Του φευγάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε.
Λαϊκή ρήση
Πώς τρέχει αυτός ο Καραγκιόζης! Όταν βγαίνει από την παράγκα του, όταν τον φωνάζει ο φίλος του ο Χατζηαβάτης, τρέχει, πέφτει πάνω του και τον χτυπάει. Μα και όταν είναι έξω από την παράγκα, πάλι τρέχει. Τον καημένο τον καμπούρη τον κυνηγάνε. Ο χασάπης, γιατί πήρε ένα κομμάτι κρέας κι έφυγε. Ο φούρναρης, γιατί του έκλεψε ένα καρβέλι. Ο ζαχαροπλάστης, γιατί έφαγε ένα ολόκληρο ταψί με μπακλαβάδες και δεν τον πλήρωσε.
Σαν δεν ντρέπεται ο τελευταίος! Nα έχει την απαίτηση να τον πληρώσει ο Καραγκιόζης για τα γλυκά που έφαγε! «Τι λες, βρε καημένε; Εγώ, κοτζάμ Καραγκιόζης, να κάθομαι να τρώω τα γλυκά σου, να σου κάνω διαφήμιση κι εσύ να θες και λεφτά;» του απαντάει ο ξυπόλητος, σαν ζητάει ο ζαχαροπλάστης να πληρωθεί. Όμως δεν σκέφτονται οι επαγγελματίες όπως ο καμπούρης και τον παίρνουν στο κυνήγι. Και τι άλλο να κάνει ο Καραγκιόζης; Τρέχει.
Μα μόνο ο Καραγκιόζης τρέχει σήμερα; Ο ξυπόλητος είναι ο καθρέφτης των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Όλοι τρέχουμε «σαν τον Βέγγο», που τόσο έμοιαζε με τον Καραγκιόζη. Τρέχουμε, για να προλάβουμε τον χρόνο που περνά και δε μας φτάνει. Χρειαζόμαστε πιο πολύ χρόνο για εμάς, για τους ανθρώπους μας, για να δουλέψουμε παραπάνω. Μήπως και βγάλουμε περισσότερα χρήματα, για να κερδίσουμε τα «προς το ζην». Το «ευ ζην» όμως το σκεφτόμαστε;
Ο Καραγκιόζης δεν τρέχει για να κερδίσει ούτε χρόνο ούτε χρήμα. Γνωρίζει πως όσο και να τρέξει δε θα γίνει πλούσιος. Όσον αφορά το χρόνο, έχει απεριόριστο. Γι’ αυτό μπορεί και ξαπλώνει στην παράγκα του. Όχι για να κοιμηθεί, μα για να ονειρευτεί. Από το όνειρο τρέφεται ο Καραγκιόζης. Σ’ αυτό βρίσκει καζάνια με φασολάδα, σκάφες με μακαρόνια, πιατέλες με κεφτέδες. Κι αφού δεν τα γεύεται στον ξύπνιο του, τα ονειρεύεται στον ύπνο του. Ροχαλίζει και χορταίνει.
Πολλοί θα μπορούσαν να κακολογήσουν τον Καραγκιόζη: «ο τεμπέλης κοιμάται όλη μέρα και δεν πάει να κάνει καμιά δουλειά». Μα δεν χρειάζεται να πάει πουθενά για δουλειά, αφού αυτή του χτυπάει την πόρτα! Ο φίλος του, ο Χατζηαβάτης, είναι ο καλύτερος μεσίτης εργασίας. Όταν φτάσει η μεγάλη ανάγκη να δουλέψει, προσφέρεται στον ξυπόλητο μια εργασία. Κι ο Καραγκιόζης, που γνωρίζει τόσα και ξέρει πως δε γνωρίζει άλλα τόσα, δέχεται ευχαρίστως την όποια εργασία. Για να ξεμουδιάσει απ’ τον ύπνο και να είναι έτοιμος, για ν’ αρχίσει πάλι το τρεχαλητό.
