Αρχική ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤτΕ: «Βλέπει» ανάπτυξη 2,2% το 2023

ΤτΕ: «Βλέπει» ανάπτυξη 2,2% το 2023

0

Οι συστάσεις στη νέα κυβέρνηση – Οι κίνδυνοι

Ανάπτυξη της τάξης του 2,2% για φέτος προβλέπει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Ειδικότερα, το 2023 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη.

Τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του δυνητικού προϊόντος, το επίπεδο του οποίου έχει ήδη υπερβεί. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,0% το 2024 και στο 2,7% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν, υπό την προϋπόθεση ότι στο εξωτερικό περιβάλλον η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί, θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα έχει περιορισμένο αρνητικό αποτύπωμα στην οικονομία της ευρωζώνης.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,3%, δηλαδή σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο του 2022 (9,3%), κυρίως λόγω της καθοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Αντιθέτως, τα είδη διατροφής, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και οι υπηρεσίες αναμένεται ότι θα συμβάλουν αυξητικά στη δυναμική του πληθωρισμού, λόγω της ανελαστικότητας που εμφανίζουν οι τιμές σε αυτές οι κατηγορίες. Ο πληθωρισμός εκτός των τροφίμων και της ενέργειας προβλέπεται στο 6,1% το 2023 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει υψηλός και το 2024, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. O πληθωρισμός το 2024 αναμένεται στο 3,8% και για το 2025 στο 2,3%.

Ωστόσο, η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Τυχόν επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιδράσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και στη δυναμική αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη-μέλη.

Η σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και η εξαιρετικά ευνοϊκή κατανομή των αποπληρωμών λειτουργούν καθησυχαστικά. Εντούτοις, σε ενδεχόμενες συνθήκες γενικευμένης αμφισβήτησης και κλονισμού της εμπιστοσύνης των επενδυτών, δυνητικά θα υπάρξουν επιδράσεις και σε εγχώριο επίπεδο.

Επιπρόσθετα, η πρόσφατη τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ και στην Ελβετία κατέδειξε την ταχύτητα μετάδοσης και διάχυσης των κινδύνων στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Οι αδυναμίες μεμονωμένων τραπεζών, υπό συνθήκες κλονισμού της εμπιστοσύνης των επενδυτών και καταθετών, μεγεθύνονται και διαχέονται με μεγάλη ταχύτητα τόσο σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα εντός της χώρας όπου εδρεύουν οι τράπεζες αυτές όσο και διεθνώς, λόγω της διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών αγορών παγκοσμίως. Συνεπώς, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας απαιτεί την περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη σημαντικά βήματα προόδου και έχει ισχυροποιηθεί, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες διαταραχές και κλυδωνισμούς.

Η περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση, καθώς το απόθεμα των υφιστάμενων ΜΕΔ, αν και έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, παραμένει σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, απαιτείται η συνέχιση των ενεργειών προς την κατεύθυνση οριστικής απαλλαγής του τραπεζικού τομέα από το απόθεμα ΜΕΔ, ώστε να ενδυναμωθεί περαιτέρω και να μπορέσει απρόσκοπτα να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική λειτουργία χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, η εμπειρία του παρελθόντος έχει καταδείξει τη σημασία της ορθής και έγκαιρης αποτύπωσης των ΜΕΔ. Συνεπώς, καθώς η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων δυσχεραίνει την αποπληρωμή χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να εστιάσουν στη λήψη μέτρων για την αποφυγή δημιουργίας νέων ΜΕΔ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατα εξαγγελθείσες ρυθμίσεις για την προστασία των ευάλωτων, αλλά και την ανταμοιβή των συνεπών δανειοληπτών των τραπεζών και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Πόλεμος κατά της φοροδιαφυγής με σοκ και «ΔΕΟΣ»

 Επιδρομή στους επιτήδειους με νέα ψηφιακά όπλα και ειδική μονάδα Η καταπολέμηση της φοροδ…