Καλό ταξίδι Μιχάλη Γκανά!
Ένα κείμενό μου του 2015 αφιερώνω:
Ο Μιχάλης Γκανάς και η ποίηση του αύριο
Το κείμενό μου αυτό το αφιερώνω στην αγαπημένη μου φίλη και συνοδοιπόρο (Χρυ)Σούλα Πρωτόπαπα, που έχει ρίζες στην Ήπειρο και μου χάρισε το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά Ποιήματα 1978 – 2012 (εκδ. Μελάνι, 2013, σελ. 270). Με τη Σούλα ταξιδέψαμε στον πολιτισμό, στην πολιτική, στον κόσμο και χαίρομαι πάντοτε το πνεύμα και την ευαισθησία της. Ως εκπαιδευτικός ήταν δοτική και αποτελεσματική – όπως εισπράττω από τις αντιδράσεις των παλιών μαθητών και μαθητριών της, όταν τη συναντούν τυχαία. Ένα αντίδωρο τούτο το εγχείρημά μου.
Τον ποιητή Μιχάλη Γκανά τον ήξερα από παλιά, και για τους στίχους και για τα ποιήματά του. Διασταυρωθήκαμε στην Αθήνα, τότε που αυτός ήταν βιβλιοπώλης και εγώ υπηρετούσα στην πρωτεύουσα τη θητεία μου. Τύχαινε γνωστός φίλων μου. Εκείνο που κράτησα από εκείνη την εποχή ήταν πως είναι επαρχιώτης που ζει και παλεύει στην Αθήνα, αλλά δεν ξεχνά τις ρίζες του. Τίποτε περισσότερο. Αργότερα, μελετώντας τη μεταπολιτευτική ποίηση, γνώρισα καλύτερα το έργο του.
Βέβαια, και οι στίχοι του Μιχάλη Γκανά με συγκίνησαν σε τραγούδια του Ν. Ξυδάκη, του Ν. Μαμαγκάκη, του Μ. Χριστοδουλίδη, του Μ. Θεοδωράκη και πολλών νεοτέρων. Ανάμεσα στους άλλους και του δικού μας Σωτήρη Λεμονίδη, που σε ένα τραγούδι που τραγουδά η Ελευθερία Αρβανιτάκη λέει :
Αν με θες, αν μ’ αγαπάς
Όχι το χθες, το μέλλον μου χρωστάς
και σου χρωστώ
Ο Μιχάλης Γκανάς κοιτάζει πίσω γιατί τον ενδιαφέρει το εμπρός, το αύριο, το μέλλον μ’ άλλα λόγια. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε. Αν η τέχνη μένει κολλημένη στο χτες, ούτε μέλλον έχει ούτε είναι δημιουργία.
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: «Ακάθιστος δείπνος» (1978), «Μαύρα λιθάρια» (1980), «Γυάλινα Γιάννενα» (1989), «Παραλογή» (1993), «Τα μικρά» (2000), «Ο ύπνος του καπνιστή» (2003), «Άψινθος» (2012). Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ποιήματα 1978 – 2012» με όλες τις ποιητικές του συλλογές.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.ά. Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους “Επτά επί Θήβας” του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών.
Επίσης εκδόθηκαν συλλογές με τους στίχους τραγουδιών, ελεύθερη απόδοση στο «Άσμα Ασμάτων» (2005), το αφήγημα «Μητριά πατρίδα» (1981, 1989, 2007), «Γυναικών, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (2010).
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του «Παραλογή». Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Το 2012 όταν κυκλοφόρησε η συλλογή «Άψινθος» σε συνέντευξή του σχετικά με τη συλλογή, τον τρόπο γραφής του και την άποψη ότι είναι παλιομοδίτης ο Μιχάλης Γκανάς απαντά : «Ναι, αν σκεφτείς ότι είμαι επηρεασμένος ακόμα από το δημοτικό τραγούδι. Όλα τα θέματά μου θα μπορούσαν να τα πουν παλιομοδίτικα. Όταν έβγαλα το ’78 το πρώτο μου βιβλίο με θεώρησαν παλιό, ερχόμουν από έναν κόσμο μακρινό. Και σήμερα ακόμα νιώθω ότι συνεχίζω αυτόν τον κόσμο. Αυτοί σταμάτησαν να τραγουδούν, εγώ συνεχίζω. Το δημοτικό τραγούδι ήταν η κιβωτός μου, η σωτηρία μου. Ένας οικείος λόγος που βρίσκεται μέσα στην αναπνοή του Έλληνα. Επίσης, πέρα από το δημοτικό τραγούδι, υπάρχει και η ίδια η γλώσσα η ομιλούμενη, που έχει μουσικότητα και ακρίβεια στην έκφραση, παρρησία και αυτάρκεια. Το βλέπεις αν βρεθεί κάποιος λαϊκός να μιλήσει στην τηλεόραση, αντίθετα με τους σπουδαγμένους δημάρχους και υπουργούς… Αν τελικά κατάφερα κάτι, ήταν με τον τρόπο που τα είπα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό στη λογοτεχνία».
Ο Μιχάλης Γκανάς σπανίως γράφει ποιήματα για την πόλη που ζει. «Αν και ζω στην Αθήνα από τα δεκαοκτώ μου, σαν εσωτερικός μετανάστης, υπήρχε πάντα ένα γυαλί ανάμεσα σε μένα και την πόλη. Η Αθήνα είχε μόνο αρνητικά πράγματα να μου δώσει: δεν κατάφερα να σπουδάσω, εργαζόμουν πολύ, ενώ η ποίηση με τραβούσε από το μανίκι. Μου πήρε χρόνο να αγαπήσω την Αθήνα, στην πράξη εξοικειώθηκα μαζί της μέσω της γυναίκας μου και των παιδιών». Δεν είναι το ίδιο με τους στίχους του. «Πράγματι, εκεί είμαι πιο στρατευμένος κοινωνικά. Παρακολουθώ τον αναγνώστη, θέλω να του μιλήσω».
Ο Μιχάλης Γκανάς δείχνει ιερή προσήλωση στην ποίηση και γι’ αυτό είναι πολύ αυστηρός με τους ποιητές και το ρόλο τους.
«Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη». Και συμπληρώνει: «Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ».
Θα χρησιμοποιήσουμε ένα κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη που με σαφήνεια και εμβρίθεια προσεγγίζει το έργο του ποιητή. Γράφει «Ο ίδιος ο Γκανάς ποτέ του δεν πιάστηκε στο άδοξο δόκανο της εκφραστικής ακρότητας, της καινοθηρίας, του εντυπωσιασμού. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, δεν έχασε την επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Στα ποιήματά του περισώζεται ένας πανάρχαιος συμβολικός κόσμος, αυτός που γέννησε και συγκράτησε η ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ένας κόσμος που δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι’ αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ’ όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος: Της ουτοπίας από τη μια, και του μηδενός από την άλλη – ήτοι το βάρος του πόθου που επειδή ο κορεσμός του είναι ανέφικτος, στο τέλος γίνεται άρνηση και υπαρξιακός βραχνάς».
Η ποίηση του Γκανά φέρνει στο μυαλό μας το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και το δικό μας Νίκο Γκάτσο. Ευαισθησία και γνήσια λαϊκότητα θα ομολογούσαμε ότι κρύβονται στη δημιουργία τους και στου Γκανά την ανάσα.