Και ξεκινάει ο καμπούρης τη δουλειά. Γίνεται γιατρός, φούρναρης, μάγειρας και ό,τι άλλο μπορεί ο καθένας να φανταστεί. Μα πώς δέχεται να κάνει όλες αυτές τις δουλειές ενώ δεν τις γνωρίζει; Η ανάγκη τον κάνει να δεχτεί. Κι όμως, ακόμα κι αν ο Καραγκιόζης δε γνωρίζει μια δουλειά, ξέρει πως με κάποιο τρόπο θα τα καταφέρει. Έχει κάποια ιδέα για τα πάντα. Μα πώς γίνεται αυτό; Ο Καραγκιόζης τα καταφέρνει γιατί απλά τρέχει… Σ’ αυτόν τον ατελείωτο μαραθώνιο της ζωής του ο καμπούρης έχει δει τόσα και τόσα. Πηγαίνει παντού τρέχοντας και βλέπει τα πάντα. Έτσι μαθαίνει.
Μα δε φτάνει μόνο να βλέπει κάποιος. Πρέπει και να παρα-τηρεί. Να κάθεται στην άκρη και να σκέφτεται τα όσα είδε. Για να μπορεί να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Για να αξιοποιεί την εμπειρία που απέκτησε από όσα είδε. Αυτό κάνει ο Καραγκιόζης στην παράγκα του. Όταν σταματά να ονειρεύεται, παραμένει ξαπλωμένος και σκέφτεται. Τι μπορεί να κάνει για να γίνει η ζωή του καλύτερη; Γι’ αυτό και θυμώνει όταν ο φίλος του ο Χατζηαβάτης τον σηκώνει από τη γωνιά του. Εκεί κάθεται, όταν σκέφτεται πώς θα κάνει τα όνειρά του πράξη. Και είναι έτοιμος ν’ αρπάξει την κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται, ακόμα και αν δεν είναι ο ειδικός για την κάθε δουλειά.
Όπως τρέχει ο Καραγκιόζης, τρέχουμε κι εμείς για να κάνουμε καλύτερη τη ζωή μας. Τα καταφέρνουμε όμως στ’ αλήθεια; Τι θα έλεγε ο καμπούρης φίλος μας, που είναι ειδικός στην τρεχάλα, για τον δικό μας αγώνα ταχύτητας; Θαρρώ πως θα απαντούσε σαν μια σύγχρονη Πυθία. Αν ήταν μία η απάντησή του μάλλον θα μας έλεγε «σπεύδε βραδέως». Ίσως πάλι να μας απαντούσε με παροιμίες. Πρώτα θα μας έλεγε πως «το γοργόν και χάριν έχει». Ύστερα θα μας υπενθύμιζε πως «όποιος βιάζεται σκοντάφτει».
Μα εμείς, αγαπητέ φίλε Καραγκιόζη, τι πρέπει ν’ ακολουθήσουμε; Μας δίνει την κατάλληλη απάντηση με το παράδειγμά του: Μετά την καθημερινή τρεχάλα κάθισε στη γωνιά σου. Ξάπλωσε και κάνε όνειρα. Σαν ξυπνήσεις, σκέψου πώς θα τα πραγματοποιήσεις. Όταν η τύχη σου χτυπήσει την πόρτα, άνοιξε. Ό,τι σου προσφερθεί μην το αρνηθείς. Ακόμα κι αν δεν το γνωρίζεις καλά. Μη φοβάσαι ν’ αναλάβεις την ευθύνη. Κι αν δεν τα καταφέρεις, δεν πειράζει. Φρόντισε μόνο να είσαι σε φόρμα. Για να μπορείς… να τρέχεις!
Το παραπάνω κείμενο το αφιερώνω στη μνήμη του Θανάση Βέγγου, του «καλού μας ανθρώπου», που γεννήθηκε και έφυγε ανάμεσα σε δύο Μαΐους.