Το «Ε» συζητά με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη με αφορμή το νέο του βιβλίο «Οι Δωσίλογοι»
Με την τεκμηριωμένη έρευνα του κ. Χαραλαμπίδη αποδεικνύεται ότι ο δωσιλογισμός δεν ήταν ένα μειοψηφικό φαινόμενο ενώ απορρίπτει τη θεωρία ότι ο λαός σύσσωμος αντιτάχθηκε στους κατακτητές
Το βιβλίο του κ. Χαραλαμπίδη αλλάζει τελείως το τοπίο με το οποίο αντιλαμβάνονται οι ιστορικοί αλλά και οι αναγνώστες την ιστορία έως τώρα. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, ο κ. Χαραλαμπίδης πραγματεύεται την γκρίζα ζώνη της συνεργασίας με τους Ναζί, η οποία περιλαμβάνει πολλές μορφές όπως την οικονομική, στρατιωτική, διοικητική και πολιτική.
Με την τεκμηριωμένη έρευνα του κ. Χαραλαμπίδη αποδεικνύεται ότι ο δωσιλογισμός δεν ήταν ένα μειοψηφικό φαινόμενο ενώ απορρίπτει τη θεωρία ότι ο λαός σύσσωμος αντιτάχθηκε στους κατακτητές, καταρρίπτοντας έναν «εθνικό μύθο». Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνουμε ότι η ανάγκη για μία νηφάλια ματιά πάνω στην περίοδο που πραγματεύεται είναι πιο επίκαιρη από ποτέ καθώς ο συγγραφέας επιφορτίζεται με τον ρόλο του ιχνηλάτη δείχνοντας στον αναγνώστη τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ξεπεράσει την παραπληροφόρηση που επικρατεί όσον αφορά στον δωσιλογισμό στην Ελλάδα.
Το «Ε» συνομιλεί με τον συγγραφέα και ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη με αφορμή το νέο του βιβλίο «Οι Δωσίλογοι» σχετικά με το μεγάλο ταμπού της ελληνικής πραγματικότητας, την συνεργασία με τους Ναζί.
«Ε»: Το νέο σας βιβλίο «Οι Δωσίλογοι» μου δίνει την αίσθηση ότι έρχεται ως άμεση απόρροια των δύο προηγούμενων σας βιβλίων «Η Εμπειρία της Κατοχής και Αντίστασης στην Αθήνα» και τα «Δεκεμβριανά». Ισχύει;
Μ.Χ.: Ουσιαστικά με αυτό το βιβλίο κλείνει ένας κύκλος. Χωρίς να το έχω σχεδιάσει σχηματίζεται μία τριλογία για την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Στο πρώτο βιβλίο μελέτησα την πλευρά της Αντίστασης, στο δεύτερο βιβλίο την σύγκρουση του ΕΑΜ με τις αντί- ΕΑΜικές δυνάμεις, μέρος των οποίων ήταν συνεργάτες των Γερμανών, και στο τρίτο βιβλίο μετατοπίζομαι και εξετάζω την πλευρά της συνεργασίας.
«Ε»: Η ιστορική έρευνα πάνω σε ένα ζήτημα το οποίο στην ελληνική πραγματικότητα αποφεύγεται να συζητείται, ποιες δυσκολίες συναντά;
Μ.Χ.: Οι δυσκολίες είναι αρκετά μεγάλες. Πέρα από τις συνήθεις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε εμείς οι ιστορικοί όπως ότι τα αρχεία πολλές φορές είναι διασπασμένα, ότι δεν υπάρχει αρχειακή κουλτούρα και οι υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού τα καταστρέφουν, στην περίπτωση των συνεργατών του κατακτητή υπάρχει μία παραπάνω δυσκολία. Οι συνεργάτες των Γερμανών βρέθηκαν από την πλευρά των νικητών του εμφυλίου και επί πολλά έτη κατέστρεφαν τα ίχνη που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την συνεργασία τους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι το ελληνικό Κράτος, ακόμα και σήμερα, κρατά κλειστά επίσημα αρχεία όπως είναι τα αρχεία των σωμάτων και υπηρεσιών ασφαλείας ή το αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών την περίοδο της Κατοχής. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο για τον ερευνητή/τρια να βρει πηγές και ίσως αυτός είναι ένας λόγος για τις ελάχιστες δουλειές που υπάρχουν από επαγγελματίες ιστορικούς γύρω από το θέμα της συνεργασίας με τον κατακτητή.
