο το έργο είναι ένα σκαμπανέβασμα μεταξύ ζωής και θανάτου, αναζητώντας τα όρια και τις φόρμες αυτής της προστριβής.
Ένα βιβλίο διαφορετικό από όσα έχουν συνηθίσει…