Ποιητής της κοινής λαλιάς, εκφραστής της δικής μας λυρικής ιθαγένειας, ο Γκανάς έχει ένα ακόμη γνώρισμα που τον καθιστά αντιπροσωπευτικό: Αρθρώνει λόγο δημόσιο, είναι και ποιητής πολιτικός, με την πρώτη σημασία του όρου. Από το «Η Ελλάδα που λες» του μακρινού 1978 ως τη χώρα του χαμού του 2012, είτε μιλάει για τις πληγές της συλλογικής μνήμης είτε για τ’ άλογα που αλαφιάζουν πια μόνο κάτω από το καπό του αυτοκινήτου, ο Γκανάς σφυγμομετρεί με τους στίχους του και τις τροπές του εντόπιου βίου, τη στάση μας απέναντι στην Ιστορία και τον φυσικό κόσμο:
Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν
και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα
ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα
κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν
κι αηδόνια αηδόνια λιγοθυμισμένα
και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη
που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος
και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν
και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω
για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα
Ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει: «Καμιά εκατοστή χρόνια πριν, ο Ούγκο Χόφμαννσταλ, έλεγε ότι ένας δημιουργός δύο πράγματα έχει ανάγκη. Το πρώτο είναι να πείσει τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς. Το δεύτερο ν’ αγγίξει το ευρύ κοινό». Ο Μιχάλης Γκανάς από καιρό τα έχει πετύχει και τα δύο. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, η τέχνη του δεν έχασε τη ζωτική της επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Διατήρησε την αμεσότητα και την υψηλή συναισθηματική της θερμότητα, παρέμεινε γλώσσα οικεία.
Μας θυμίζει έτσι, ότι στις μεγάλες της στιγμές η ελληνική ποίηση ήταν ταυτόχρονα η τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Και μας υποδεικνύει έναν δρόμο ώστε αυτή πάλι σήμερα να αφήσει πίσω της την αυτάρεσκη ιδιώτευση των τελευταίων δεκαετιών και να επανέλθει εκεί όπου ανήκει: στη Πολιτεία και στην Αγορά.
Κάποιους στίχους / δείγματα της δουλειάς του θα παραθέσουμε στη συνέχεια.
Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε
Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.
Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.
(Παραλογή, 1993)
Προσωπικό
Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.
………………………………………………………………
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
…………………………………………………………….
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.
[Ποίημα αφιερωμένο στην γυναίκα του]“Γυάλινα Γιάννενα” Εκδόσεις Καστανιώτη (1989)
Οι στίχοι από ένα αγαπημένο μας τραγούδι, από τα πρώτα του Μιχάλη Γκανά : Η γυναίκα του Πρωτομάστορα. 1983
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Με τις λεμονιές παρέα
Φάνηκε στην άσπρη στράτα
Κι είχε καστανά τα μάτια
Και τα χέρια της χιονάτα
Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε
Γύριζε λιγνό μου αδράχτι
Με τα δάκρυα του καλού της
Και της μοίρας της το άχτι
Μεσ’ τη μεσιανή καμάρα
Έκλαψε πουλί το γιόμα
Για τα μάτια τα μεγάλα
Για το κοντυλένιο στόμα
Γεφυράκι ποιος θα δέσει
Τη δαχτυλιδένια μέση
Ποιος θα βρει το μονοπάτι
Για το γνωστικό διαβάτη
Κλείνουμε με τους στίχους ενός ποιήματος που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης – επίκαιρο και δυνατό – αναζητήστε το στο Υou – Τube :
Οι δρόμοι του Αρχάγγελου
Χρυσά φτερά, βυζαντινό μου βλέμμα,
αρχάγγελοι χορεύανε στο αίμα,
κι ένα τραγούδι μέσα στη φωνή μου,
μού γύρευε μιαν έξοδο κινδύνου.
Γιάννενα και Τρίπολη και Σύρα,
όμορφη σκονισμένη μου πορφύρα,
Χίος, Κεφαλλονιά και Μυτιλήνη,
μοίρα μου πελαγίσια Ρωμιοσύνη.
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ’έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.
Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
Αυτός είναι ο κόσμος του Μιχάλη Γκανά,
με ρίζες στο χτες φωτίζει το αύριο.