«Ε»: Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Την πολιτική, την οικονομική και την στρατιωτική συνεργασία με τους Ναζί. Η πολιτική συνεργασία, κατά την άποψη σας, ήταν αναγκαία συνθήκη για τις επόμενες δύο;
Μ.Χ.: Η πολιτική συνεργασία έπαιξε καθοριστικό ρόλο διότι ξεκίνησε από την πρώτη μέρα της Κατοχής δίνοντας ένα σαφέστατο «πράσινο φως» σε όλο τον κρατικό μηχανισμό, και όχι μόνο, ότι η συνεργασία είναι κάτι το αποδεκτό. Το γεγονός αυτό ήταν καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα ανάπτυξη της συνεργασίας σε όλους τους άλλους κλάδους, τον διοικητικό, τον οικονομικό αλλά και τον ένοπλο αργότερα. Αυτές οι κυβερνήσεις προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον κατακτητή καθιστώντας ένα σημαντικό κομμάτι του κρατικού μηχανισμού μέρος του κατοχικού μηχανισμού των Γερμανών.
«Ε»: Βλέποντας ελληνικές ταινίες που αναφέρονται σε εκείνη την εποχή, δημιουργείται η εικόνα του δωσίλογου ο οποίος «καρφώνει» άλλους φορώντας κουκούλα. Μέσω του βιβλίου σας φαίνεται αυτή η εικόνα να ξεθωριάζει καθώς φαίνεται ότι ο δωσιλογισμός ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένος και έπαιρνε πολλές μορφές.
Μ.Χ.: Γενικά η εντύπωση που έχει διαμορφωθεί είτε από τις ταινίες είτε από την λογοτεχνία και έχει αποτυπωθεί στην συλλογική μνήμη είναι τα τάγματα ασφαλείας και οι κουκουλοφόροι καταδότες. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Μέσα από την έρευνα για το βιβλίο προσπάθησα να χαρτογραφήσω όλο το εύρος της συνεργασίας και των ανθρώπων αλλά και μέσω ποιων μηχανισμών μπήκαν στην διαδικασία της συνεργασίας. Αυτό που αναδεικνύεται ξεκάθαρα είναι ότι οι πιο ουσιαστικοί και στενοί συνεργάτες των Γερμανών ήταν Υπηρεσίες της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής και όχι τα τάγματα ασφαλείας.
Αυτό που διακρίνεται είναι ότι τα θεμέλια της συνεργασίας είχαν μπει κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και άρα εκεί θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας βλέποντας ποια δεδομένα λειτούργησαν ευνοϊκά προς την ανάπτυξη της συνεργασίας. Στο βιβλίο αναφέρω χαρακτηριστικά την μεγάλη οικονομική εισβολή που είχε πραγματοποιήσει η Γερμανία την δεκαετία του 1930 σε όλα τα Βαλκάνια με αποτέλεσμα ένα μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματικής τάξης που βρισκόταν σε στενή οικονομική σχέση με τους Γερμανούς να συνεχίσει την συνεργασία του κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το φαινόμενο είναι πολύ σύνθετο και η ανάδειξή του αποτέλεσε και έναν από τους σκοπούς του βιβλίου.
«Ε»: Η οικονομική συνεργασία φαίνεται να είναι η πιο «θολή» σε σχέση με την πολιτική ή στρατιωτική.
Μ.Χ.: Πρώτα από όλα ιδεολογικά πολύ λίγοι από τους οικονομικά συνεργαζόμενους ταυτίστηκαν με τους κατακτητές. Στην Ελλάδα δεν είχαμε μαζικό ναζιστικό κίνημα. Το βασικό κίνητρο συνεργασίας ήταν ο αντικομμουνισμός, ο φόβος το ότι μπορεί το ΕΑΜ, με κάποιο τρόπο, να βρεθεί στην εξουσία και οι συνεργάτες των Γερμανών να χρειαστεί να λογοδοτήσουν.
