Την τελευταία διετία η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω της μεγάλης ακρίβειας
Οξύ πρόβλημα επάρκειας τροφής αντιμετωπίζουν περίπου 700.000 Έλληνες, όπως προκύπτει από την έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εύρεσης συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας έτους 2022, το 6,6% του πληθυσμού ή 700.000 άτομα δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής. Το ποσοστό είναι αυξημένο σε σχέση με το 2021, που ήταν στο 6%.
Επίσης, το 1,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής (σύμφωνα με την παγκόσμια τυπική κλίμακα FIES).
Τα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής κατά τα προηγούμενα έτη ήταν 6,0% το 2021, 6,1% το 2020 και 8,0% το 2019, ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια τροφής ήταν, αντίστοιχα, 1,5%, 1,6% και 1,5%.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το 2022, αλλά αφορά στο έτος 2021. Ωστόσο την τελευταία διετία, η κατάσταση επιδεινώθηκε επιπλέον λόγω της τεράστιας ακρίβειας που μαστίζει τα νοικοκυριά, που σημαίνει ότι η επόμενη έρευνα θα είναι πιο ανησυχητική.
Όπως διευκρινίζει η ΕΛΣΤΑΤ, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ακόμη, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Όπως διευκρινίζει η ΕΛΣΤΑΤ, συμπεριέλαβε στην Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, από το 2019, οκτώ ερωτήματα τα οποία πρότεινε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας για την κατάρτιση του δείκτη 2.1.2 του στόχου 2 της βιώσιμης ανάπτυξης (εξάλειψη πείνας έως το 2030), ο οποίος αφορά στον επιπολασμό της μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής.