Αρχική Αρχείο Παλαιότερων Άρθρων Αρχείο Αρθρογραφίας 2007 Η ακαδημαϊκή ελευθερία των φοιτητών

Η ακαδημαϊκή ελευθερία των φοιτητών

0

Κατά το Σύνταγμα, φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι και οι φοιτητές ή οι σπουδαστές. Από τη διάκριση σχολείου και πανεπιστημίου προκύπτει όχι μόνο η διάκριση σχολικού και πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά και η διάκριση μαθητή και φοιτητή. Η προέχουσα θέση της έρευνας στο πανεπιστήμιο και η αλληλοσύνδεση έρευνας και διδασκαλίας προϋποθέτει και δημιουργεί όχι μόνο έναν ελεύθερο ερευνητή και δάσκαλο, που είναι εντελώς διαφορετικός από τον ελεγχόμενο δάσκαλο του σχολείου, αλλά και αντίστοιχα διαφορετικό δέκτη, τον φοιτητή, που είναι συγχρόνως και συνεργάτης στην έρευνα και τη διδασκαλία.

Από την παραπάνω διαπίστωση προκύπτουν συμπεράσματα για τα κριτήρια επιλογής και τις μεθόδους διδασκαλίας και αξιολόγησης της επιδόσεως των φοιτητών, καθώς και συνέπειες για τους όρους εργασίας και διαβίωσης των φοιτητών και εξοπλισμού του πανεπιστημίου.

Δεν προκύπτουν όμως συμπεράσματα που λησμονούν ότι ο κύριος σκοπός του φοιτητή είναι να μάθει και το κύριο δικαίωμά του είναι το δικαίωμα μάθησης και φοίτησης. Το δικαίωμα αυτό έχει την έννοια τόσο της ελεύθερης επιλογής επιστήμης και πανεπιστημίου, στο πλαίσιο των αντικειμενικών δυνατοτήτων, καθώς και παρακολούθησης των μαθημάτων όσο και την έννοια της απόκτησης γνώσεων και προπάντων της εξασκήσεως στην ικανότητα του συλλογισμού, της κριτικής και της έρευνας.

Ο φοιτητής οφείλει βέβαια να συμβάλλει στην επιτυχία των σκοπών του πανεπιστημίου, αλλά ο κύριος σκοπός του είναι περισσότερο να λάβει παρά να δώσει, να ωφεληθεί, παρά να ωφελήσει. Ο λόγος είναι ότι ο φοιτητής έρχεται στο πανεπιστήμιο για να αποκτήσει ό,τι αυτός δεν έχει ακόμη, ενώ οι πανεπιστημιακοί κατέχουν ήδη, δηλαδή γνώση και πείρα. Επίσης ο φοιτητής είναι συνήθως περαστικός από το πανεπιστήμιο, καθώς κατά κανόνα το εγκαταλείπει μετά την απόκτηση του πτυχίου, ενώ οι καθηγητές είναι μόνιμα απασχολημένοι με την έρευνα και τη διδασκαλία στα πλαίσια του πανεπιστημίου.

Επομένως, το περιεχόμενο της ακαδημαϊκής ελευθερίας του φοιτητή είναι πολύ πιο περιορισμένο από εκείνο των πανεπιστημιακών δασκάλων. Αυτό αφορά κυρίως την έρευνα την οποία ο φοιτητής δεν μπορεί να ασκήσει αυτοδύναμα και για την οποία δεν έχει επομένως αξίωση. Αλλά και στη διδασκαλία μιας επιστήμης, που ο φοιτητής δεν γνωρίζει ακόμα, δεν μπορεί εύλογα να αξιώσει συμμετοχή ή δικαίωμα συγκαθορισμού του περιεχομένου και της μεθόδου της ή της συμπράξεως με αποφασιστική ψήφο στην κατάρτιση του προγράμματος σπουδών. Επίσης δεν μπορεί να συμπράττει αποφασιστικά ή έστω συμβουλευτικά στην εκλογή του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού, αλλά και στην εκλογή και λειτουργία των πανεπιστημιακών οργάνων.

Ωστόσο ο νόμος 1268/1982 έδωσε στους φοιτητές και τους εκπροσώπους τους θέση όχι μόνο ισοδύναμη, αλλά και σε πολλά αποφασιστικά σημεία υπερέχουσα από εκείνη των καθηγητών. Έτσι προβλέπει σύμπραξη σε ποσοστό περίπου 50% στην κατάρτιση και αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών, αλλά και δικαίωμα συμμετοχής σε ποσοστό περίπου 50% στην εκλογή, σύνθεση και λήψη αποφάσεων των πανεπιστημιακών οργάνων. Τέλος ο νόμος χορήγησε στους φοιτητικούς εκπροσώπους το δικαίωμα να αξιολογούν τη διδακτική ικανότητα των μελών του ΔΕΠ και άλλων υποψηφίων. Έχει μάλιστα επικρατήσει να παρίστανται οι φοιτητικοί αντιπρόσωποι καθ’ όλη τη διάρκεια της συζητήσεως και ψηφοφορίας, αν και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, επηρεάζοντας έτσι ορισμένους από αυτούς που έχουν.

Η παραπάνω σύμπραξη των φοιτητών στην εκλογή και λειτουργία των πανεπιστημιακών οργάνων ξεπερνά κατά πολύ τα λειτουργικά όρια που θέτει η ανάπτυξη και προαγωγή της πανεπιστημιακής έρευνας και διδασκαλίας, η οποία κατά το Σύνταγμα αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Δεδομένου ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι είναι συνδεδεμένοι με τα πολιτικά κόμματα, των οποίων αποτελούν κατά κανόνα παραρτήματα, επιφέρουν πλήρη κομματικοποίηση της εκλογής και λειτουργίας των πανεπιστημιακών οργάνων, επιβάλλοντας αντί των ουσιαστικών επιστημονικών κριτηρίων, τα οποία δεν κατέχουν ακόμα οι φοιτητές, εξωεπιστημονικά και εξωπανεπιστημιακά κατά κανόνα κομματικά κριτήρια.

Μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη λειτουργική ανάγκη μιας προεξέχουσας θέσης των καθηγητών. Πράγματι δέχτηκε ότι «οι καθηγητές δεν απαιτείται στο εκλεκτορικό σώμα να έχουν προέχουσα θέση με αυξημένο έναντι των άλλων ομάδων ποσοστό ψήφων». Επίσης δέχτηκε ότι «η συμμετοχή εκπροσώπων των φοιτητών στη συνέλευση του τμήματος κατά τη διαδικασία εκλογής των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και ειδικότερα η παρουσία κατά την κοινή συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης και των εκλεκτόρων με τη δυνατότητα να υποβάλουν ερωτήσεις και να αιτιολογούν το διδακτικό έργο των υποψηφίων είναι σύμφωνο με την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου νόμου είναι ενδεικτικά του φαινομένου της πλήρους απαξίωσης του έργου αλλά και της θέσης του πανεπιστημιακού δασκάλου. Από την άλλη αναδεικνύεται η υπερβολική διάσταση που αποδίδεται, δυστυχώς και από την ίδια την πολιτεία, στο ρόλο του Έλληνα φοιτητή, τον οποίο καθιστά όχι μόνο ισότιμο, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανώτερο του πανεπιστημιακού καθηγητή στη συμμετοχή, λειτουργία και καθορισμό των πανεπιστημιακών δρωμένων.

Πρόκειται για την ίδια φιλοσοφία που επιδοκιμάζει ή ανέχεται την ύπαρξη αιώνιων φοιτητών, την απεριόριστη φοίτηση, τη μη υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων, την ουσιαστική κατάλυση του ασύλου και τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε χώρο παράνομων δράσεων, την παρεμπόδιση της διενέργειας των εξετάσεων από καταλήψεις, τη συναλλαγή μεταξύ φοιτητών και καθηγητών κατά την εκλογή των διαφόρων οργάνων, τον εξοβελισμό του αντιπρύτανη από το γραφείο του και το χτίσιμο της εισόδου.

Τα παραπάνω όμως γεγονότα έχουν και μια άλλη διάσταση, ίσως περισσότερο σημαντική, καθώς δημιουργούν πρότυπα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των μέχρι τώρα φοιτητών και μετέπειτα επαγγελματιών στην κοινωνική και επαγγελματική τους συμπεριφορά.

Η έλλειψη σεβασμού προς τους συνανθρώπους μας, η ύπαρξη του άκρατου ανταγωνισμού στα πλαίσια των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων, η νοοτροπία της απαξίωσης θεσμών, κανόνων και νόμων έχει τις απαρχές της και στην πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία έχει αποκτήσει διαφορετική κατεύθυνση από τον ουσιαστικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει στην κοινωνία γενικότερα. Η αποχώρηση τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και των λοιπών κομματικών σχηματισμών από την συνταγματική αναθεώρηση, που προωθεί η κυβέρνηση, του σχετικού συνταγματικού άρθρου για τις αλλαγές στην παιδεία συμβάλλει στην όξυνση και συντήρηση του παραπάνω φαινομένου και προκαλούν μόνο θλίψη και προβληματισμό.

Νίκος Σεργκενλίδης

Δικηγόρος

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αρχείο Αρθρογραφίας 2007
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Νομικό κενό για τη βιοαιθανόλη

Πως χαρακτηρίζετ…