Το φαινόμενο της συνεργασίας όπως άλλωστε και το φαινόμενο της αντίστασης καθορίζεται από τις διαφορετικές χρονικότητες της Κατοχής. Είναι πολύ διαφορετικά τα δεδομένα το 1941-2 όπου φαίνεται ότι οι Γερμανοί θα κερδίσουν, από τα δεδομένα μετά την μάχη του Στάλινγκραντ που είναι το σημείο καμπής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πράγματα αλλάζουν που με τη σειρά τους αλλάζουν και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να συνεργαστούν και δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής. Από την άλλη, υπήρχαν πολλές επιχειρήσεις όπου οι ιδιοκτήτες επιδίωξαν να επιταχθούν και εδώ εντοπίζουμε το φαινόμενο της συνεργασίας.
Πρέπει να σκεφτούμε, αν ένας άνθρωπος που είχε μια ταβέρνα, ένα κινηματογράφο όπου σύχναζαν Γερμανοί ήταν συνεργάτης. Θα μπορούσε, άραγε, να κάνει αλλιώς;
«Ε»: Το βιβλίο διατρέχεται από την έννοια της μη απόδοσης δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα, οι συνεργάτες των Ναζί ήρθαν προ των ευθυνών τους;
Μ.Χ.: Αυτό που προκύπτει και από την δική μου έρευνα και από την έρευνα του Δημήτρη Κουσουρή για τις δίκες των δωσίλογων είναι ότι υπήρξε ένα ακραίο καθεστώς ατιμωρησίας. Το ελληνικό Κράτος επέλεξε να μην τιμωρήσει αυτούς που κατηγορήθηκαν καθώς πολλοί απαλλάχθηκαν με βουλεύματα ή υπήρξαν μαζικές αθωώσεις λόγω παραγραφών ενώ μόλις ελάχιστοι καταδικάστηκαν αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς πήραν χάρη και αποφυλακίστηκαν μετά από λίγα χρόνια. Αυτό αποτέλεσε μια ξεκάθαρη επιλογή του ελληνικού κράτους με εργαλείο τις δικαστικές αρχές ώστε να μην απονεμηθεί δικαιοσύνη. Μην ξεχνάμε ότι αυτές οι δίκες γίνονται εν μέσω του Εμφυλίου και το επίσημο Κράτος πολεμάει τους κομμουνιστές οπότε η απονομή δικαιοσύνης ήταν μια διατεταγμένη υπηρεσία από την δικαστική εξουσία.
Η μη απόδοση δικαιοσύνης νομιμοποίησε εν τέλει τα κεκτημένα της Κατοχής. Ουσιαστικά η δικαστική εξουσία αθωώνοντας αυτούς τους ανθρώπους νομιμοποίησε τα ωφελήματα που απέκτησαν από την συνεργασία τους με τους Γερμανούς. Αυτό είναι ένα βαρύ τίμημα που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία όχι μόνο κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και ύστερα. Οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς συμμετείχαν στην οικονομική διαδικασία της ανασυγκρότησης της Ελλάδας μεταπολεμικά.
Αυτό είναι ένα θέμα που προκάλεσε ένα πολύ βαθύ τραύμα στην ελληνική κοινωνία, ένα τραύμα που παρέμεινε ανοιχτό καθώς ακόμη απασχολεί και συζητιέται.
«Ε»: Συνηθίζουμε να λέμε «εθνική αντίσταση». Είναι ακριβής αυτή η έννοια;
Μ.Χ.: Είναι γνωστό ότι τα πρώτα δύο χρόνια οι άνθρωποι που συνδέονταν με το αντιστασιακό κίνημα ήταν η μειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν ισχύει η εικόνα ότι μαζικά ο ελληνικός λαός από την πρώτη μέρα αντιστάθηκε στους Γερμανούς. Μετά το 1943 υπήρξε όντως μια μαζικοποίηση του αντιστασιακού κινήματος. Πρέπει να κατανοήσουμε τον ηρωικό αγώνα των ανθρώπων που πάλεψαν για να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι αξίζει να αντισταθεί. Είναι σημαντικό να μετατοπίσουμε την οπτική στην αρχή της Κατοχής, γεγονός που μας αλλάζει την πρόσληψη της Κατοχικής πραγματικότητας. Το αφήγημα της σύσσωμης εθνικής αντίστασης δεν αφορά το σύνολο της Κατοχικής περιόδου αλλά κυρίως τον τελευταίο μόνο χρόνο.
[Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη με τίτλο «Οι Δωσίλογοι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια]